Ζητώ συγνώμη από το αναγνωστικό κοινό, αλλά το όνομα του Bugge Wesseltoft δεν με ενέπνεε σε καμία περίπτωση να προσέλθω ξανά νωρίς, μέσα στη ντάλα και τη ζέστη. Ακόμη περισσότερο δεν βοήθησε και το όνομα του γκρουπ του Mungolian Jetset (δηλαδή, έλεος!). Παρά την καθυστέρησή μου όμως, πρόλαβα και τους είδα λίγο, λες και μου τη φύλαγε ο μπαγάσας και είχε βάλει στοίχημα να τον δουν όσοι πιο πολλοί γίνεται, μπερδεύοντας το πρόγραμμα. Δεν κατάφερε πολλά πάντως, ούτε κόσμο είχε εκείνη την ώρα, ούτε και εντυπωσίασε κανέναν με αυτό που έπαιζε. Το οποίο από το λίγο που πρόλαβα και είδα, δεν θα έλεγα ότι είμαι σίγουρος ότι κατάλαβα τι ακριβώς ήταν, και ψέματα δεν θέλω να σας πω… πάντως ενδιαφέρον δεν θα το έλεγα σε καμία περίπτωση, και αυτό ίσως να είναι όλο που χρειάζεται να πούμε για τον κύριο Wesseltoft (που όποιος είχε δυσκολία να προφέρει το όνομά του, μπορούσε να το αντικαταστήσει με οτιδήποτε άλλο επίσης δυσπρόφερτο και γερμανοτραφές κατά προτίμηση ήθελε!).

Οι Bauchklang πάλι ήταν μια μικρή έκπληξη, από την άποψη ότι είναι πράγματι εντυπωσιακό να βλέπεις και ακούς τι μπορεί να κάνει με το στόμα και τη φωνή του ένας beatboxer, πολύ δε περισσότερο πέντε. Ήταν σαν να ακούς ένα mix cd που περιείχε τα πάντα από hip hop μέχρι techno και house, μόνο που όλα όσα άκουγες προέρχονταν από τις φωνές όσων βρίσκονταν επάνω στη σκηνή (κι αυτό από μόνο είχε το δικό του ενδιαφέρον, αφού σε τέτοιου είδους φεστιβάλ ηλεκτρονικής μουσικής, λίγες φορές έχεις την ευκαιρία να ακούς ζωντανά παιγμένη τη μουσική κι όχι έτοιμη σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από το σπίτι ή το στούντιο του κάθε καλλιτέχνη). Το εκπληκτικό στην περίπτωση των Bauchklang ήταν το πώς τα beats ακούγονταν τόσο βαριά, έτσι ώστε η μπότα να σου κλωτσάει την κοιλιά, λες και βγαίνει από συνθετητή. Προφανώς κι επρόκειτο για θαύμα της ηχοληψίας, κάτι που όμως δεν μειώνει καθόλου αυτό που έκαναν οι Αυστριακοί, αφού τον ήχο συμπλήρωναν πολλά ακόμη ηχητικά φτιασίδια, όλα επιτόπιας παραγωγής του γκρουπ. Και αυτοί κέρδισαν το κοινό που τους παρακολούθησε, και γιατί όχι άλλωστε, ήταν πολύ καλοί!

Θα ήθελα να πω το ίδιο και για τους Front 242 που ακολούθησαν, αλλά παρότι μάζεψαν όλο σχεδόν τον κόσμο που ήταν εκείνο το βράδυ στην Τεχνόπολη – και μόνο τότε φάνηκε πραγματικά πόσοι είχαν προσέλθει, στη διάρκεια της υπόλοιπης βραδιάς έδιναν την εντύπωση πολύ λιγότερων έτσι όπως ήταν διασκορπισμένοι στις διάφορες σκηνές – δεν έδειξαν να εκπληρώνουν τις προσδοκίες των παρισταμένων, πλην ίσως των πολύ φανατικών του ebm ήχου. Εγώ μια φορά δεν είδα παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις να σηκώνονται τα χέρια όσων βρίσκονταν μπροστά στη σκηνή, εκεί δηλαδή που συγκεντρώνεται ο φανατικός πυρήνας των φίλων κάθε συγκροτήματος που παίζει ζωντανά, αν και ο ήχος τους προσφέρεται όσο λίγων άλλων για χορό και κίνηση του σώματος. Ήταν άψογοι ηχητικά, και σαν σκηνική παρουσία έδωσαν όσα περίμενε κανείς από αυτούς: δύο τραγουδιστές με δερμάτινα και μαύρα γυαλιά, ένας ντράμερ που είτε έπαιζε είτε όχι το ίδιο και το αυτό και ο Codenys να φροντίζει όλα τα υπόλοιπα (θυμήθηκα βλέποντάς τους ότι τους έχω πάρει και συνέντευξη με email όταν ήταν να παίξουν στην Αθήνα σαν Male Or Female για ένα goth περιοδικό. Πώς είχε γίνει αυτό δεν μπορώ να το εξηγήσω…). Τελικά, νομίζω ότι οι μόνοι που τους απόλαυσαν θα πρέπει να ήταν όσοι γουστάρουν να πηγαίνουν στο Underworld, όπως έγραψε εχτές και ο Παναγιώτης Μένεγος, αν και υποψιάζομαι ότι ούτε κι εκείνοι δεν προσήλθαν όλοι…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured