Βρισκόμενος ελάχιστα μέτρα μακριά από τη λιλιπούτεια σκηνή του Bios περίμενα εναγωνίως να δω σε δράση τον Glen Johnson και την εκλεκτή του παρέα. Γύρω στις 23.30, οι Piano Magic πραγματοποίησαν την εμφάνισή τους, χαιρέτησαν τα 150 άτομα που ήταν από κάτω και ήταν πανέτοιμοι να εξαπολύσουν τη δική τους επίθεση. Με τον Johnson φανερά ευδιάθετο με το κοινό, περιστοιχισμένο από εξαιρετικούς μουσικούς που δεν είχαν το παραμικρό πρόβλημα να εναλλάσσουν ρόλους μεταξύ τους χτίζοντας ήχο και ατμόσφαιρα μοναδική έτσι ώστε να αποδώσουν αποσπάσματα από την πλούσια δισκογραφία της μπάντας. Η υποδειγματική εκτέλεση των κομματιών, όχι μόνο από τεχνικής πλευράς όσο από συναισθηματική εκφραστικότητα, έκανε τη μουσική να βγαίνει ζεστή μέσα από τους ενισχυτές και τα ηχεία καθώς πλημμύριζε το χώρο και δίχως να χάνεται στιγμή.

Ξεκίνησαν μυσταγωγικά με το ‘Giant mirror to light up village‘, από το περσινό τους EP, και έδωσαν αμέσως τη σκυτάλη στο ’No closure’, με τα drums και τις δύο κιθάρες να πλέκουν σιγά σιγά το νήμα μιας καθαρτήριας και λυτρωτικής μελωδίας με την ονειρική φωνή της Angele David-Guillou να συνοδεύει στο ρεφρέν. Καθ’ όλη τη διάρκεια του set οι παραμορφωτικές κιθάρες του Franck Alba έκαναν έναν ιδιότυπο διάλογο με αυτές του Johnson σε μια άγνωστη γλώσσα, η οποία όμως μάγευε το κοινό και αποδείχτηκε άκρως κατανοητή. Τα επικά τύμπανα του Cedric Pin, τα πλήκτρα του Jerome Tcherneyan και το μπάσο του Alasdair Steer έδεναν αρμονικά με τις δύο κιθάρες και όλοι μαζί έχτιζαν το κάθε κομμάτι για να το αποδόμησουν στη συνέχεια με εκρηκτικά ξεσπάσματα.

Σκαλισμένες και περίτεχνες εικόνες πάνω στο σώμα μιας εντυπωσιακής απλότητας στο “Saint Marie”, το “Speed the road, rush the lights” αποδομένο σαν διαρκές παιχνίδι με τις αισθήσεις, άλλοτε παραδομένο, άλλοτε αυτοερωτικό και πάντα υπαινικτικό, το “When I’m done this night will fear me” με την Angele να κεντάει με την προικισμένη της φωνή ένα λεπτό πολύχρωμο καμβά. Ο οποίος καμβάς γιγαντώθηκε στο pop trip του (καθολικά θελκτικού από το κοινό) “Incurable” κατακτώντας τις απαραίτητες ηχοκορυφές και τις εναλλαγές ρυθμών, συναισθημάτων και διάθεσης. Σκοτεινό μπάσο, υγρές κιθάρες, αντιμετρικά ντράμς στο “(Music Won't Save You From Anything But) Silence”, απαράμιλλα τελετουργικός χαρακτήρας στο “The last engineer” του πρώτου encore, με την ηχητική συνοδεία ενός παιχνιδιού με ένα σπουργίτι στο κλουβί στα χέρια της Angele που γέμισε με γλυκές μελωδίες το κομμάτι.

Στον επίλογο του ‘Password’, που αποτέλεσε την πιο ηλεκτρισμένη στιγμή της συναυλίας, οι αργόσυρτοι ρυθμοί της εισαγωγής δεν άργησαν να μεταμορφωθούν σε μανιασμένο ανεμοστρόβιλο με το κοντέρ της μπάντας να χτυπάει κόκκινο. Τα τελευταία 2 λεπτά του κομματιού βρήκαν τους πέντε μουσικούς να οργιάζουν εξαπολύοντας μια, δίχως προηγούμενο, κιθαριστική επίθεση που θα ζήλευαν ακόμα και οι Mogwai.

Εκείνο το βράδυ οι Piano Magic μας χάρισαν μια παρέλαση στιγμών σε ένα δρόμο κινηματογραφικό, πανοραμικό με την ηχητική κάμερα να μην λανθάνει ποτέ στην πορεία της, να μην παραπατάει αλλά να καταγράφει τη ροή της μουσικής τους με κάθε σπουδαία λεπτομέρεια, αριστοτεχνία, χρώματα και βάθη. Ο ηλεκτρισμός με το λυρισμό συνυπάρξανε σε αρμονικές δόσεις και η συναυλιακή τους προσέγγιση απέδειξε πως στη σκηνή μεγαλουργούν. Με εικόνες από σκοτεινά δάση στους προτζέκτορες από πίσω τους, μας δήλωσαν περίτρανα πως στη μουσική τους κρύβεται ένας ολόκληρος Twin Peaks κόσμος. Η μουσική των Piano Magic έχει μια εξαγνιστική επίδραση, και τόσο συναυλιακά, όσο και δισκογραφικά, θέλω να ζήσω σύντομα και πάλι την έκσταση…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured