Για το «μεγαλύτερο μουσικοθρησκευτικό συγκρότημα του 22ου αιώνα» έκανε λόγο η διοργανώτρια 3 Shades Οf Black, στις πρώτες κιόλας λέξεις του κειμένου με το οποίο προωθούσε τις φετινές τους συναυλίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Και παρότι λάθεψε στον χρόνο (η δυστοπία των Swans αφορά μάλλον το τώρα, όχι το μακρινό μέλλον), επέλεξε σωστά να εστιάσει εκεί εξαρχής, κάνοντας σαφές πως τα λάιβ τους δεν προσφέρονται για χαλαρή έξοδο, με ποτάκι, μουσικούλα, κουβεντούλα και τα λοιπά. Όσοι από το πολυπληθές κοινό (σ' ένα ασφυκτικό sold-out) ήρθαν προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο, θα πρέπει να προϊδεάστηκαν καταλλήλως από τις ωτοασπίδες που μοιράζονταν στην είσοδο του Gagarin ή από την τοιχοκολλημένη προειδοποίηση για ακραία ηχητικά φαινόμενα (του τύπου: «εισέρχεστε με δική σας ευθύνη»).

015cSwans_2.jpg

Προτού φθάσουμε πάντως στο σχήμα του Michael Gira, ένα ζητούμενο ήταν το πώς θα λειτουργούσε η (δημιουργική, σίγουρα) σκέψη των διοργανωτών να επιλέξουν τον Ψαραντώνη για να ανοίξει τη βραδιά. Κρινόμενη στη θεωρία, η σκέψη μού φάνηκε αρκετά ιντριγκαδόρικη· ο μυστικισμός του Τίγρη του Ψηλορείτη και το δυστοπικό σύμπαν του Gira μπορεί να μην συναντιούνται πουθενά στον κόσμο των φαινομένων, μοιάζει όμως να τραγουδούν κι οι δύο από παρόμοια «αλλόκοσμες» θέσεις, επιδιώκοντας την επαφή με κάτι αιώνιο, πνευματικό ή απόκρυφο.

015cSwans_3.jpg

Στην πράξη, ωστόσο, η σκέψη δεν λειτούργησε και τόσο. Αντίθετα από τους Swans, οι οποίοι φαίνεται να προσπαθούν να μεταφέρουν τα παραπάνω μέσω της φυσικής κώφωσης του ακροατηρίου, η περίπτωση του Ψαραντώνη χρειάζεται ησυχία και προσήλωση για να γίνει αντιληπτή· και προφανώς, ένα sold-out των Swans δεν ήταν η πιο κατάλληλη συνθήκη για να αναζητηθεί κάτι τέτοιο. Έτσι, εκείνος ο βαθύς ψίθυρος του Ψαραντώνη, το νευρώδες και απρόβλεπτο του παιξίματός του στη λύρα, χάθηκαν μέσα στα μουρμουρητά. Όπως χάθηκαν και οι εξαιρετικές αλληλοκαλύψεις σε λαούτο και ούτι, ενώ ούτε το κλασικό «sing along» –το οποίο έχει (περίπου) γίνει πλέον δομικό στοιχείο της “Πετροπέρδικας”– είχε πολλές πιθανότητες επιτυχίας. Η έμφυτη πάντως ρυθμική εγρήγορση της κρητικής μουσικής ζωντάνεψε κάπως τα πράγματα, αν με αυτό εννοούμε την ανταπόκριση από το κοινό (γιατί από σκηνής ήταν εξαρχής έτσι).

015cSwans_4.jpg

Λίγο αργότερα, όταν οι Swans σφύριζαν την έναρξη του δικού τους set με το “The Knot”, τα πράγματα ήταν αρκετά διαφορετικά. Εδώ τα εκκωφαντικά ντεσιμπέλ επέβαλαν την ακροαστική προσοχή, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι μάλλον αδύνατο να περισπαστείς από κάτι που καλύπτει τόσο ολοκληρωτικά το ακουστικό σου πεδίο. Το ίδιο το κομμάτι, 30κάτι λεπτών, ήταν ιδανικό για να μας κατατοπίσει πλήρως. Η έντασή του, το πώς αυτή φούσκωνε και ξεφούσκωνε, οι σφοδρές εκρήξεις στις οποίες οδηγούταν ή τα μηδαμινά περιθώρια απόδρασης από ένα μουσικό σύμπαν το οποίο κινείται με πεισματική και φρενήρη προσήλωση γύρω από τον εαυτό του, είναι όλα πολύ χαρακτηριστικά στοιχεία των Swans σε αυτήν τους τη δημιουργική περίοδο.

015cSwans_5.jpg

Τα περισσότερα από αυτά μπορούν επίσης να δικαιολογήσουν και τις αιτιάσεις περί θρησκευτικότητας. Τα εκκωφαντικά ντεσιμπέλ, φερ’ ειπείν, μπορούμε να πούμε ότι είναι η προσωπική οδός του Gira προς το «δέος», δηλαδή «τον θαυμασμό που συνοδεύεται από αισθήματα φόβου ή ανησυχίας για κάτι που ξεπερνά τις πνευματικές ή σωματικές μας δυνάμεις» (λεξικό Τριανταφυλλίδη). Κάτι προφανώς απαραίτητο για οτιδήποτε επιδιώκει να θεωρηθεί –και να βιωθεί– με όρους θρησκευτικής προσήλωσης.

015cSwans_6.jpg

Από την άλλη, η κυκλική ανάπτυξη της μουσικής, με την εμμονή στην επανάληψη, είναι εδώ και αιώνες γνωστή για τη διαλογιστική της λειτουργία. Όσο για τα μηδαμινά περιθώρια απόδρασης, μάλλον εξηγούν το δυστοπικό της όλης αφήγησης, για την οποία μπορούμε βέβαια να κάνουμε πολλές εικασίες. Μία που έτρεχε στο μυαλό μου κατά τη διάρκεια του “Screen Shot”, ήθελε τους Swans να παίζουν μπροστά σε ένα από τα πολλά ερείπια της μεταβιομηχανικής εποχής μας και τον Gira, με το γνωστό καουμπόικο καπέλο του, να τραγουδά για εκείνους τους ασκούς του Αιόλου που φαίνεται να ανοίγουν όλο και περισσότερο.

015cSwans_7.jpg

Το ενδιαφέρον είναι ότι, ενώ η επίθεση στο ακροαστικό και συμβολικό μας πεδίο έμοιαζε καθολική, δομημένη μέσα σε φαινομενικά αναπόδραστους μουσικούς κύκλους, ανακάλυπτες έκπληκτος ότι οι τελευταίοι δεν ήταν όσο πλήρεις τους νόμιζες. Όπως το “Screen Shot” μετά τα πολλά «no» των στίχων του κατέληγε σ’ εκείνο το «Love Now / Breath Now», έτσι και στο “The Knot”, αν πρόσεχες, κάτω από τους ασήκωτους ηχητικούς όγκους θα άκουγες τις σχεδόν παιχνιδιάρικες μελωδίες στα πλήκτρα του Paul Wallfisch: σαν ένα μικρό σημάδι απειθαρχίας μέσα σε ένα παιχνίδι με αυστηρούς και απαράβατους κανόνες.

015cSwans_8.jpg

Με την ένταση στα κόκκινα, αλλά και με τους υπέροχους μετεωρισμούς που έρχονταν με τις (αιφνίδιες ή μη) μεταβολές σε αυτήν, το set των Swans συνεχίστηκε ως τις 1+, όταν μετά από περισσότερες από 2 ώρες επί σκηνής, η παρέα του Gira αποθεώθηκε, υποκλίθηκε και αποχαιρέτισε. Και είναι περιττό νομίζω να πούμε πόσο καθηλωτικοί υπήρξαν (και πάλι), πόσο καλός (αν και μάλλον κομματάκι δύστροπος) μαέστρος είναι ο Gira, ελέγχοντας και το παραμικρό πάνω στη σκηνή· και, βέβαια, πόσο ικανή ήταν η υπόλοιπη ορχήστρα, η οποία υποστήριξε θαυμάσια όλα τα παραπάνω.

015cSwans_9.jpg

Προσωπικά έβγαλα το καπέλο στον κύριο Gira (αν και δεν ήταν καουμπόικο) και για έναν ακόμα λόγο: γιατί νομίζω πως τρέχει ένα από τα ελάχιστα συγκροτήματα με τέτοιας έκτασης και σημασία ιστορία που δεν αράζει στις δάφνες του παρελθόντος, αρνούμενο να περιφέρει την avant-garde εξοχότητά του δεξιά και αριστερά. Αντίθετα, ζητάει επιμόνως να κριθεί για τη θέση του στο παρόν. Εξ ου και ο Gira έχει ήδη δηλώσει, αν δεν απατώμαι, πως σύντομα θα διαλύσει το παρόν σχήμα και θα ψάξει το επόμενο κεφάλαιο των Swans κάπου αλλού. Όποια γνώμη κι αν έχει κανένας για τη μουσική του ή για τον ίδιο, νομίζω πως αυτό πρέπει να του πιστωθεί.

{youtube}moDRxOR53yI{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured