Ο Ιταλός συνθέτης έχει καταφέρει να αποκτήσει φανατικό κοινό τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, γεγονός σίγουρα όχι άδικο, αν και δεν μπορείς να πεις ότι έχει απαραίτητα το κοινό που του αξίζει. Προφανώς δεν μιλάω για αυτούς που σωστά πιστεύουν πως η παρακολούθηση ενός σύγχρονου μουσικού ο οποίος σκύβει με ευλάβεια πάνω απ’ το πιάνο του, είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί σε μια βραδιά που έμοιαζε να σηματοδοτεί την αφετηρία του φθινοπώρου. 
 
Einaud_2Μιλάω αντιθέτως για τον κόσμο που συναντάς πάντα σε τέτοιες εκδηλώσεις, εκείνους που κάθονται στις πρώτες σειρές και βρίσκουν σε μουσικούς όπως ο Ludovico Einaudi το καλλιτεχνικό τους άλλοθι για όσα αισχρά έχουν κάνει στα πλαίσια της τραγικής σκυλοπόπ την οποία πρεσβεύουν· ή, αντίστοιχα, πιστεύουν πως ανεβάζουν την ποιοτική τους στάθμη από όσα θλιβερά δηλώνουν ή γράφουν στις φυλλάδες που υπερασπίζονται την κατάντια των τελευταίων 6 ετών κι όσων πολλών ακόμα έπονται. Είναι εξίσου πιθανό να μην τα είχα προσέξει τόσο όλα τούτα, αν δεν είχα την ενοχλητική ζαλάδα του όχι-χαμηλού-όχι-υψηλού πυρετού που με βασάνιζε τις τελευταίες μέρες και είχα έτσι την απαραίτητη διαύγεια να ασχοληθώ αποκλειστικά με την υπέροχη εικόνα ενός κατάμεστου Ηρωδείου, προσπερνώντας τα ατελείωτα φλας που άστραφταν και τις δύο ώρες κατά τις οποίες διήρκησε η συναυλία, τις selfie και τους λοιπούς περισπασμούς που ο εξασθενισμένος οργανισμός μου δεν άντεχε και πολύ. Αλλά ας τελειώσει ο πρόλογος εδώ, οι αναγνώστες του Avopolis τα ξέρουν ήδη αυτά.
 
Ήταν λοιπόν η πρώτη φορά που παρακολουθούσα τον Einaudi, αν κι έχω ασχοληθεί μαζί του αρκετά χρόνια: στο αρχείο του site θα βρείτε κείμενά μου και για τους δύο δίσκους που είχε κυκλοφορήσει το 2009, το σόλο Nightbook (εδώ) και τη συνεργασία του με τα αδέλφια Lippok (To Rococo Rot, Tarwater) πίσω απ’το όνομα Whitetree (εδώ). Έκτοτε, υπέγραψε το soundtrack του ξεκαρδιστικού Ιntouchables κι έγινε παγκοσμίως γνωστός με την κυκλοφορία του In A Time Lapse (2013). Αλλά, αν κάποιος ξεκινάει τώρα τη γνωριμία του μαζί του, η ηχογράφηση της συναυλίας στο Royal Albert Hall αποτελεί αναμφισβήτητα το σωστό σημείο εκκίνησης. Ταυτόχρονα, θα ήταν λάθος όσοι είχαν αυτήν την ηχογράφηση ως απαραίτητο ζητούμενο της αποτίμησης της εμφάνισής του στο Ηρώδειο, να απογοητευτούν απ’ όσα πολύ ωραία ακούσαμε για δύο γεμάτες ώρες.
 
Einaud_3Με μία εξαμελή ορχήστρα αποτελούμενη από ηλεκτρικό βιολί, τσέλο, ηλεκτρικές κι ακουστικές κιθάρες, κρουστά, μπάσο και ηλεκτρονικά μέρη, ο Einaudi φανέρωσε αρχικά την ενορχηστρωτική του σφραγίδα· που μπορεί να μην ήταν ποτέ η βασική του γοητεία, αλλά φέρει σίγουρα κάτι χαρακτηριστικά δικό του. Το ηλεκτρικό τσέλο π.χ. είναι μια κακή εφεύρεση από μόνη της –ακούγεται σαν κακοκουρδισμένη κιθάρα με ενοχλητικές ψηλές συχνότητες– όμως ο Einaudi, όσο και να μην με εκφράζει που το χρησιμοποιεί τόσο πολύ, όταν δίνει περισσότερο χώρο στα φυσικά έγχορδα γίνεται βαθύτατα εκφραστικός και καταφέρνει να ισορροπήσει όπως πρέπει τις απλές αρμονικές γραμμές που παίζει έξοχα στο εντυπωσιακό Steinman πιάνο του. Γι’ αυτό, για παράδειγμα, το “Eros” ακούστηκε όσο ωραία ακούγεται και στον δίσκο, ακριβώς γιατί καταφέρνει να κρύψει τις ενοχλητικές συχνότητες των ηλεκτρικών εγχόρδων, τονίζοντας τον πανέμορφο μινιμαλισμό που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη σύνθεση (και θυμίζει πολύ τον Michael Nyman της δεκαετίας του 1980).
 
Einaud_4
 
Φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο, τα 40 περίπου λεπτά που ο Einaudi παρέμεινε μόνος του στη σκηνή, ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίον αξίζει να τον παρακολουθήσετε την επόμενη φορά που θα έχετε την ευκαιρία. Τα πολύ απλά θέματα που έπαιξε από ένα μεγάλο εύρος της πορείας των τελευταίων ετών, αποτέλεσαν ένα μικρό σεμινάριο χρωματισμών, μία ακόμα απόδειξη για το τι μπορείς να παίξεις ακολουθώντας τους βασικούς κανόνες που μαθαίνεις στα πρώτα χρόνια φοίτησης στα ωδεία. Ειδικά στο “Divenire” (αν δεν με γέλασε η μνήμη μου) νομίζω πως θα μπορούσαμε να περάσουμε δύο ώρες ακούγοντας χαρούμενοι την ίδια μελωδία, την οποία ο Einaudi έπαιζε εντυπωσιακά και πρωτότυπα στο αριστερό του χέρι. Απ’ τις στιγμές που σίγουρα είχαν ενδιαφέρον ήταν και η μακροσκελής (μου φάνηκε περίπου 10 λεπτά) εκτέλεση του “Eden Roc”, μιας πολύ παλιάς του σύνθεσης που μεταμορφώθηκε σε μια πολύ ιδιαίτερη συνάντηση δύο όχι τόσο διαφορετικών παραδόσεων όπως είναι η ιταλική (κάτι που φανερώνεται στη βασική μελωδία) και η ελληνική (χρωματίστηκε χάρη στο μπουζούκι).
 
Εν κατακλείδι, η παρουσία του Einaudi ήταν απολαυστική γιατί ακόμα κι οι ενστάσεις μου στις ενορχηστρώσεις είναι θέμα προσωπικής κριτικής καλά εδραιωμένης αρκετά χρόνια τώρα, και δεν αφορούν εκτελέσεις, αποδόσεις της εν λόγω βραδιάς. Μέχρι να τον πετύχω αποκλειστικά με ένα κουαρτέτο εγχόρδων, η συναυλία του στο Ηρώδειο με αφήνει απολύτως ικανοποιημένο, όπως συνέβη μάλλον και με την πλειονότητα του κοινού του sold-out θεάτρου.
 

{youtube}lJ8v9WU0EOk{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured