Είναι 8+30 και βρίσκεσαι απελπισμένος σε αυτοκίνητο με non-tubeless λάστιχα (από τις φορές που βλαστημάς τη βινταζίλα) στην ασφυκτιούσα λόγω ζέστης και των εκδρομέων του Σ-Κ παραλιακή, στο ύψος της Βάρης. Μιας και είχε προσφερθεί φίλος να σε περιμαζέψει από ηχοληπτική δουλειά στο Λαγονήσι, δεν μπορείς βέβαια να βρίσεις ούτε αυτόν, ούτε και το αρχαιότατο Ford Taunus του 1983. Το ρολόι βαράει όμως απειλητικά τους δείκτες και δεν έχεις άλλη λύση από το να παρατήσεις σύξυλο τον φίλο (ο οποίος δείχνει πάντως κατανόηση) και να αρπάξεις το διερχόμενο ΚΤΕΛ· έστω κι αν, έτσι κι αλλιώς, προχωράει σαν χελώνα μέσα στις ουρές των αυτοκινήτων. 

Bonfire_2.jpg

Όταν τελικά φτάνει στον τερματικό του σταθμό, τρέχεις από το Πεδίον του Άρεως προς το Κύτταρο, μπαίνεις ως σίφουνας περιορίζοντας στο μίνιμουμ τις κοινωνικο-μουσικές χαιρετούρες με τους πάλιουρες του χώρου, αλλά το μόνο που έχεις καταφέρει είναι να προφτάσεις τους Bonfire να ετοιμάζονται να βγουν, με τον κόσμο να τους καλεί ρυθμικά, χειροκροτώντας και φωνάζοντας το όνομά τους. Και σιχτιρίζεις, βεβαίως. Όχι μόνο γιατί είναι επαγγελματικώς απαράδεκτο να χάνεις τις support μπάντες, αλλά επειδή ήθελες ν' ακούσεις και το πώς έχουν μεταμορφωθεί –κατά τα λεγόμενά τους– οι Sorrowful Angels λίγο πριν την κυκλοφορία του νέου τους δίσκου (αναμείνατε στο ακουστικό/ηχείο σας για Οκτώβρη), μα και τους sleazers Addiction στην πρώτη τους συναυλία. Μόλις τον Ιούνιο, άλλωστε, κυκλοφόρησαν ένα τραγανιστό hard 'n' roll ντεμπούτο.

Bonfire_3.jpg

Όχι πως δεν υπήρχε περιέργεια και για τους πρωταγωνιστές της βραδιάς. Οι οποίοι ναι μεν έχουν επισκεφθεί τη χώρα μας αρκετές φορές και το έκαναν μάλιστα και το φετινό καλοκαίρι (βλέπε λ.χ. εδώ τι έγραψε ο Θανάσης Μπόγρης για την εμφάνισή τους στα Χανιά), ήρθαν όμως με ανανεωμένη σύνθεση, αφού πλέον έχουν τον David Reece στο μικρόφωνο –των Accept, μεταξύ άλλων– καθώς και τον down in the street Ronnie Parkes των Seven Witches στο πεντάχορδο μπάσο. Δεν ξέρω τώρα αν έφταιγαν αυτές οι (σχετικά πρόσφατες) ανακατατάξεις ή η γενικότερη κούραση της Κυριακής, πάντως δεν ήμασταν πάνω από 150 άτομα στο Κύτταρο. Και σημειωτέον, η τιμή του εισιτηρίου ήταν λογική. 

Αλλά οι Bonfire, παρότι ερχόμενοι από μια σαφώς πιο γεμάτη αρένα στη Θεσσαλονίκη, δεν πτοήθηκαν: ίσα-ίσα, παρέδωσαν ένα δυναμικό set. Σαφώς βέβαια με πιο έντονη αμερικάνικη πατίνα στο όλο άρωμα, σε σύγκριση με τον κλασικό τους ήχο, όπως και αναμενόταν στη βάση των όσων ακούσαμε στον τελευταίο τους δίσκο, το φετινό Glörious. Παρεπιμπτόντως, το ομότιτλο κομμάτι ακούστηκε θαυμάσιο και στη συναυλιακή του εκδοχή. 

Bonfire_5.jpg

Να διευκρινίσω μερικά ζητήματα, σε αυτό το σημείο: όσοι περίμεναν ότι θα δούμε μια εμφάνιση παρηκμασμένων γερόντων ή ένα σόου εκνευριστικά ξεπερασμένο και ποζεράδικο, έπεσαν έξω. Άνθρωποι όλοι τους που έχουν ανδρωθεί και ψηθεί στο σανίδι ανά την υφήλιο, οι Bonfire δεν είναι από εκείους που το βάζουν κάτω μήτε με το πεπερασμένο, μήτε με τους 140-150 νοματαίους από κάτω. Απεναντίας, παραδίδουν καυτό rock 'n' roll, με όλα τα αξεσουάρ του. Χαμόγελο, χέρια στον αέρα, sing-along, σολίδια, drum solo και ένα ακούραστο/αδάμαστο πνεύμα, το οποίο μεταφράζεται σε αμεσότητα· όχι μόνο πάνω στη σκηνή, αλλά και στα παρασκήνια, όπως διαπιστώσαμε μετά το πέρας της συναυλίας.   

Bonfire_4.jpg

Ο Hans Ziller μπορεί να προσπαθεί –ένεκα κιλών και κοντής κόμης– να περιέχεται στη rock 'n' roll μυθολογία υιοθετώντας μια βασικώς rock ενδυματολογική άποψη, δεν υπάρχει όμως καμία αμφιβολία πως είναι εκείνος που κρατά όχι μόνο την ποιμαντική ράβδο των Bonfire, αλλά και τη μουσική τους μπαγκέτα. Ο Frank Pane, πάλι, ίσως δεν είναι ο κιθαρίστας που θα σας τινάξει το μυαλό, αλλά στις ενορχηστρώσεις στέκεται βράχος ακούνητος. Ο Harry Reischmann είναι μάλλον ο πιο ευτυχισμένος ντράμερ που είδα τον τελευταίο καιρό, ανεξαρτήτως είδους: γίνεται φανερό ότι ο άνθρωπος κάνει αυτό που γουστάρει στη ζωή του. Έχει μακριά μαλλιά, παίζει σαν Μινώταυρος, σε στυλ έχω-ξεχάσει-το-σαβουάρ-βιβρ, χαμογελάει συνεχώς και επιμένει ανά δύο χτυπήματα να κάνει μανούβρες/κόλπα με τη δεξιά μπαγκέτα. Ο Ronnie Parks αποδείχθηκε μπετόν αρμέ σε παρουσία και παίξιμο –και με μια καλοδεχούμενη βραχνάδα στα δεύτερα φωνητικά– ενώ ο Reece ήταν απλά θαυμάσιος. Πιο καλοδιατηρημένος από ότι δείχνει στις φωτογραφίες, γνώστης των νόμων της σκηνής (και γι' αυτό αεικίνητος), σάρωσε τους εν δυνάμει αμφισβητίες του

Rock 'n' roll και των γονέων, λοιπόν. 17 τραγούδια στο κυρίως set και 3 ακόμη στο encore μας έπεισαν ότι το hard 'n' roll περνάει μια καινούργια άνοιξη και ότι οι παλαιότεροι –και άξιοι– έχουν βρει το ελιξίριο, αλλά και την οδό για να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια και τσαγανό. Πάντα τέτοια.

{youtube}7p0GCJYIzbc{/youtube} 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured