Από τα δέκα πρώτα λεπτά της συναυλίας καταλάβαινες ότι τα κλισέ (όπως πολύ σωστά επεσήμανε μετά τη συναυλία ο φίλος Ηλίας) που έχουν κατά καιρούς αποδοθεί στον Μπράιαν Φέρι –δανδής του ροκ κτλ- μπορούν κατά ένα παράδοξο τρόπο να ισχύουν και να αυτοαναιρούνται ταυτόχρονα, από μια μουσική παραξενιά συνομωσιολογικού περιεχομένου. Δηλαδή, από τη μια είχαμε τον 30άρη Φέρι, με το τουΐντ σακάκι και την απαράμιλλη γοητεία του επί σκηνής κι από την άλλη τον ίδιο άνθρωπο που μετά από ένα τέταρτο της ώρας είχε ιδρώσει σαν άλογο κούρσας (είναι πολλά τα 60 χρόνια, πώς να το κάνουμε) και η κινησιολογία του είχε κάτι βαρύ κι ασήκωτο, σαν τον Κοεμτζή ένα πράγμα στην ‘Παραγγελιά’. Τα χέρια του πήγαιναν και δεν πήγαιναν, σαν παλιός ρεμπέτης μου φάνηκε εμένα, με κυριλέ ένδυμα και χωρίς όμως να έχει απολέσει και την διαχρονικότητα του ως lounge γητευτής. Λίγο ακόμη και θα περιμέναμε τα πατροπαράδοτα γυναικεία (και ανδρικά ίσως, ζούμε πια σε μπαισέξουαλ εποχή που ο Φερι αρέσει σε όλους) εσώρουχα να ρίχτουν μπροστά στα πόδια του, ως φόρος τιμής στον άνθρωπο που έκανε μόδα το μεταμοντέρνο ménage a trοis (= Αυτός, Αυτή και το Κοστούμι του).

Ως οι ιδεατοί εκπρόσωποι τόσο της λευκής σόουλ, όσο και του art rock έπαιξαν άψογα για μιάμιση ώρα ένα απόλυτο best of σετ αποτελούμενο από 19-20 κομμάτια, το ένα καλύτερο από το άλλο: ‘Out Of The Blue’, ‘Ladytron’, ‘Remake/Remodel’, ‘Avalon’, ‘More Than This’, ‘Virginia Plain’, ‘Editions Of You’, ‘Do The Strand’ και ‘Love Is The Drug’ (μεταξύ άλλων) με τον ήχο να είναι όμως ο μεγάλος πρωταγωνιστής. Ειλικρινά, είχα πολύ καιρό να ακούσω παρόμοιο νταβαντούρι (με την καλή έννοια) σε συναυλία, λες και ο Eno ήταν πίσω από τις κουΐντες κι έδινε εντολές. Και, σίγουρα δεν ήταν, έστω κι αν το πνεύμα των κομματιών που είχε βάλει το χεράκι του μεταξύ 1972-‘74 ήταν παρών. Εκεί ακριβώς παρατηρήθηκε μια ασυνέχεια: η ανικανότητα δηλαδή των Roxy ή του κοινού να εναρμονίσει εαυτόν με το διττό πρόσωπο του συγκροτήματος. Προσωπικά θεωρώ τους δυο πρώτους τους δίσκους ό,τι σημαντικότερο έκαναν ποτέ, άλλοι βέβαια θα προτιμήσουν την Avalon εποχή με τις lounge-ιές και τα ρέστα.

Στα παλιότερα κομμάτια του καταλόγου τους το σώου ‘φυσούσε’, όταν όμως ερχόταν στα πιο κατατονικά-μπαλαντοειδή του, όπως π.χ. η διασκευή στο ‘Jealous Guy’ (αν είναι ποτέ δυνατόν να έχει γραφτεί τραγούδι ζήλιας και ειλικρινούς συγγνώμης για αυτή τη γυναίκα!) τότε η όλη φάση έκανε ολίγον τι κοιλιά. Όχι ότι κανείς έμεινε δυσαρεστημένος στο τέλος. Ίσως εγώ κι ο Μάνος Μπούρας που θέλαμε να ακούσουμε και το αγαπημένο μας ‘2HB’.

Οι κ.κ. Μανζανίρα και Μακέι (‘προφέρεται ‘Μακάι’ στην τοπική Geordie διάλεκτο του Νιουκάσλ, αλλά μην τον μπερδέψουμε κιόλας με τον συνονόματο του σέντερ φορ της Εθνικής Ολλανδίας) κύριοι με όλη τη σημασία της λέξεως (έστω κι αν ο σαξοφωνίστας από μακριά έμοιαζε με τον Σταύρο Νιάρχο στα τελευταία του), φοβερός ο Γκάι Πρατ στο μπάσο (σταθερή αξία από τότε που τον είχε φέρει ο Γκίλμουρ στους Pink Floyd να καλύψει το κενό του Γουότερς), να παίζει περισσότερες νότες απ’ όσες ακούγονταν, ακολουθώντας το ‘Δόγμα Τζον Εντγουίστλ’ στο παίξιμο του και συμπαθέστατη η μαύρη βοκαλίστρια από πίσω (λίγο ακόμη και θα τραγουδούσε και το ‘Great Gig In The Sky’ –σιγά μη μας χαλούσε). Αν έκαναν και μια διασκευή στο ‘Young Americans’ του Μπάουι (ταίριαζε απόλυτα μετά το ενκόρ του ‘Let’s Stick Together’) θα ήμασταν πλήρως ευχαριστημένοι.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured