Θετικά 1&2:
Το Principal ήταν αρκετά γεμάτο από κόσμο, ο οποίος ενθουσιώδης, χειροκροτούσε, χόρευε, επευφημούσε, τραγουδούσε τους στίχους των ηρώων του, που εμφανίστηκαν μπροστά από ταιριαστό με τη μελαγχολία του ήχου τους φωτισμό, σε βαθύ μπλε ή κόκκινο χρώμα και σχήμα λουλουδιών.

Θετικά 3&4:
Ειλικρινά δεν περίμενα να υπάρχουν τόσα σοβαρά συγκροτήματα στη χώρα μας. Ένα απ΄ τα πιο ώριμα, με τέσσερα χρόνια παρουσίας και συναυλιών και ένα promo cd είναι οι Sugarmate που εμφανίστηκαν ως opening act, δεν είναι κοντά στα δικά μου ενδιαφέροντα και ίσως λίγο υποτονικοί αλλά έχουν ικανότητα σύνθεσης, με την τρομπέτα (;) να έχει ισχυρή παρουσία.

Θετικά 5&6&7:
Η αφίσα της συναυλίας, απ’ τις πιο ευρηματικές και κυνικές που έχω δει. Επίσης, η τιμή της μπύρας, 3 Ευρώ, ικανή για χαοτικές παρεκκλίσεις. Τέλος, το πανό του fun club της Liverpool, απέναντι από τους Bunnymen, τους έκανε να αισθανθούν οικεία.

Διαβάσατε πουθενά θετικό σχόλιο για τους ίδιους τους Echo & The Bunnymen; Η διασκευή του Walk on the Wild Side ήταν η καλύτερη και πιο ευαίσθητη στιγμή της βραδιάς. Και από εκεί και πέρα, μια λέξη δίνει το συναίσθημα: βαρεμάρα. Η ανασκόπηση της αθηναϊκής συναυλίας με βρίσκει σύμφωνο, τα ίδια συνέβησαν και στο Principal. Μόνο που τα είδα απ’ την αρνητική τους πλευρά. Οι περισσότεροι θα διαφωνήσουν, αυτό πρόδιδαν άλλωστε τα λαμπερά μάτια τους. Οι Bunnymen όμως είναι ιστορική μπάντα και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν έχω καμία αναστολή να γράψω άσχημα πράγματα, αν αισθανθώ ότι με κοροϊδεύουν.

Η παρουσία του McCullogh ναι μεν μπορεί να θεωρηθεί cool, με το επιμελώς ατημέλητο μαλλί και τα γυαλιά ηλίου, αλλά πιστεύω πως απλά έκρυβε τα σαράντα επτά του χρόνια. Η ακινησία του επίσης ήταν χαρακτηριστική, έδειχνε έναν άνθρωπο που διεκπεραιώνει μια δουλειά και τίποτα παραπάνω. Η φωνή του τουλάχιστον –και αυτό είναι το σημαντικότερο- παραμένει απαλή και μελαγχολική.

Έχετε δει μουσικό να μασάει τσίχλα κατά τη διάρκεια της συναυλίας; Εγώ είδα, τον μπασίστα τους. Πώς σας φαίνεται; Φορούσε μάλιστα ένα δερμάτινο κοντό μπουφάν και από κάτω φαινόταν η μπλούζα του. Η αισθητική της μπάντας ήταν εντελώς αναχρονιστική, ο Will Sergeant επίσης αγνώριστος, απορώ πως άντεξε να φοράει κι αυτός μπουφάν κουμπωμένο μέχρι το λαιμό, ίσως προσπαθούσε να κρύψει μια τεράστια κοιλιά.

Το Killing Moon, το συγκλονιστικό αυτό τραγούδι, νομίζω πως… δολοφονήθηκε, παιγμένο εντελώς ανόρεχτα. Το Roadhouse Blues επίσης, καθόλου ταιριαστό με το σκοτεινό ύφος της μπάντας.

Ορισμένα χαμόγελα, κάποιες ειλικρινά κωμικές καταστάσεις, λίγες κραυγές, ψήγματα επικοινωνίας με το κοινό, μπορούν να περισώσουν και να διατηρήσουν το μύθο;

Αλλά όλα αυτά δεν έχουν καμία σημασία, εφόσον οι Bunnymen άρεσαν τόσο πολύ στους περισσότερους. Και στο κάτω κάτω, όλοι ξέρουμε σαν τι είναι οι γνώμες, ε λοιπόν μπορώ να έχω κι εγώ μια.

Υ.Γ. Ο Γιάννης ως θεματικός φωτογράφος προτίμησε εκείνο το βράδυ τα φανταχτερά χρώματα των Him. Γι’ αυτό και δυστυχώς δεν μπορώ να αποδείξω τα ως ανωτέρω λεγόμενά μου…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured