Τελευταίο βράδυ αυτό της Κυριακής για τις τελετουργίες του Fraternity Of Sound, με ένα εξαιρετικό line-up, το οποίο δυστυχώς δεν μάζεψε τον κόσμο που ίσως θα περίμενε κανείς (όχι σημαντικά περισσότερος από τις προηγούμενες μέρες και σίγουρα όχι αρκετός για το εκτόπισμα ενός Thurston Moore).

Πάντως ήταν ένα βράδυ όπου, επί των πλείστων (εξαιρώντας ίσως τον Moore), η μουσική έπαιζε θαυμάσια με τις διάφορες αποχρώσεις του μαύρου και με τα φαντάσματα που κουβαλούσε (κι εδώ σίγουρα ο Moore δεν βγαίνει στην απ’ έξω), δηλαδή με ό,τι «δεν είναι πια» ή ό,τι «δεν είναι ακόμα», σύμφωνα με το σχήμα με το οποίο ερμηνεύει τη φαντασματολογία (hauntology) του Derrida ο Mark Fisher στο σπουδαίο του βιβλίο The Ghosts of my Life.

63nnFrs_2.jpg

63nnFrs_3.jpg

Για την αρχή, πάντως, το φάντασμα ήμουν εγώ, καθώς ανωτέρα βία δεν μου επέτρεψε να δω τους Afformance, τους οποίους ήθελα να ακούσω στα νέα τους κομμάτια (θα δοθεί όμως ευκαιρία στο κοντινό μέλλον, αφού η εγχώρια μπάντα παίζει μέσα στον Νοέμβριο στο Six d.o.g.s.).

63nnFrs_4.jpg

Όσο για τον Drew McDowall (μέρος του μύθου των Coil και των Psychic TV), η μουσική του μπορεί άνετα να χωρέσει στο παραπάνω σχήμα του Fisher, ιδίως στο σκέλος που «δεν είναι πια». Αν για παράδειγμα αντιληφθούμε τον ήχο στη στιγμή της εκφοράς του ως μια παρουσία και τον απόηχο ως μια απουσία –ως μια είδους ανάμνηση του ήχου από τον οποίον προήλθε– τότε η έμφαση την οποία έδινε ο McDowall στην αντήχηση και στην εξασθένιση (decay) των συχνοτήτων που χρησιμοποιούσε, ήταν ακριβώς η προώθηση των φαντασμάτων στο προσκήνιο· εκείνης δηλαδή της απουσίας που παρόλα αυτά είναι τόσο παρούσα, ώστε να δρα καταλυτικά και να διαμορφώνει το (μουσικό) πεδίο της δράσης.

63nnFrs_5.jpg

Οι χροιές των ήχων ήταν εξαιρετικές στο να αποδίδουν αυτή τη φασματική διάσταση της μουσικής, ενώ η συναρμογή των συνθέσεων και η αρχιτεκτονική τους διευθέτηση προσέθεταν το χαρακτηριστικό του φευγαλέου: σαν ό,τι ακούγαμε να συνέβαινε στην πραγματικότητα κάπου αλλού ή να αφορούσε κάτι που έχει ήδη παρέλθει. Με μία έννοια, η μουσική του McDowall θα μπορούσε να είναι λοιπόν το σάουντρακ μιας υλοποιημένης δυστοπίας, μιας εποχής που ζει στα ερείπια της προηγουμένης. Ήταν χαρακτηριστικό ένα πέρασμα από το προπέρσινο Collapse, όπου σαν να προσθέτονταν διαρκώς ηχητικά στρώματα, μόνο και μόνο για να τα ακούσουμε να καταρρέουν το ένα πάνω ή μέσα στο άλλο.

Όπως συνέβη λοιπόν και στην εμφάνισή του πέρσι στην Death Disco, έτσι και σε αυτήν στο Fuzz, ο Drew McDowall υπήρξε καθηλωτικός για όσους και όσες από το ακροατήριο έδωσαν τη δέουσα σημασία.

63nnFrs_6.jpg

Η συνέχεια άνηκε στους Zonal, δηλαδή στη συνεργασία του Kevin Martin (aka The Bug) με τον Justin Broadrick των Godflesh. Ακριβέστερα στη δεύτερη εκδοχή της συνεργασίας τους, μετά τον underground hip hop δυναμίτη των Techno Animal την περίοδο 1991/2004. Και ενώ δεν είχα υπόψη μου εκείνο το άλμπουμ που είχαν κυκλοφορήσει ως Zonal το 2000, δεν άργησα να μπω στο νόημα. Η εισαγωγή του set, με ένα εκκωφαντικό σύννεφο συχνοτήτων, σ’ έπαιρνε απ’ τα μούτρα και, εφόσον εξασφάλιζε την αμέριστη προσοχή σου, τα υπόλοιπα ήταν παιχνιδάκι.

63nnFrs_7.jpg

Και οι δύο είναι πλέον αρκετά παλιές καραβάνες για να ξέρουν πολύ καλά πώς να σερβίρουν τις σπεσιαλιτέ τους κι επιπλέον παραμένουν αρκετά ανήσυχοι για να μην παραδοθούν (τουλάχιστον όχι αμαχητί) στις αναπαραστάσεις του εαυτού τους. Τα beats του Martin, υγρά, σκονισμένα και βαριά, όπως σε κάθε καθωσπρέπει υπόγειο, έβαζαν στο προσκήνιο την αλήτικη πλευρά του hip hop και δονούσαν τις χαμηλές συχνότητες (μαζί και όλες τις επιφάνειες του Fuzz, οι οποίες γενικώς θα πρέπει να δεινοπάθησαν όλο το βράδυ), ενώ η αιχμηρή noise αισθητική του Broadrick περιποιούνταν καταλλήλως τις μεσαίες και ψηλές, θερίζοντας ό,τι έμενε αθέριστο από τις δονήσεις του συντρόφου του. Κι όλα τούτα σε ένα διαρκές ηχητικό νέφος (και όχι μόνο ηχητικό, καθώς οι καπνοί και οι προσεγμένοι φωτισμοί έπαιζαν το δικό τους ρόλο στη διαμόρφωση της ατμόσφαιρας όλο το βράδυ), το οποίο μπορούσε να βγάλει τη συναισθηματική του ένταση όχι μόνο σε καθεστώς ολομέτωπης επίθεσης, αλλά και σε σχετικά πιο άδειες ηχητικές κατασκευές. Ενδεικτική μια στάση σε drones που θα μπορούσαν να έχουν ξεπηδήσει από το λεξιλόγιο των Sunn O))).

63nnFrs_8.jpg

Εξαιρετική ήταν όμως και η συνεργασία των δύο, με αυτήν την κατανομή του συχνοτικού χώρου να βοηθάει αρκετά (χωρίς να σημαίνει βέβαια ότι ήταν σταθερή και τελεσίδικη) στο να γίνουν φανεροί οι (ισότιμοι) όροι του διαλόγου μεταξύ τους. Ένα σχεδόν ωριαίο set, το οποίο τίμησε τη φήμη των Martin & Broadrick ξεχωριστά, αλλά και ως ντούο.

63nnFrs_9.jpg

Σειρά είχε κατόπιν ο Thurston Moore και παρόλο που ίσως θα ήταν πιο ταιριαστές στην περίσταση οι αυτοσχεδιαστικές και noise προσεγγίσεις του (όπως π.χ. τις ακούμε σ’ εκείνο το Cuts Οf Guilt, Cuts Deeper του 2013 που είχε κυκλοφορήσει το υπεργκρουπ των Merzbow/Mats Gustafsson/Balasz Pandi/Thruston Moore), η τραγουδιστική του πλευρά έχει κι αυτή το ενδιαφέρον της και σε καμία περίπτωση δεν ακούστηκε ως παραφωνία σε σχέση με ό,τι προηγήθηκε ή ακολούθησε.

63nnFrs_10.jpg

Κι εδώ ένα κάποιο φάντασμα είχε την τιμητική του, καθώς με το συγκεκριμένο γκρουπ ο Moore φαίνεται να συνεχίζει τη ροή που είχε πάρει η γραφή του στην ύστερη περίοδο των Sonic Youth. Το φάντασμα αυτού του πολύ σπουδαίου παρελθόντος συνεχίζει βέβαια να δρα και στο παρόν, όχι ντε και καλά για να του καθίσει στον σβέρκο, αλλά για να δώσει στα πράγματα μια κατεύθυνση και έναν βαθμό οικειότητας –έχει κι αυτός τη σημασία του. Είναι μία από τις πιθανότητες που μπορεί να ενεργοποιήσει.

63nnFrs_11.jpg

Υπό μία έννοια, εκεί δοκιμάζεται το συγκεκριμένο πρότζεκτ του Moore: στις ισορροπίες που βρίσκει μεταξύ οικειότητας και ανοικειότητας, μεταξύ δομής και αποδόμησης ή πιο απλά μεταξύ των δύο πτυχών της τωρινής παρουσίας του στα πράγματα –της μελωδικής και των πιο στρωτών συνθέσεων, και της πιο ελευθεριάζουσας και ανήσυχης. Η αποτύπωση αυτών των ισορροπιών στο λάιβ υπήρξε εξαιρετική, με τους ωραίους μελωδισμούς και τους ρέοντες ρυθμούς να διακόπτουν ευχαρίστως την ευθεία εξέλιξή τους για να φιλοξενήσουν παρεμβάσεις, οι οποίες, αφού δημιουργούσαν το δικό τους οικοσύστημα, θα οδηγούσαν και πάλι στην ευθεία από όπου είχαν προέλθει.

63nnFrs_12.jpg

Και οι δύο πτυχές είχαν τη βαρύτητά τους: η μία προσέφερε ένα συναισθηματικό επίκεντρο, η άλλη ένα πιο ρευστό και περιπετειώδες περιβάλλον. Και σίγουρα μεγάλο ρόλο στην επιτυχία του λάιβ έπαιξαν και οι συνοδοιπόροι του Moore, ιδίως η rhythm section που έστησαν ο παλιόφιλος από τους Sonic Youth Steve Shelley στα ντραμς με τη Debbie Googe των My Bloody Valentine στο μπάσο, στιβαροί όταν έπρεπε να κρατήσουν τα μπόσικα για τους ακροβατισμούς των κιθαρών και αρκετά ευρηματικοί όταν έπαιρναν πρωτοβουλίες. Από κοντά και ο James Sewards στην κιθάρα, με μία άψογη συνεργασία με τον Moore, παρότι για να πω την αλήθεια θα τον περίμενα λιγάκι πιο ευρηματικό όταν δρούσε μέσα σ’ εκείνο το οικοσύστημα που διαμόρφωναν οι παρεμβάσεις.

63nnFrs_13.jpg

Λίγο αργότερα, ο Ben Frost θα έκλεινε με τον καλύτερο τρόπο τη βραδιά και μαζί την πρώτη αυτή μορφή του Fraternity Οf Sound, υπό μία έννοια επαναφέροντάς μας στα ερείπια στα οποία μας είχε αφήσει ο McDowall. Νομίζω πως υπήρχε μία κάποια αισθητική συνάφεια μεταξύ των δύο, όσον αφορά την προοπτική που έδιναν στη μουσική τους με την αγάπη τους προς τον ήχο που αντανακλάται και εξασθενεί.

63nnFrs_14.jpg

Εδώ, βέβαια, τα φαντάσματα είχαν πάρει μια λίγο πιο απειλητική μορφή –ήταν κι η ώρα τέτοια, για τα καλά περασμένα μεσάνυχτα. Με οδηγό τις συχνές δονήσεις από τις μπάσες συχνότητες, ο Ben Frost έφτιαχνε ένα περίκλειστο περιβάλλον, όσο περίκλειστη ήταν και η θέση του ίδιου επί σκηνής, περικυκλωμένος καθώς ήταν από θηριώδεις ενισχυτές. Ένα περιβάλλον δηλαδή πιο έντονο, με μεγαλύτερη ορμή και οξύτητα, αλλά ταυτόχρονα και λίγο πιο στατικό, καθώς έχανε την αίσθηση του φευγαλέου. Θα λέγαμε πως εδώ, εκείνη η απουσία είχε γιγαντωθεί τόσο, ώστε έφτασε να γίνει η ίδια παρουσία· μια επιβλητική, σίγουρα, παρουσία.

63nnFrs_15.jpg

Πότε παίρνοντας το πρώτο feedback από την κιθάρα του, πότε από τον λοιπό εξοπλισμό που είχε μπροστά του, ο Ben Frost έφτιαχνε περίτεχνους μουσικούς όγκους, οι οποίοι συνεργάζονταν θαυμάσια με το φως των προβολέων που αντανακλούσε στη μαύρη γυαλιστερή επιφάνεια που είχε απλωθεί από πίσω του. Και έπαιξε κι αυτός ένα θαυμάσιο set, μπροστά σε ένα ακροατήριο το οποίο όλο και λιγόστευε όσο περνούσε η ήδη προχωρημένη ώρα. 

{youtube}FUh7FkrF5SQ{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured