Το παρακάτω κείμενο περιέχει ελαφριά spoilers γύρω από την πλοκή της ταινίας του Darren Aronofksy, Φάλαινα.

 

«Ο Darren Aronofsky είναι το ειδεχθέστερο μίασμα του σύγχρονου κινηματογράφου» 

Έτσι έγραφε ένα post που είχε γίνει κάποτε σε γνωστό σινεφιλικό (;) facebook group προ τριετίας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ο δημιουργός αυτής της, αν μη τι άλλο, εμπρηστικής ανάρτησης είχε προβεί με ψυχαναγκαστική αφοσίωση σε διευκρινιστικό σχόλιο ακριβώς από κάτω, όπου και εξηγούσε σε διόλου ευτελές «σεντονάκι», δια ταινία-προς-ταινία ανάλυσης, το γιατί η φιλμογραφία του Μπρουκλινέζου auteur αποτελεί ένα πραγματικό κόσμημα στους κινηματογραφικούς κύκλους της τελευταίας εικοσαετίας (και όχι μόνο). Και αν το εν λόγω post  ήταν ολίγον τι αμφιλεγόμενο (σε άμεση συνάρτηση με τη φύση του ίδιου του έργου το οποίο εν τέλει αποθέωνε), μάλλον αποδείκνυε για ακόμη μία φορά, έστω και ελλείψει οποιουδήποτε ακαδημαϊκού ερείσματος, το ατυχώς βραχύ attention span του εκάστοτε χρήστη των social media, καθώς και μια πλέον εγγενή ροπή προς τον διαδικτυακό κανιβαλισμό με την παραμικρή αφορμή – ελάχιστοι μπήκαν στον κόπο να ρίξουν έστω μια διαγώνια ματιά στο προαναφερθέν σχόλιο και να αντιληφθούν έναν κάποιο εμπαιγμό στο όλο «εγχείρημα». Φευ.

Αυτό που είχα συγκρατήσει τότε ήταν η σχετικά χλιαρή αποτίμηση του Νώε, παμψηφεί η «χειρότερη» ταινία ενός δημιουργού που δυσκολεύεται να κατασκευάσει κάτι κάτω του μετρίου – ή, ακριβέστερα, που έχει θέσει ως απόλυτη βάση το «απλά καλό». Τότε δεν είχε κυκλοφορήσει η Φάλαινα, προφανώς. Αν και το να περιχαρακώσεις σε μία μόνο φράση ένα έργο τέχνης για το οποίο οι δημιουργοί του έφτυσαν αίμα (έως και κυριολεκτικά) για να το σερβίρουν στους λέοντες της millennial βιαστικής υπερκατανάλωσης ερεθισμάτων αποτελεί, το λιγότερο, ηθικό ατόπημα, ένα disclaimer για το τι θα διαβαστεί παρακάτω δεν μπορεί να βλάψει, δεδομένου του ότι θα επεξηγηθεί πλήρως. Τουτέστιν, η «Φάλαινα» αποτελεί τη «δεύτερη χειρότερη» ταινία του Aronofsky.

Η όποια απορία του «γιατί να ξοδέψει τουλάχιστον δύο χρόνια από τη ζωή του για να κάνει ένα απλό δράμα δωματίου;» καταρρίπτεται εύκολα από τον συναισθηματικό αντίκτυπο που είχε το βίωμα του mother! πάνω του (και πάνω μας, βεβαίως βεβαίως). Γιατί δεν μιλάμε για μια απλή ταινία, μιλάμε για βίωμα. Ένα project το οποίο το είχε γράψει εν μέσω πυρετώδους φρενίτιδας εντός πενθημέρου, αφού είχε παρατήσει την «παιδική ταινία» που ετοίμαζε μετά το «Νώε» (θου Κύριε!). Ο άνθρωπος χώρισε με την τότε σύντροφό του (και, όχι και τόσο συμπωματικά, πρωταγωνίστρια του εν λόγω) επειδή δεν μπορούσε να το βγάλει από το μυαλό του, χρειάζεται περαιτέρω επεξήγηση για το burnout που βίωσε;    

Δεδομένου του off-Broadway θεατρικού πάνω στο οποίο βασίστηκε, ετούτο το γιγάντιο θαλάσσιο θηλαστικό έπαιζε στο κεφάλι του εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία, μέχρι που αποφάσισε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή να γυρίσει κάτι «εύκολο» (;) – ή, αν μη τι άλλο, ευκολότερο από ένα Fountain ή ένα Requiem. Ο δε πρωταγωνιστής Brendan Fraser, προσελήφθη ευθύς αμέσως, έχοντας ως εχέγγυο όχι το franchise της Μούμιας, το Γκαφατζή της Ζούγκλας ή το Looney Tunes: Επιστροφή στη Δράση, αλλά το τρέιλερ (!) από μια εκ των δυσδιάκριτων κινηματογραφικών συμμετοχών του, ούτως ώστε να υποδυθεί τον Τσάρλι, έναν γκέι μεσήλικα καθηγητή φιλολογίας ο οποίος οδηγήθηκε στην παχυσαρκία λόγω σοβαρότατου προσωπικού τραύματος. Εντούτοις, εάν κάνουμε πέρα όλο το δημόσιο διάλογο περί χονδροφοβίας, ή ακόμα και του ότι τα prosthetics που του φόρεσαν φαντάζουν γκροτέσκα στο βαθμό της αποκοπής με το ρεαλισμό, η ερμηνεία του είναι τόσο καλή που μπορεί να ταιριάξει με όποια αποκωδικοποίηση (από τις δύο βασικές που μπορώ να σκεφτώ τώρα) προσδώσει ο εκάστοτε θεατής.

Ακούστηκε πάρα πολύ ο «συναισθηματικός εκβιασμός» και το «άκρατο μελόδραμα» που μας «επιβάλλει» τούτο εδώ το έργο. Παραδόξως, το άνωθεν επιχείρημα λειτουργεί ωραιότατα σαν τροφή σε μια κουβέντα πάνω στο συγκεκριμένο πόνημα, όπου κονταροχτυπιούνται οι εξής δύο απόψεις: από τη μία – σαν ταυτοσημία στην οπτική του πρωταγωνιστή – η ταινία είναι μια σπουδή στην καλοσύνη, όπου όλοι οι χαρακτήρες, αν και βαθύτατα ελλαττωματικοί (άνθρωποι, γαρ) δεν έχουν ίχνος κακίας, κατά βάθος: ο καθένας κουβαλάει το δικό του σταυρό (#διπλής), ως εκ τούτου προσπαθούν διαρκώς να συμβιβάσουν την έμφυτη καλοσύνη τους με τη ενστικτώδη σωτηρία της δισκοκήλης τους. Η άλλη οπτική υπερθεματίζει τον κυνισμό και το ευαγγέλιο (πάλι #διπλής) του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» ως τη μοναδική αλήθεια στον κόσμο που ζούμε, θέτοντας στο επίκεντρο έναν πρωταγωνιστή ανίκανο να αισθανθεί κακία για τον οποιονδήποτε (ή αντίστοιχα να διακρίνει κακία σε έτερες προθέσεις) ενώ τον έχει περιβάλλει με δευτεραγωνιστές που είτε τον κατακρίνουν ή τον εκμεταλλεύονται – μοναδική γκρίζα ζώνη η παρουσία της φίλης του (ερμηνευμένη από την εξαιρετικά ήρεμη δύναμη που ακούει στο όνομα Hong Chau) που έχει αναλάβει τη φροντίδα του σε μια μάταια απόπειρα να επεκταθεί το νήμα της ζωής του – ένας χαρακτήρας που ενώ τα κίνητρα του φαίνονται ξεκάθαρα στην αρχή, θολώνονται με μυστήριο τρόπο τη στιγμή που μπαίνει στην εξίσωση ο νεκρός αδελφός της και πρώην σύντροφος του πρωταγωνιστή.

Αλήθεια, ποιος πίστεψε έστω και λίγο ότι η κόρη του «κάρφωσε» τον χασικλή ιεραπόστολο στους γονείς του γιατί «ήθελε να τον σώσει»; Ποιος «έχαψε» την εκατέρωθεν θέληση για (έστω και εφήμερη) επανένωση μεταξύ του Τσάρλι και της πρώην συζύγου του, αν δεν υπήρχε η υποχρέωση του παιδιού; Και τι αποκόμισε ο Τσάρλι όταν, σε μια κρίση ηθικής εκτόνωσης, προτρέπει τους φοιτητές του να «γαμήσουν» τις οδηγίες του μαθήματος και απλά να γράψουν κάτι που πραγματικά τους εκφράζει; Όταν άνοιξε επιτέλους την κάμερα στο κοινό zoom session (καθώς ντρεπόταν εμφανώς για το σώμα του) οι περισσότεροι ένιωσαν άβολα και τον έβγαλαν φωτογραφία. Και αν αυτή ήταν η τελευταία του απόπειρα να κάνει κάτι καλό στον κόσμο; Είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι, ακόμα και αν κάποιοι μαθητές όντως του έστειλαν κάτι αυθόρμητο και ειλικρινές, η συνέχεια δίχως αυτόν σαν ινστρούχτορα (προφανώς τον απέλυσε το κολλέγιο στο οποίο δούλευε μετά από αυτή την προτροπή) θα συμβαδίσει με τις επιταγές της κοινωνίας και με την αναγκαιότητα του να αγκαλιάσει κανείς τον καθωσπρεπισμό και τις οδηγίες στο δρόμο που θα οδηγήσει στο χαρτί του πτυχίου. Και κατ’ επέκτασιν, σε όλη την πορεία στην (επαγγελματική) ζωή.

Αν και ο χρόνος είναι ο καλύτερος κριτής, δύσκολα η Φάλαινα θα αναδειχθεί σε κάτι παραπάνω από ένα απλώς συμπαθές (εικαστικά, έστω) δράμα δωματίου και ως η μάλλον «λιγότερο Aronofsky ταινία» του. Δεν αποτελεί έκπληξη η αισθητική συγγένεια ελέω γενικότερου μινιμαλισμού και «προσγείωσης» με τον προ δεκαπενταετίας Παλαιστή (η σημειολογία των comebacks που προσέφεραν αμφότερες ταινίες στον εκάστοτε πρωταγωνιστή τους ισχυρότατη, τότε ο Mickey Rourke) – ακόμα και εκείνη η ταινία, κάνοντας ένα reboot στην αισθητική της κινηματογράφησης του με την αυθόρμητη, χειροκίνητη κάμερα έναντι του πρότερου φορμαλισμού των κλινικά μελετημένων κάδρων, δούλεψε κάπως καλύτερα με το street style της αλλά και την αποφυγή του ευδιάκριτου ψυχοδράματος. Η (προβληματική) «χριστιανοσύνη» της Φάλαινας», εδραιώνοντας περαιτέρω την εμμονή του με τις βιβλικές αναφορές/φιλοσοφίες, προσέφερε μια κινηματογραφική απόδοση πολύ λιγότερο βαρετή απ’ όσο θα φοβόταν κανείς, όμως ένα αμφιλεγόμενο και αρκετά απότομο τελευταίο frame/λύτρωση στο φινάλε αποτελεί εξαιρετική αφορμή να αναρωτηθεί κάποιος εάν όλο αυτό το εγχείρημα στόχευε σε συγκεκριμένο μέρος εξαρχής. Ή αν ο δυϊσμός της φύσης του ήταν το απόλυτα θεμιτό (κατά τους συντελεστές) και ως εκ τούτου αναμενόμενο «μήλον της έριδος».

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured