Στυλιανός Τζιρίτας

 Ο πρώτος δίσκος του Ορέστη Ντάντου θέτει την κριτική απέναντι σε ένα κλασικό σταυροδρόμι/δίλημμα. Το οποίο, την ίδια στιγμή, εμπεριέχει –μες στην κλασικότητά του– και μία αντεστραμμένη συντεταγμένη ως προς τα συνήθη. Εδώ δηλαδή τη διαφορετικότητα τη δίνουν οι στίχοι, ενώ η μουσική αναλαμβάνει να θέσει το αίνιγμα.

Το Είναι Κι Άλλοι Σαν Κι Εμάς έχει δημιουργήσει μια καλή αύρα γύρω από τον Ορέστη Ντάντο. Όχι τυχαίως. Το περιτύλιγμα και το εικαστικό το οποίο στολίζει τον δίσκο διαθέτουν μια ευπροσάρμοστη στα ελληνικά δεδομένα ποπ αισθητική, κάθε άλλο παρά δεδομένη. Ως προς το περιεχόμενο, την αισθητική αυτή υπηρετεί η εκφραστικότητα του Ντάντου, όπως πολύ σωστά αντιλήφθηκε ο Γιώργος Ανδρέου –ο οποίος ανέλαβε την παραγωγή. Προσέξτε: όχι η σωστή και παθιασμένη, μα δίχως τη χροιά που ξεχωρίζει φωνή του, μα ο τρόπος έκφρασής του. Πρόκειται για το δεύτερο ατού του Είναι Κι Άλλοι Σαν Κι Εμάς, μετά τους στίχους.

Μετά τη θεματολογία των στίχων, για να ακριβολογήσω. Γιατί, δόξα τω θεώ, δεν έχουμε να κάνουμε με μία ακόμα περίπτωση ασχολούμενη με τις αυτοαναφορικές περιττολογίες του εσωτερικού του κόσμου, ούτε έναν ακόμα τραγουδοποιό που κλαίει για τους χαμένους έρωτες ή για την παρελθούσα παιδικότητα/εφηβεία του. Ακόμα και όταν ο Ντάντος μιλάει για έρωτα, το πιάνει από μια έξυπνη πλευρά, με διορατικότητα σε επίπεδο ανθρώπινων σχέσεων –παρατηρείστε το “Όταν Γυρνάς Τα Βράδια Απ’ Τα Ξενύχτια”. Ανάλογη εξυπνάδα και φυγή από τα συνηθισμένα επιδεικνύει επίσης στο ήδη επιτυχημένο ραδιοφωνικά “Θα Πάω Όταν Γουστάρω”, στα άμεσα λογύδρια περί αστικής ζούγκλας του “Είναι Κι Άλλοι Σαν Εμάς”, στην καταγραφή του κυνισμού με τον οποίον αντιμετωπίζουμε τα ζώα μέσα στην πόλη (“Κατοικίδια Ζώα”), ή στις βολές κατά της καταναλωτικότητας και του εφήμερου του περίγυρού μας (“Συνεργεία Παντού”).  

Σε όλες σχεδόν τις παραπάνω περιπτώσεις, βέβαια, ο Ντάντος δεν αποφεύγει κάποιες χασμωδίες στο τραγούδισμά του, ενώ γενικά ο δίσκος θέτει ένα ερωτηματικό για τις φωνητικές του ικανότητες –έστω κι αν η εκφραστικότητά του και η αμεσότητά του κερδίζουν αν μη τι άλλο τις εντυπώσεις. Νομίζω ότι χρέος μας είναι να περιμένουμε έναν ακόμα δίσκο προκειμένου να κρίνουμε πλήρως τη φωνή του.

Στο ζήτημα πάντως της μουσικής θα πρέπει να γίνουν σαφώς πιο τολμηρά βήματα και να επέλθει ανατροπή. Γιατί καμία από τις 7 συνθέσεις του Είναι Κι Άλλοι Σαν Κι Εμάς δεν θα μπορούσε να επιβιώσει αυτούσια ως παρτιτούρα χωρίς την ειλικρίνεια του Ντάντου στη φωνή. Σωστά παιγμένα μα χωρίς εξάρσεις και με βαριές άγκυρες σε ένα ποπ/ροκ στιλ εκ της συμβάσεως πεπερασμένο, τα τραγούδια του άλμπουμ ποντάρουν στον λόγο και όχι στη μουσική. Την αρνητική δε τούτη εντύπωση καθιστά ακόμα πιο ζοφερή η επιλογή των παραμορφωτών από τη μεριά της ηλεκτρικής κιθάρας, οι οποίοι δημιουργούν μια ατμόσφαιρα ελληνικού ροκ της δεκαετίας του 1990, που δεν συνάδει θεωρώ ούτε με το νεαρό του Ντάντου, αλλά ούτε και με το οικιστικό και ψυχολογικό τοπίο του 2010.

Και είναι κρίμα, διότι ακριβώς τις ανάσες αυτού του τοπίου αποπειράται να αποτυπώσει ο τραγουδοποιός στιχουργικά, με μια αυθεντική αγωνία η οποία λείπει από τα πράγματα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured