Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα κουτσούβελο, που ελλείψει αδελφού ή πατέρα που να τον μυήσει στη μουσική είχε μονάχα έναν ξάδελφο, αρκετά χρόνια μεγαλύτερο του, ο οποίος πριν από 16-17 χρόνια είχε τη φαεινή ιδέα να πάρει τηλέφωνο στο σπίτι του και να ζητήσει την άδεια για να πάρει μαζί του τον μικρό σε μια συναυλία λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, στο Ολυμπιακό Στάδιο. Ήταν Μάιος, τα μαθήματα είχαν τελειώσει και το κουτσούβελο πίστευε ότι απλά θα περνούσε μια ευχάριστη βραδιά παρέα με τον αγαπημένο του ξάδελφο που τόσο θαύμαζε. Που να ήξερε ότι η εν λόγω βραδιά θα του άλλαζε τη ζωή παντοιοτρόπως. Όταν το βράδυ γύρισε σπίτι, το μικρό ήταν συνεπαρμένο. Από τους ήχους, τις εικόνες, τα φλεγόμενα γουρούνια και τα ιπτάμενα κρεβάτια και τους τρεις 45αρηδες μουσικούς που γέμιζαν τη σκηνή. Την επόμενη μέρα ζήτησε από τον πατέρα του να του αγοράσει ένα δίσκο. Εκείνος τον συνόδεψε μέχρι την ‘Τζίνα’, στην Πανεπιστημίου και τους αγόρασε όχι ένα, αλλά δυο δίσκους βινυλιου, έναν κατάμαυρο, με ένα τριγωνικό πρίσμα κι έναν ακόμη, λευκό που έγραφε Queen, έτσι για αντίθεση. Οι δυο αυτοί δίσκοι ήταν και οι πρώτοι που αγόρασε το κουτσούβελο. Άκουγε ξανά και ξανά εκείνο το παράξενο βινυλιο με το πρίσμα και περίμενε υπομονετικά κάποια στιγμή ώστε να το ακούσει και ζωντανά.

Το ίδιο κουτσούβελο βρέθηκε χθες στη μέση μιας αρένας μαζί με άλλους 20 χιλιάδες που βίωσαν την ίδια εμπειρία με αυτόν ακούγοντας το. Δεν ήξερε κανέναν (εκτός από 5-6 άτομα που τον συνόδεψαν στη Μαλακάσα) κι όμως ήξερε καλά ότι με αυτούς τους ανθρώπους μοιραζόταν κάτι κοινό: την χαρά της ανακοίνωσης, την δίψα την αναμονής και το φόβο ότι μέχρι να αρχίσει η συναυλία, κάτι μπορεί να πήγαινε στραβά και να αναβαλλόταν. Τίποτα από όλα αυτά δεν πήγε στραβά. Και σήμερα, μια μέρα μετά, μπορεί κάλλιστα να καυχηθεί ότι ήταν εκεί, σε μια συναυλία που μελλοντικά μπορεί και να θεωρείται μια εκ των 5-6 καλύτερων που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα.



So yeah, thought yeah, might like to go to the show
To feel the warm thrill of confusion that space cadets’ glow


Ναι, έτσι ένιωθε. Ένας αστροναύτης που από τη χαρά του που βρίσκεται στο διάστημα, βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης, σχεδόν πανικού. Όλα γύρω του έμοιαζαν ιδανικά: ο ήχος ήταν πράγματι ‘πελώριος, τετραφωνικός, το απόλυτο δώρο για τον χαιφιντελίστα’, όπως έγραφε πριν μια δεκαετία ο φίλος Νίκος Πετρουλάκης σε εκείνο το αλήστου μνήμης μαύρο λεύκωμα με τα 100 καλύτερα άλμπουμ στην ιστορία της μουσικής. Το μέρος δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο, ο κόσμος που συμμετείχε (και δεν καθόταν με μια μπύρα στο χέρι συνομιλώντας αδιάφορα, όπως δυο μέρες πριν με τον Sting), μια κοπέλα συνομήλικη του δίπλα έβαλε τα κλάματα στο Wish You Were Here, ένας άλλος φίλος του του έλεγε και του ξανάλεγε ‘καλύτερο από οποιοδήποτε ναρκωτικό’, το κουτσούβελο σε οποίον τον ρωτούσε απαντούσε ‘σκέψου το καλύτερο σεξ που έκανες ποτέ, πολλαπλασίασε το επί 100 και πάλι δεν μπορείς να το διανοηθείς’.

Η Σκοτεινή Πλευρά του Φεγγαριού αποδείχτηκε εξαιρετικά φωτεινή –σαν το χειμαρρώδες και οργασμικό οπτικό σώου που διαδραματίστηκε μπροστά στα μάτια του: από τις εναρκτήριες νότες του Breathe, μέχρι το πρώτο rave κομμάτι όλων των εποχών, το On The Run κι από το ‘Ρέκβιεμ του 20ου αιώνα’ (δικός του ο χαρακτηρισμός) Great Gig In The Sky, μέχρι το καλύτερο κλείσιμο που έχει γίνει ποτέ σε άλμπουμ ποπ μουσικής, το δίδυμο Brain Damage κι Eclipse, ο χρόνος έμοιαζε να έχει χαθεί. Από το Shine On You Crazy Diamond, κομμάτια από τις προσωπικές δουλειές του Waters, τα Amused To Death και Final Cut (ε, δικό του εξολοκλήρου είναι το άλμπουμ, πώς να το κάνουμε;) μέχρι το Animals, το Set The Controls For The Heart Of The Sun, το In The Flesh? και Comfortably Numb και το ενκορ Αnother Brick In The Wall P.2 το κουτσούβελο είχε κάνει τη διαδρομή 1989-2006 δεκάδες φορές μέσα στα συνολικά 160 λεπτά που διήρκεσε η συναυλία.

Ο μικρός για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε να ενηλικιώνεται κι επισήμως. Ένιωσε μέσα του την απόσταση μεταξύ εφηβείας και 25-something αντί να αμβλύνεται, να μεγαλώνει, όπως αντίστοιχα αυξάνονταν και πληθύνονταν τα ποσοστά αλκοόλης στον οργανισμό του. Όπως κι οι εικόνες από τα τελευταία 17 χρόνια της ζωής του, οι οποίες συνοδεύτηκαν με κάποια (ή όλα) από τα τραγούδια που άκουγε ζωντανά μπροστά του. Κι ακόμη και τώρα που γράφει τις γραμμές αυτές φοράει ακόμη το αυτοκόλλητο στο χέρι του με την ένδειξη press area Roger Waters για να του υπενθυμίζει ότι τη 18η Ιουνίου 2006 το κουτσούβελο έγινε επιτέλους άντρας.

Κωνσταντίνος Τσάβαλος



Το να αρχίσω να φλυαρώ σελίδες ατελείωτες για τη σπουδαιότητα της μουσικής κληρονομιάς που άφησαν οι Pink Floyd δεν έχει κανένα νόημα (αν και πολύ θα το ‘θελα). Όπως νόημα πλέον δεν έχουν και οι συζητήσεις για τους λόγους που φέρνουν τον Roger Waters μόνο του στην Ελλάδα και όχι μαζί με το υπόλοιπο group (αν και ο Nick Mason θα τον συνοδεύσει στη Γαλλία στις 14 Ιουλίου).

Μπορεί να απέχει έτη φωτός η συναυλιακή εμπειρία του 1989 εν συγκρίσει με αυτή που είδαμε. Μπορεί να ήταν φτωχά τα drums στην εκτέλεση του “Set the controls for the heart of sun”. Μπορεί τα σόλο του κιθαρίστα να «περνάνε χωρίς να ακουμπάνε» όπως έγινε στο “Time” ή στο “Money” κι ακόμη και με κλειστά μάτια να μην κατάφερα να τον αντικαταστήσω νοητά με τον Gilmour. Μπορεί να μην απέδωσαν όλους τους καρπούς τους τα “On the run” και “The great gig in the sky”. Μπορεί ο ίδιος ο Waters να ήταν λίγο παραπάνω γραφικός όταν τραγουδούσε το “Leaving Beirut” έχοντας φόντο το George Bush και τη γροθιά του στην καρδιά. Μπορεί πολλά ακόμη, αλλά ούτε και αυτά έχουν κανένα νόημα. Γιατί για όλους εμάς που μεγαλώσαμε με τη μουσική τους, τους στίχους τους, γνωρίζοντας τα τραγούδια τους μέχρι τελευταίας νότας, ήταν η μοναδική ευκαιρία να ζήσουμε από κοντά λίγο από το μύθο τους, δια μέσου του ανθρώπου που στην ουσία κράτησε ζωντανή τη φλόγα που άναψε ο Syd Barrett.



Σαν καλοαναθρεμμένος Άγγλος, ο Waters, βγήκε ακριβώς στην ώρα του στη σκηνή ξεκινώντας με το “In the flesh”. Ο ήχος ήταν τέλειος, οι video προβολές επιβλητικές, ο φωτισμός εκθαμβωτικός, οι φλόγες φαντασμαγορικές, αλλά όλα αυτά θα ήταν περιττά αν δεν υπήρχε η ανατριχίλα, η συγκίνηση, το βούρκωμα ακούγοντας κομμάτια σαν το “Comfortably numb” , το “Another brick in the wall”, το “Vera”, το “Brain damage” και το “Eclipse” (το “Dark Side Of The Moon” εκτελέστηκε ολόκληρο και χωρίς κενά). Και βέβαια κατά τη διάρκεια των “Wish you were here” και “Shine on you crazy diamond Part 1” ήταν δύσκολο να ακούσεις τον Waters αφού 20.000 χιλιάδες κόσμος περίπου, τραγουδούσε τα κομμάτια.

Αντικειμενικότητα και προσδοκίες δεν υπήρχαν. Αν μη τι άλλο δεν μπορεί να περιμένει κανείς κάτι λιγότερο από αυτό που μας έδωσε μια από τις πιο δεσποτικές και σημαντικές φιγούρες της ιστορίας της σύγχρονης μουσικής. Δεν ήρθε να αποδείξει κάτι για να σταθούμε σε λεπτομέρεις. Ήρθε απλά να πραγματοποιήσει την ευχή και το όνειρο όσων βρέθηκαν εκεί. Προσωπικά, ένιωσα όλες τις στιγμές που έζησα πάνω από το πικαπ μου, να ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μου και κατά κάποιο τρόπο να εξιλεώνονται, να ολοκληρώνονται και να κλείνουν ένα σημαντικό κομμάτι του εαυτού μου.

Υ.Γ.1: Τα κομμάτια που απαιτούσαν τη φωνή του David Gilmour ερμηνεύτηκαν αξιοπρεπώς από τον κιθαρίστα και τον κιμπορντίστα της μπάντας, αλλά εκπληκτική ήταν και τριάδα των γυναικίων φωνητικών.

Υ.Γ.2: Στη μπάντα συμμετείχαν και οι Andy Fairweather Low (κιθάρα) και Graham Broad (drums) που παίζουν στα “Radio Chaos” και “Amused To Death”.

Υ.Γ.3: Θα έβαζα τα κλάματα με λυγμούς αν έπαιζε το “If” από το “Atom Heart Mother” ή το “Folded Flags” από το “When The Wind Blows”.

Γιάννης Σαμούρκας

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured