Photos: Olga K.



Έχουμε τόσο ξεσυνηθίσει τις αρένες με άριστο ήχο που δε μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε αυτό που ακούγαμε στη συναυλία των Gotan Project χθες στο Αθηνών Αρένα. Δεν είναι τυχαίο, βέβαια: οι επενδύσεις σε χώρους και ακουστική είναι πιο φυσικό να γίνονται πρώτα σε χώρους που αφορούν ένα πιο πολυπληθές και συνεχές σε παρουσία ακροατήριο (αυτό της ελληνικής μουσικής).

Πόσες όμως συναυλίες διεθνών ονομάτων μικρομεσαίου βεληνεκούς μπορούν να γίνουν σε ένα τόσο ακριβό χώρο; Θα λέγαμε πρόχειρα όσες μπορεί να αντέξει ένα κοινό που μπορεί να μαζευτεί μαζικά, να αντέξει το ακριβό εισιτήριο, να υπομείνει την ταλαιπωρία των πανάκριβων μπαρ με το ποτό των 10 ευρώ (αυτό κι αν δεν είναι ληστεία). Κι αυτό δεν είναι σίγουρα το κοινό που έχει καταλήξει θαμώνας στα Gagarin και τα Fuzz αυτής της πόλης, αλλά μια διευρυμένη μάζα μουσικόφιλων με το μικρόβιο της καλής μουσικής, η οποία μπορεί μεν να χλευάζεται από τη γυάλα μιας indie νομεκλατούρας, αλλά το ότι δεν έχει ούτε το χρόνο, ούτε τη διάθεση να πάει σε συναυλίες από ονόματα που δεν έχει ακούσει στο ραδιόφωνο, αλλά ούτε και το χρόνο να την ψάξει παραπάνω, δεν την καθιστά αυτομάτως υποδεέστερη σε γούστο.



Δυστυχώς, η παρούσα κατάσταση του αθηναϊκού ραδιοφώνου μπορεί να δημιουργήσει μερικά μόνο συγκροτήματα ευρείας αναγνωρισιμότητας τα οποία θα βλέπουν όλο και περισσότερο κόσμο να έρχονται στις εμφανίσεις τους, ακόμη κι αν εμφανίζονται κάθε χρόνο. Για τους διοργανωτές αυτό μεταφράζεται σε τρομερή ασφάλεια ή ανασφάλεια, ανάλογα με την περίπτωση. Για τους Gotan Project, βέβαια, αυτό μόνο αρνητικό δεν είναι. Θα ανήκαμε στην απεχθή λίστα των ελιτιστών και δε θα σεβόμασταν τον εαυτό μας αν μας ενοχλούσε η εμφάνιση ενός group, εκ των σκαπανέων μιας ολόκληρης κίνησης (αυτής της επιμειξίας ηλεκτρονικής μουσικής και tango), το οποίο υποστηρίξαμε με τις επιλογές μας στα καλύτερα της χρονιάς, προτού καλά καλά βρει διανομή στην Ελλάδα.



"Μια αδιάφορη, μέτρια μπάντα lounge μουσικής" είναι το πιο πιθανό σχόλιο του Δημήτρη Κανελλόπουλου στο επόμενο Other Side, ο οποίος μην έχοντας γκάζια να αντιμετωπίσει επί σκηνής, έψαχνε για κανένα τραπέζι στον εξώστη για να απολαύσει το Jack Daniels του. Κάθε άλλο, θα λέγαμε εμείς, προσπαθώντας, για ένα σεβαστό διάστημα της συναυλίας, να καταλάβουμε αν όλη αυτή η ακουστική τελειότητα ήταν προηχογραφημένη και οι επί σκηνής πρωταγωνιστές απλώς κομπάρσοι. Πέρα όμως από τα beats με τα effects τους και κάποια μικρά προηχογραφημένα, η μπάντα επί σκηνής υπηρετούσε με τελειομανία το τελικό αποτέλεσμα, εκτός πια κι αν πέσαμε έξω...

Η βραδιά άρχισε σχεδόν με την βαθμιαία επιβολή ενός μπάσου - χτύπου καρδιάς που δυνάμωνε σε ένταση τόσο που να μη μπορείς να συνειδητοποιήσεις ακαριαία ότι αυτό αποτελεί και την έναρξη. Δέκα άτομα, ντυμένα στα άσπρα, με κοστούμια ή φορέματα, με το δαιμόνιο πιάνο και το μπαντονεόν (κάτι σαν το ακορντεόν, αλλά χωρίς πλήκτρα - μόνο κουμπιά και στις δύο πλευρές) να προσφέρουν την ψυχή και το κουαρτέτο εγχόρδων τον όγκο στα mid-tempo ή ακόμα και dance beats των Gotan Project (ωσάν εξελιγμένη 'ορκέστα τίπικα'), ενώ πίσω τα projections αποτελούσαν για άλλη μια φορά ένα ακόμα συνδετικό κρίκο με το νοσταλγικό χρώμα των ήχων τους (εξακολουθεί πάντως να παραμένουν νο.1 στη μνήμη μας οι προβολές της συναυλίας τους στο Θέατρο Βράχων, οι οποίες γίνονταν απευθείας στους βράχους!). Στη μέση της σκηνής, δε, η Cristina Vilallonga με τη γήινη φωνή να οδηγεί άριστα με το μαγνητικό swinging της μπάντας. Δε μας κάνει εντύπωση η αποδοχή του "La Revancha Del Tango" έναντι ας πούμε του "Lunatico" (αν και οι πιο παραδοσιακές δομές του τελευταίου δεν είναι και τόσο δύσκολο να πιάσουν με τον καιρό), αλλά όπως και να 'χει, όσο περνούσε η ώρα το κοινό ζεσταινόταν, χορεύε μπροστά και ήταν έτοιμο να συμπλεύσει με τις πιο dance και παιχνιδιάρικες διαθέσεις τους. Αν δεν περίμενες να ζήσεις τη συγκλονιστική εμπειρία, δηλαδή, και είχες προβλέψει αλλιώς για την (απαραίτητη) συνοδεία του αλκοόλ, η βραδιά ήταν μια χαρά...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured