Ο δημιουργικός πλούτος και η αφηγηματική δεινότητα μιας ταινίας δεν εξαρτάται μόνο από το υποκριτικό ταλέντο των ηθοποιών και τη σκηνοθετική ματιά. Ακόμα και η μουσική, που συχνά εκτός από όμορφο ηχοτοπίο, γίνεται και πραγωνιστής, όπως στα μιούζικαλ, κάποιες φορές δεν είναι αρκετή για να αποδώσει το ζουμί της ταινίας και να συμβάλλει στον ρυθμό της. Επομένως, ο ρυθμός δε σχετίζεται μόνο με τη φωνή και τη μελωδία. Σε αυτό μπορεί να παίξει σπουδαίο ρόλο η κίνηση, το λίκνισμα του κορμιού, η έκφραση του σώματος, που μπορεί να γίνει ένα αυτόνομο και πηγαίο πεδίο επικοινωνίας, που μετατρέπεται σε πρωταγωνιστή και αφηγητή (εξού και τα χορευτικά φιλμ). Ο χορός έχει αποτελέσει και αυτός, λοιπόν, βασικό αφηγηματικό στοιχείο στον ρου της ιστορίας του κινηματογράφου, με πληθώρα ταινιών που έχουν αυτόν ως επίκεντρο. Ο συνδυασμός της αμεσότητας της μουσικής με τη δύναμη της εικόνας, εκφράζεται αντιπροσωπευτικά μέσα από τις χορευτικές κινήσεις του εκάστοτε cast. Αυτήν τη φορά, βέβαια, δε θα μιλήσουμε για αυστηρώς μουσικο-χορευτικά σύνολα, όπως τα μιούζικαλ, αλλά για ταινίες που αναδεικνύουν την τέχνη του χορού ή αναφέρονται σε αυτόν μέσα από τις θεματικές τους. Πάλι, έχουμε να κάνουμε με ένα είδος που έχει σαρώσει τις τάσεις και έχει δημιουργήσει πρότυπα και κύματα μόδας, ακόμα και κώδικες επικοινωνίας ανάμεσα στο σινεφίλ αλλά και στο ευρύ κοινό, ανάλογα με την απήχηση του εκάστοτε έργου, αλλά έχει δεχθεί πολλάκις αρνητική κριτική. Όμως, όπως είπε και ο V στο V for Vendetta, «μια επανάσταση χωρίς χορό δε χρειάζεται καν να πραγματοποιηθεί»! Οι ταινίες έχουν τοποθετηθεί με χρονολογική σειρά.

Saturday Night Fever

Η πρώτη αναφορά ταξιδεύει στο 1977, στη σκηνοθετική δημιουργία του John Badham που παραμένει ανεξίτηλη στον χρόνο. Δεν είναι η πρώτη φορά που σε λίστα μου βρίσκεται ο John Travolta στην πρώτη θέση. Εκείνα τα χρόνια του ανήκαν δικαιωματικά. Το Saturday Night Fever έμελλε να συνταράξει τα νερά του κινηματογράφου, με μια εμβληματική ιστορία για τις φτωχές κοινωνικές τάξεις της Νέας Υόρκης, σε μια εποχή αθώα και άγρια ταυτόχρονα, αλλά και της μουσικής οδηγώντας τους Bee Gees και την disco μουσική σε τεράστια ακροατήρια. Με πολύ σημαντική αξία, λοιπόν, για την ιστορία της pop κουλτούρας και τη σύντομη σχετικά πορεία του σινεμά, αν σκεφτούμε ότι είναι μια πολύ πρόσφατη τέχνη, ειδικά συγκριτικά με τις υπόλοιπες, η ταινία αφορά τη ζωή του Tony Manero. Πρόκειται για έναν ιταλο-αμερικανό που μένει στα φτωχικά και σκοτεινά σοκάκια του Brooklyn. Μέσα στον αγώνα της βιοπάλης, στον στενό κλοιό της οικογένειας και στα ευτράπελα των συμμοριών που γεννιούνται συνέχεια στους σεσημασμένους δρόμους της Νέας Υόρκης, το clubbing και ο χορός είναι η μόνη διέξοδος για τον ίδιο και την παρέα του. Ή ίσως όχι και η μόνη, αφού συχνά πηγαίνουν για να φιγουράρουν με επιπολαιότητα και αφέλεια (έχει σημασία αυτό!) σε μια γέφυρα, η οποία χαρίζει παρηγοριά στον Tony. Είναι ένα σύμβολο απελευθέρωσης και ξενοιασιάς. Παράλληλα, η Annet είναι ερωτευμένη μαζί του και τον θέλει για παρτενέρ στον ετήσιο διαγωνισμό χορού που οργανώνει το συνοικιακό club. Όμως ο Tony ερωτεύεται την προσωπικότητα και τις χορευτικές φιγούρες της Stephanie. Μαζί μπλέκουν σε μια επεισοδιακή ιστορία γεμάτη από έρωτα, θάνατο, αλητείες, νουάρ στοιχεία και κυρίως πολύ χορό. Η ζωή μπορεί να γίνει αφόρητη στο σκοτάδι που σκεπάζει το Brooklyn αλλά και γλυκιά όπως το χρωματιστό ξημέρωμα. Με φόντο το underground περιβάλλον της disco, η ιστορία κυλάει σαν νερό και ο uptempo ρυθμός της λόγω της αγωνίας και της έντασης είναι τόσο θελκτικός όσο ένα κλασικό disco hit.

Fame

Το 1980, ο Alan Parker ανέλαβε να αποτυπώσει στην οθόνη την εργατικότητα και τον μόχθο των νέων παιδιών που θέλουν να ακολουθήσουν τον δρόμο των καλών τεχνών στη Νέα Υόρκη. Η ιστορία αφορά μια ομάδα σπουδαστών κατά τη διάρκεια των 4 ετών φοίτησης σε μια σχολή καλών τεχνών της μητρόπολης. Η πλοκή ξεκινάει από την πρώτη στιγμή που καταφτάνουν στις οντισιόν για να ακολουθήσει τους αγώνες και τις θυσίες του καθενός  ώστε να αναρριχηθεί στον βωμό των ονείρων και των φιλοδοξιών. Ο καθένας έρχεται αντιμέτωπος με τον δικό του Γολγοθά. Άλλος αντιμετωπίζεται ως προοδευτικός πέραν του δέοντος από έναν συντηρητικό καθηγητή, άλλος διακατέχεται από μια πελώρια συστολή ώστε να κρύψει τον ομοφυλοφιλικό του προσανατολισμό, άλλη προέρχεται από ένα περιβάλλον όπου έχει υποστεί πολύ ρατσισμό λόγω εβραϊκής καταγωγής κτλ. Στην αυγή όμως των επίδοξων κινήτρων τους, όλοι έχουν κάτι κοινό, την αγάπη για τη μουσική και τον χορό. Η κίνηση είναι το κλειδί για την επιτυχία. Όχι μόνο η κίνηση μέσω του χορού αλλά και η δράση της ζωής, η διάθεση να μη σταματάς ποτέ, ακόμα και αν έρθουν δεκάδες δυσκολίες. Και φυσικά, όταν οι ενέργειες έρχονται στην απόλυτη αρμονία, τότε είναι λες και ο χρόνος σταματά! Τελικά τι έχει περισσότερη σημασία, η δόξα, η αίσθηση των ονείρων ή η επίτευξη των ονείρων; Αξέχαστο παραμείνει το ομώνυμο hit, για το οποίο η Irene Cara – που είναι και πρωταγωνίστρια της ταινίας, μαζί με τον Eddie Barth και τον Lee Curreri – κέρδισε Όσκαρ καλύτερου τραγουδιού. Επίσης, η ταινία κέρδισε το Όσκαρ πρωτότυπης μουσικής. Αξίζει να σημειωθεί η συμπτωματική – ή όχι και τόσο – παρουσία του Barry Miller τόσο εδώ όσο και στην προηγούμενη ταινία, σε δύο δηλαδή πασίγνωστες ταινίες από τη χρυσή εποχή της disco.

Flashdance

Ο κόσμος είναι πολύ μικρός για την Alex, την οποία υποδύεται η Jennifer Beals. Στο χορευτικό δράμα του Adrian Lyne που έσπασε ρεκόρ εισιτηρίων το 1983, παρά την αρνητική υποδοχή από τους κριτικούς, τα όνειρα είναι πολύ μεγάλα για να χαλιναγωγηθούν. Η Alex είναι δουλεύει ως εργάτρια σε εργοστάσιο αλλά κατά βάθος θέλει να γίνει μπαλαρίνα και τα βράδια μεταμορφώνεται σε αυτό που θέλει πραγματικά να μεταμορφωθεί, καθώς χορεύει σε ένα μικρό συνοικιακό μπαρ. Ο σκύλος της και οι μελωδίες της καρδιές είναι αυτές που την κάνουν να μην τα παρατάει παρά τις δύσκολες συνθήκες, στις οποίες αναπόφευκτα βρίσκεται εγκλωβισμένη, μέσα στις οποίες συγκαταλέγεται και η έλλειψη οικογένειας. Οικογένεια για εκείνη αποτελούν κάποιοι συνάδελφοι και φίλοι στο μαγαζί όπου εργάζεται, με τους οποίους μοιράζονται τα ίδια μεγαλεπήβολα σχέδια. Ο δεκαοκτάχρονος εαυτός της όμως, γεμάτος από ορμή και ζήλο, θέλει να δραπετεύσει από την ασφυξία σπάζοντας τα δεσμά με πιρουέτες και τούμπες στον αέρα. Για αυτό και δεν τα παρατάει. Προσπαθεί διαρκώς να κάνει το καλύτερο δυνατό για να καταστήσει το όνειρό της ως μόνιμη πραγματικότητα αλλά μια σειρά αποτυχιών είτε γραφειοκρατικού είτε τυχαίου χαρακτήρα τη φέρνουν αντιμέτωπη με αποφάσεις που θα έχουν σοβαρό αντίκτυπο στην ψυχολογία της. Μέσα σε αυτά συμπεριλαμβάνεται φυσικά και μια ερωτική ιστορία. Η ζωή είναι για εκείνη μια χορευτική πίστα. Άλλοτε πέφτει και σηκώνεται, άλλοτε τα παρατάει για λίγο, όμως πάντα έχει τη διάθεση να στροβιλιστεί αποτινάζοντας από πάνω της όλα τα βάρη και αναζητά την αυτοπραγμάτωση. H ταινία υπήρξε σημαντική επιρροή για αυτές που θα ακολουθούσαν στην πορεία ενώ ο Giorgio Moroder προσέφερε το μαγικό του άγγιγμα στο κλασικό πια soundtrack, με αγαπημένες στιγμές το “Maniac” του Michael Sembello αλλά και το “What a Feeling” της Irene Cara (ξανά), που απέσπασε το Όσκαρ καλύτερου τραγουδιού.

Staying Alive

Η αλήθεια είναι πως μετά το Grease υπήρξε μια περίοδος που ο John Travolta δεν έτυχες ιδιαίτερης επιτυχίας και αναγνώρισης μέχρι να εμφανιστεί περίπου μέσα της δεκαετίας του ’90 στο Pulp Fiction του Quentin Tarrantino. Στις δουλειές αυτές που δεν τον έκαναν να λάμπει όπως παλιότερα στο ευρύ κοινό, συμπεριλαμβάνεται και η συνέχεια του παλιού Saturday Night Fever. Πρόκειται για το Staying Alive σε σκηνοθεσία Sylvester Stallone (ναι!) το 1983. Το φιλμ είναι σίγουρα ένα sequel αλλά αποτελεί μια αυτοτελή ιστορία με μόνο κοινό τον βασικό πρωταγωνιστή και μια σκηνή που ο ωριμότερος πια Tony Manero περνά από τα παλιά του λημέρια. Αυτήν τη φορά, η αγάπη του για τον χορό τον έχει οδηγήσει στους δρόμους του Manhattan με σκοπό να γίνει δεκτός σε κάποια οντισιόν και να ακολουθήσει την πολυπόθητη καριέρα που θέλει για χρόνια και παράλληλα κάνοντας μια υγιεινή ζωή μακριά από τις κραιπάλες του παρελθόντος και το αλόγιστο clubbing. Το κίνητρο αυτό τον κρατά ζωντανό σε έναν χώρο όπου οι απορρίψεις διαδέχονται η μία την άλλη. Με την Jackie (Cynthia Rhodes) έχουν μια περίεργη σχέση – ούτε ερωτική ούτε φιλική – ενώ και εκείνη ψάχνει τον εαυτό της ανάμεσα σε μουσική και χορό. Όλα παίρνουν όμως μια άλλην τροπή όταν γνωρίζει τη Laura (Finola Hughes). Αυτή η συνάντηση τον αλλάζει κεραυνοβόλα και τον κάνει να παραστρατεί από τους αρχικούς στόχους αυτής της αλλαγής στη ζωή του. Αν και καταφέρνει να βρει μια θέση σε μια αξιόλογη παραγωγή του Broadway, η ηρεμία είναι κάτι μακρινό για εκείνον. Έτσι, όταν όλα πάνε στραβά, βρίσκεται παρηγοριά στο παλιό του καταφύγιο, τη γέφυρα του Brooklyn, κοντά στην οποία μεγάλωσε και πήγαινε με την παλιά του παρέα από το Saturday Night Fever. Η ταινία συνοδεύεται από το ανάλογο ηχόχρωμα της εποχής στο soundtrack της, με disco και soft / rock vibes, το οποίο έχει αναλάβει σε σημεία ο Frank Stallone – αδερφός του Sylvester φυσικά – δημιουργώντας κάποια όμορφα τραγούδια όπως το εκρηκτικό "Far From Over" και το γλυκό "Never Gonna Give You Up", σε ντουέτο με τη Cynthia.

Footloose

Το 1984 o Kevin Bacon προχώρησε μια αξέχαστη ερμηνεία που αποτελεί μία από τις εμβληματικότερες της δεκαετίας του ’80. Το έργο σκηνοθετήθηκε από τον Herbert Ross. Είναι μια ιστορία βασισμένη σε αληθινά γεγονότα που έλαβαν χώρα στο Elmore της Oklahoma όπου για σχεδόν έναν αιώνα ίσχυε ένας νόμος που απαγόρευε τον χορό σε δημόσια σημεία. Ο νόμος άλλαξε το 1979, όταν και οι μαθητές ενός λυκείου θέλησαν να διοργανώσουν τον χορό αποφοίτησής τους. Έτσι και στην ταινία, ο Ren (Bacon) μετακομίζει με τη μητέρα του από το Chicago σε μια κωμόπολη που μένουν κάποιοι συγγενείς και ο χορός και η μουσική είναι ανύπαρκτα στοιχεία στη δημόσια ζωή του τόπου. Ο Ren θα γίνει ο κινητήριος μοχλός που με πυγμή και πάθος για ζωή συμπαρασύρει τους συμμαθητές του να ξεσηκωθούν κατά αυτού του νόμου, που πάρθηκε από το δημοτικό συμβούλιο εξαιτίας ενός τροχαίου δυστυχήματος που κόστισε τη ζωή στον γιο του τοπικού ο ιερέας έπειτα από ένα ξενύχτι με αλκοόλ και χορό. Η μετατόπιση γίνεται σταδιακά, όταν ο Ren θα παροτρύνει την παρέα του να τον ακολουθήσουν σε ένα πάρτι σε κοντινή περιοχή. Με αυτόν τον τρόπο, ο παλμός και η ζωντάνια της πόλης γίνονται ξανά αισθητά στοιχεία της κοινότητας. Μπορεί τα μηνύματα να ντύνονται με «ελαφρύ» περιτύλιγμα αλλά είναι ένας περίτεχνος τρόπος για να εκφραστούν οι κοινωνικές και αντι-δογματικές δηλώσεις που πραγματοποιούν οι νέοι του φιλμ με όχημα την τέχνη. Ωστόσο, καμία αλλαγή δε συντελείται χωρίς ξεβόλεμα και θυσία, για αυτό και ο Ren είναι αποφασισμένος να μεταλαμπαδεύσει τις αξίες του στους συντοπίτες του παρά το κόστος και το βάρος που έχει να κουβαλήσει στους ώμους του. Παρ΄όλα αυτά, εκτός από την εσωτερική του δύναμη, έχει στο πλευρό του και την Ariel (Lori Singer) και μαζί είναι έτοιμοι για όλα! Αξιομνημόνευτο και εδώ το sountrack της ταινίας με ορόσημο το ομώνυμο κομμάτι από τον Kenny Loggins.

Dirty Dancing

Στα '80s δημιουργήθηκε μια συμπαγής σκηνή ρομαντικών / δραματικών ταινιών που το περιεχόμενό τους είχε να κάνει με την ανάδειξη μιας νέας pop κουλτούρας που αντιτάσσεται στα συντηρητικά πρότυπα της εποχής και καθοδηγείται από την απελευθερωτική δύναμη της μουσικής και του χορού. Μια ακόμη ταινία τέτοιου στυλ είναι και το Dirty Dancing από το 1987, με σκηνοθέτη τον Emile Ardolino και πρωταγωνιστές τον Patrick Swayze (Johnny) και την Jennifer Gray (Baby). Τα δρώμενα λαμβάνουν χώρα με την υπόκρουση το "I've Had) The Time of My Life" σε ερμηνεία των Bill Medley και Jennifer Warnes, που βραβεύτηκε ως το καλύτερο τραγούδι της χρονιάς στα Όσκαρ. Η 17χρονη Baby είναι έτοιμη να παραθερίσει με τους γονείς της σε ένα μέρος που πιστεύει ότι η βαρεμάρα και η μονοτονία δε θα αντέχονται. Από εκεί που δεν το περιμένει όμως, τα σκιρτήματα στην καρδιά της δείχνουν ότι ο έρωτας της για τον δάσκαλο χορού Johnny είναι δυνατά και την οδηγούν σε ένα ταξίδι που θα τη φέρει αντιμέτωπη με τις κοινωνικές νόρμες αλλά και τις επιθυμίες των γονιών της. Εκείνος αντιμετωπίζεται κακόφημα από τους γονείς της διότι η πρώην σύντροφος του κατέληξε να κάνει έκτρωση στο παιδί που περίμενε από εκείνον, γεγονός δυσάρεστο που συνέβη λόγω ιατρικού λάθος. Παρ’ όλα αυτά, η δύναμη του όχλου είναι μεγαλύτερη πολλές φορές από την αλήθεια και τα σχόλια για τον Johnny «δίνουν και παίρνουν». Εκτός αυτού, ο κόσμος είναι έτοιμος να τον κατηγορήσει και για άλλα ατοπήματα, με τα οποία δεν έχει καμία απολύτως σχέση. Η πρώην σύντροφός του δεν αποχωρεί μόνο από την προσωπική σχέση τους αλλά και από την επαγγελματική, καθώς ήταν η παρτενέρ του και έτοιμη να λάβει μέρος μαζί του σε μια χορευτική παράσταση. Τη θέση της είναι έτοιμη να πάρει η Baby και από τις δύο πλευρές. Το ερώτημα είναι κατά πόσο και οι δύο αντέχουν τα απανωτά εμπόδια και την πίεση του περίγυρου.

Shall We Dance

Το Shall We Dance (Peter Chelsom, 2004) είναι ένα ρομαντικό φιλμ που κυκλοφόρησε στις αίθουσες μετά πολλών προσδοκιών λόγω του πρωταγωνιστικού χολιγουντιανού τρίο (Richard Gere ως John, Jennifer Lopez ως Paulina και Susan Sarandon ως Beverly). Η υπόθεση αφορά τη ζωή του John, ο οποίος παρόλο που έχει μια χαρούμενη φαινομενικά οικογένεια με την Beverly και μια αξιοπρεπή επαγγελματική σταδιοδρομία ως δικηγόρος, αισθάνεται μέσα του ένα κενό και πολλή μοναξιά.  Ο γυρισμός του κάθε απόγευμα από τη δουλειά του στο σπίτι συνοδεύεται από πολλή μελαγχολία, η οποία σπάει όποτε κοιτάει σε μια τζαμαρία και βλέπει από πίσω το γοητευτικό βλέμμα μιας όμορφης κοπέλας που δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό του. Όταν ανακαλύπτει ότι πρόκειται για ιδιοκτήτρια σχολής χορού, αποφασίζει, κρυφά από την οικογένειά του, να γραφτεί και εκείνος στη σχολή με σκοπό να τη βλέπει συχνότερα. Παρά τη φιλική αύρα της σχέσης τους που συχνά φαίνεται μέχρι και πλατωνική, ο John ξαναβρίσκει τον εαυτό του όχι μόνο λόγω της Paulina αλλά και κυρίως στη νέα του απασχόληση με τον χορό. Η καθημερινότητα ξαφνικά μοιάζει πιο υποφερτή και ο χορός του προσφέρει εσωτερική γαλήνη και ξενοιασιά. Γνωρίζει νέους ανθρώπους και συνειδητοποιεί ότι η τέχνη μπορεί να ενώσει τον κόσμο. Οι σχέσεις που συνάπτει με τους παρευρισκόμενους έχουν ως βάση την ειλικρίνεια, τη χαρά και η αγάπη του για τον χορό όλο και μεγαλώνει. Μάλιστα, αποφασίζει να λάβει μέρος στον ετήσιο διαγωνισμό του Chicago. Όταν η Beverly, όμως, ανακαλύπτει το «ένοχο» μυστικό του συζύγου της, η ζήλεια και ο κλονισμός της εμπιστοσύνης φέρνουν και την ίδια σε δύσκολη θέση αλλά και τον ίδιο που αναγκαστικά τερματίζει τη νέα του χορευτική του συνήθεια. Ωστόσο, η χημεία του John με την Paulina έχει πάρει υπέρογκες διαστάσεις και εκείνη δεν μπορεί να ξεχάσει ότι το πάθος αυτού του μυστηριώδους παντρεμένου μεσήλικα αναζωπύρωσε μέσα της τη φλόγα για διακρίσεις και διαγωνισμούς. Η ιστορία ρέει μέσα σε μια υποβλητική ατμόσφαιρα που χαρακτηρίζεται από bossa nova / cabaret μελωδίες.

Take the Lead

Το Take the Lead είναι μια δραματική ταινία που διαδραματίζεται σε ένα σχολείο της Νέας Υόρκης όπου φοιτούν παιδιά με παραβατικές συμπεριφορές, παιδιά που έχουν μεγαλώσει μέσα στις αντιξοότητες  και η εκπαίδευση φαίνεται πολύ μικρή στα μάτια τους. Ο καθηγητής Pierre Dulaine που ενσαρκώνει ο Antonio Banderas, προσλαμβάνεται με σκοπό να εξευμενίσει το ατίθασο πνεύμα των παιδικών μέσω του ομαδικού πνεύματος και της αυτοπειθαρχίας του χορού. Τα νεαρά παιδιά όμως έχουν τους δικούς τους κανόνες και ξέρουν τι θα πει χορός αλλά από μια άλλη πλευρά, αυτή του hip hop, του rnb και του clubbing. Το βαλς, το τανγκό και το foxtrot είναι άγνωστες για εκείνα λέξεις και έτσι θέλουν να παραμείνουν. Πέρα από τη σχολική του εργασία, ο Pierre έχει και τη δική του σχολή χορού όπου πληθώρα χορευτών προετοιμάζονται σε ερασιτεχνικό αλλά κυρίως επαγγελματικό επίπεδο. Παρά τις επιτυχίες της σχολής και του ιδίου, κρύβει καλά την προσωπική του ζωή, γιατί έχει κάτι κοινό με τα παιδιά του σχολείου. Γνωρίζει και ο ίδιος το τίμημα της ζωής και ίσως το μεγαλύτερο, αυτό της απώλειας, αφού έχει χάσει τη γυναίκα του. Ωστόσο, όλα αλλάζουν όταν καταφέρνει να βρει τον τρόπο που ξεκλειδώνει τη διάθεση και την επιθυμία των παιδικών για τον χορό και μαζί καταφέρνουν σε έναν συγκερασμό παραδοσιακών και μοντέρνων στοιχείων, ενώνοντας δύο κόσμους που φαίνονται μακρινοί αλλά δεν είναι καθόλου. Μαζί, λοιπόν, προχωρούν σε μεγάλες αλλαγές παρακολουθώντας την έκπληξη στο πρόσωπο της διευθύντριας και του προσωπικού του σχολείου, αλλά κυρίως στα πρόσωπα όσων πρόκειται να απολαύσουν τις δεξιότητες των παιδιών από το σχολείο στον μεγάλο ετήσιο χορό της πόλης όπου λαμβάνουν μέρος και υποψήφιοι από τη σχολή χορού του Pierre. Η ταινία κυκλοφόρησε το 2006 σε σκηνοθεσία του Liz Friedlander.

Step Up

Οι κοινωνικές αντιθέσεις, ο δρόμος της βιοπάλης και ο τρόπος που οι θεσμοί έχουν αναποδογυρίσει τον κόσμο, είναι συχνά η ταυτότητα των ταινιών που σχετίζονται με τον χορό. Η πίστα γίνεται αρένα μάχης και οι ευκαιρίες μπορούν να χαθούν αλλά και να αξιοποιηθούν ανά πάσα στιγμή. Ο χορός είναι ένας αγώνας δρόμου με συνοδοιπόρο τη ζωογόνο ορμή της μουσικής. Έτσι γίνεται και στο Step up, την ανθολογία του Duane Adler, που το πρώτο μέρος της βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 2006. Το φιλμ αφορά την ταραχώδη ζωή του Tyler (Channing Tatum) που έπειτα από ένα ακόμη επεισόδιο βανδαλισμού με την παρέα του, αναγκάζεται να ολοκληρώσει 200 ώρες κοινωφελούς εργασίας σε διάσημη σχολή καλών τεχνών της περιοχής. Αυτό θα του αλλάξει τη ζωή μια για πάντα. Εκτός από την αγάπη του για τον χορό και τη μουσική που είναι προφανής από τη hip hop του κουλτούρα και από το ασταμάτητο clubbing, γνωρίζει τη Nora (Jenna Dewan) - η οποία είχε σημαντικό ρόλο και στο Take the Lead - μια μπαλαρίνα που φοιτά στο σχολείο και ανάμεσα τους αναπτύσσεται κάτι έντονο και δημιουργικό. Αυτός εκπλήσσεται από την αφοπλιστική της γλυκύτητα και εκείνη από τις κομψές του χορευτικές ικανότητες, το ακέραιο του χαρακτήρα του και προσπαθεί να τον ενσωματώσει στην ομάδα χορού, πάρα τις αρχικές της ενστάσεις λόγω του ατίθασου χαρακτήρα του. Ο χορός, γίνεται, λοιπόν, για ακόμη μια φορά, ένα στοίχημα που είναι έτοιμο να γκρεμίσει προκαταλήψεις, στερεότυπα και να δημιουργήσει νέες σχέσεις και κανόνες, με τη βοήθεια ένας αισθαντικού και σέξυ soundtrack.

Black Swan

Ένας μεγάλος θίασος μπαλέτου ης Νέας Υόρκης ψάχνει να βρει τα επόμενο νέα αστέρια που θα πρωταγωνιστήσουν στην πολυαναμενόμενο παραγωγή της λίμνης των κύκλων. Η επιλογή θα γίνει πολύ αυστηρά γιατί η τοποθέτηση του λευκού και του μαύρου κύκνου πάνω στη σκηνή πρέπει να προκαλέσουν την εκθαμβωτική μαγεία του θεάτρου στους θεατές. Η Nina (Natalie Portman) θέλει να πάρει τον ρόλο για να ξεφύγει από την ανία της καθημερινότητας της. Ζει με τη χειριστική μητέρα της, η οποία παράτησε πριν από χρόνια  το δικό της όνειρο να γίνει χορεύτρια και τα συμπλέγματα είναι πολλά. Όμως ακόμα δεν έχει δει τίποτα. Ο εύθραυστος και ιδιαίτερος χαρακτήρας της συνταράσσεται πολλές φορές στην προσπάθεια ένταξης της στον συγκεκριμένο θίασο τόσο από τις σεξουαλικές ορμές του σκηνοθέτη Thomas (Vincent Cassel) όσο και από την ανταγωνίστρια της Lily (Mila Kunis) που και εκείνη προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τη σεξουαλικότητα για να επιβληθεί στη Nina. Όλη αυτή η χειριστικότητα που είναι εμφανώς αβάσταχτη και δύσκολα διαχειρίσιμη, οδηγεί τη Nina στον ψυχικό της τραυματισμό και τις παραισθήσεις μέσα από ένα σαμποτάζ μαεστρικά σχεδιασμένο από τη Lily. Πότε όμως σταματάει η πραγματικότητα και αρχίζει η φαντασία; Πότε η παράσταση του θεάτρου εναρμονίζεται με την παράσταση της ζωής και τελικά τι είναι θεμιτό και τι όχι όταν ψάχνεις τον εαυτό σου και δεν τον βρίσκεις πουθενά; Η καθηλωτική ερμηνεία της Portoman που δημιουργεί τη σκοτεινή αύρα μιας αδυσώπητης μαυρίλας και την έστειλε στο βάραθρο αποσπώντας το Όσκαρ καλύτερου α γυναικείου ρόλου, ακροβατεί ανάμεσα στα δίπολα που πραγματεύεται η ταινία, με βασικό ενδεχομένως αυτό της ζωής και του θανάτου, όχι μόνο σε βιοτικό και ψυχολογικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο γκρεμίσματος των προσδοκιών ονείρων και στόχων από εξωγενείς αλλά και ενδογενείς παράγοντες.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured