Οι BADBADNOTGOOD μας έρχονται από το Τορόντο και ήδη από το 2010, όταν μετά βίας ήταν 20 χρονών, έχουν δώσει μια αρκετά πειστική απάντηση στο ερώτημα «πώς μπορεί η τζαζ να συνδεθεί με το χιπ χοπ». Η απάντηση, βέβαια, δεν δίνεται σε συνθήκες εργαστηρίου, αλλά έρχεται από την ίδια την κουλτούρα των υποκειμένων. Kαι αν μάλιστα ισχύει ότι είμαστε οι μουσικές που ακούμε (μαζί με τα βιβλία που διαβάζουμε και τις ταινίες που βλέπουμε), τότε δεν θα πρέπει να προξενεί εντύπωση που στην αναζήτηση των αναφορών των BADBADNOTGOOD δεν θα βρεθεί ο Bill Evans ή ο John Coltrane, αλλά μάλλον ο J Dilla, ο MF Doom και οι Odd Future. Διόλου τυχαίες, φυσικά, οι επανερμηνείες τους σε κομμάτια των τελευταίων ή η συνεργασία το 2015 με τον «πολύ» Ghostface Killah.

87dBadngd_2.jpg

Οι BADBADNOTGOOD, βέβαια, είναι ένα σχήμα το οποίο αποτελείται από πλήκτρα (Matthew Tavares), τύμπανα (Alexander Sowinski), μπάσο (Chester Hansen), εσχάτως και σαξόφωνο (Leland Whitty) και κοιτάζει να ενσωματώσει στον ήχο του τόσο μία αρκετά μοντέρνα εκδοχή της τζαζ, όσο (σπανιότερα) και τα παλιά, καλά τρεχαλητά της bop. Κατάφερε έτσι, σχεδόν εξαρχής, να αναπτύξει μια μουσική ταυτότητα που δεν χρειάζεται να πηγαινοέρχεται στο ένα ή στο άλλο μέρος της εξίσωσης, γιατί πολύ απλά μπορεί να είναι και τα δύο ταυτόχρονα. Ένα διασυνοριακό μουσικό περιβάλλον, λοιπόν, με άπειρες δυνατότητες υλοποίησης. Τουλάχιστον στη θεωρία.

87dBadngd_3.jpg

Στην πράξη, ωστόσο, μαζί με τα δυνατά σου σημεία, έρχεσαι αντιμέτωπος και με τις αδυναμίες σου. Και ενώ οι BADBADNOTGOOD έβρισκαν σε πολλά σημεία ένα γκρουβ όντως ικανό να μεταδώσει την ενέργειά του στο αρκετά γεμάτο Gazarte, σπανίως κατάφερναν να το κάνουν παραγωγικό, δηλαδή να το αφήσουν να γεννήσει την ίδια του τη συνέχεια. Γυρνούσαν λοιπόν σε συγκεκριμένες πατούρες, κάτι που μάλλον τους έκανε λίγο αναμενόμενους. Βάλτε εδώ και μια έφεση, γενικά, προς εντυπωσιασμούς, είτε αυτοί εκφέρονται λεκτικά (τύπου «make some noise») είτε πιο μουσικά, π.χ. με το γνωστό κόλπο με τις παύσεις πάνω ακριβώς στην κορύφωση της έντασης ή με το drumming του Sowinski, ο οποίος παρότι αναμφισβήτητα παίχτουρας, προτιμούσε συνήθως να οδηγεί τα πράγματα στο σπάσιμο, παρά σε λύσεις που θα του έδιναν περισσότερες αποχρώσεις και πλουσιότερες δυναμικές (την κατάσταση νομίζω πως έσωσε εδώ ο Hansen με το μπάσο του).

87dBadngd_4.jpg

Το ίδιο πάντως το γεγονός ότι ήταν λιγάκι αναμενόμενοι, έχει και μία άλλη όψη, η οποία στο λάιβ ίσως διαθέτει τη σημασία της. Δηλαδή πολλές φορές δεν είναι απαραίτητα κακό η εξέλιξη της έντασης ενός κομματιού να σου δίνει εκείνο ακριβώς που περιμένεις να ακούσεις: μπαίνεις λίγο πιο εύκολα στο κόλπο και παίρνεις τον ρυθμό του. Κι αν το γκρουπ στη σκηνή μπορεί να μεταφράζει το νεαρό της ηλικίας του με τέτοια ορμή και ενεργητικότητα, τότε χαλάλι. Έτσι κι αλλιώς, η μουσική των BADBADNOTGOOD δεν είχε ποτέ τη σοβαροφάνεια του κονσερβατορίου (πώς θα μπορούσε;), αλλά περισσότερο τη χαλαρότητα του τζαμαρίσματος –μια πιο street τέλος πάντων εσάνς.

87dBadngd_5.jpg

Θα πρέπει να έπαιξαν κοντά 2 ώρες, με επιλογές από όλη τη δισκογραφία τους και με ένα επιπλέον encore, το οποίο κατέληξε σε ένα 5λεπτο jam με σαξόφωνο και τύμπανα. Δεν νομίζω να πέρασε κανείς άσχημα, απεναντίας: το κλίμα μεταξύ του κοινού ήταν αρκετά ζεστό, όπως και τα χειροκροτήματα. Δεν νομίζω όμως να ήρθε σε κανέναν και η αποκάλυψη από όσα είδε και άκουσε, δεν ξέρω καν αν κάποιος την περίμενε.

{youtube}u9XpSp6X-5Q{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured