Το σκηνικό του σκληρού ήχου θυμίζει την Αριστερά. Τάσεις, φράξιες, κινήματα, σκηνές, ανθυποσκηνές. Νοοτροπίες του τύπου “εγώ ακούω μόνο Νεοϋορκέζικο hardcore”, “αν δεν είναι Νορβηγικό black εγώ δεν ασχολούμαι” κλπ. Η ανάγκη να διαφέρεις με κάθε κόστος, σε όλο της το μεγαλείο. Ευτυχώς που υπάρχουν καλλιτέχνες σαν τους Converge που με τη μουσική τους και τη στάση τους, φτύνουν κατάμουτρα αυτή τη τελειωμένη συμπεριφορά. Γιατί μπορεί να είναι παιδιά του hardcore αλλά έχουν στο αίμα τους το extreme metal αλλά και (ψήγματα έστω από) alternative rock, Βοστωνέζοι όντες. Κατά συνέπεια, το Αν άνοιξε τις πόρτες τους σε ένα ανομοιογενές σε πρώτη ανάγνωση κοινό αλλά επί της ουσίας σε οπαδούς του σκληρού ήχου γενικώς, από όποια κοιτίδα κι αν αυτός προέρχεται.

Της ίδιας λογικής του παντρέματος hardcore και metal που έχουν ανάγει σε επιστήμη οι Converge, ήταν και οι Έλληνες Darkstar (καμία σχέση με τους Dark Star, το indie/new wave γκρουπ από την Αγγλία που ψιλοαπασχόλησε τον κόσμο στα τέλη των 90s). Με πολύ σωστά, σχετικά brutal φωνητικά, καλό στήσιμο κι ένα ντράμερ που το πάλευε (και εν πολλοίς κατάφερνε) να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ήχου και των συνθέσεων, οι οποίες έπαιζαν καλά το παιχνίδι του κατεβάσματος του ρυθμού στη μέση, σπάζοντας με έξυπνο τρόπο τη χειμαρρώδη ορμητικότητα. Αν υπάρχει ένα πρόβλημα, είναι ότι δεν ξεχώρισε κάποιο κομμάτι για την ιδέα του, οπότε και έμοιαζαν σαν καλοί μαθητές που διάβασαν καλά την προηγούμενη νύχτα. Πάντως, είναι βέβαιο ότι έχουν πολύ μέλλον, και λογικά την επόμενη φορά θα είναι πολύ καλύτεροι, καθώς φάνηκαν να γουστάρουν αυτό που κάνουν.

Περιμένοντας να βγουν οι Converge, οι περισσότεροι είχαν ήδη δει τον τραγουδιστή Jacob “tattoed all over” Bannon να κοιμάται δίπλα στο stand με τα μπλουζάκια. Ως γνήσιοι εκφραστές του punk rock ethic, περιοδεύουν με εξαντλητικό πρόγραμμα, δίνοντας στο Αν την 24η συναυλία τους μέσα σε διάστημα 25 ημερών, κι έτσι οποιοδήποτε σημείο μπορεί να αποτελέσει το τέλειο κρεβάτι. Βλέποντας τον λεπτοκαμωμένο frontman να ετοιμάζεται για το show λίγο αργότερα, πηγαίνοντας πάνω κάτω στη σκηνή σαν σε παράκρουση, καταλάβαινες ότι η συναυλία για αυτόν είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό performance. Ο τύπος δίνει ό,τι έχει πάνω στη σκηνή, ουρλιάζοντας και καταστρέφοντας συνειδητά το λαρύγγι και τις φωνητικές του χορδές για να μπορέσει να οδηγηθεί στο σημείο εκείνο που η υπέρμετρη ένταση της μουσικής προκαλεί την πολυπόθητη αυτοκάθαρση. Οπότε αν η εμφάνισή τους κράτησε πολύ λιγότερο από μία ώρα, δικαιολογείται εν μέρει (παρότι θέλαμε κι άλλο) από το ότι δύσκολα ο τραγουδιστής θα άντεχε παραπάνω.

Βέβαια πέρα από τον Bannon, τον υποκινητή της καφρίλας, μπασίστα Nate Newton και τον απίστευτα ευρηματικό και ταυτόχρονα άνετο ντράμερ Ben Koller, την παράσταση έκλεβε ο μουσικός καθοδηγητής, κιθαρίστας Kurt Ballou. Μοιάζοντας χαρακτηριστικά στον Lester Bangs (όπως τον υποδυόταν ο Phillip Seymour Hoffman στο “Almost Famous”) και φορώντας μπλουζάκι Depeche Mode, ήταν μια ασύλληπτη μορφή, που όμως έπαιζε με μαθηματική ακρίβεια τα evil riffs του. Μια κιθάρα είναι σπάνια αρκετή για συγκροτήματα που παίζουν με τα όρια της τραχύτητας του σκληρού ήχου, οι Converge και ο Ballou όμως δεν έχουν ανάγκη από βοηθήματα.

Μέσα σε τόσο μικρή διάρκεια πάντως κατόρθωσαν να χωρέσουν πολύ υλικό, κυρίως από το τελευταίο τους άλμπουμ “You Fail Me”, που πολλοί σκληροπυρηνικοί απορρίπτουν λόγω της πιο φροντισμένης παραγωγής του. Κρίμα γιατί όποιος έχει αφτιά και κρίση, είναι αδύνατο να μένει ασυγκίνητος από την ακραία συναισθηματική βαρύτητα κομματιών σαν το ομώνυμο ή το “Last Light”, η κραυγή του οποίου “this is for the hearts still beating” αποτέλεσε και το highlight της εμφάνισής τους, ανάμεσα στα αμφεταμινικά hardcore σφηνάκια τύπου “Concubine” και “Eagles Become Vultures”. Γενικά ό κόσμος έδειξε ψαγμένος και ζήτησε (και πήρε) και κομμάτια από παλιότερους δίσκους, ιδιαίτερα από το αριστορυγηματικό “Jane Doe” του 2001 αλλά προκάλεσε και την απορία του συγκροτήματος που περίμενε περισσότερη δραστηριότητα στις μπροστινές σειρές. Δεν τους αδικώ αφού μπορεί να έχουν συνηθίσει τον κόσμο τους να πλακώνεται ανελέητα, από την άλλη όμως θα έπρεπε να καταλαβαίνουν ότι κάποιοι από μας μπορεί να απολαμβάνουν ένα live το ίδιο, απλώς μένοντας ακίνητοι με ανοιχτό το στόμα.

Μια συναυλία των Converge, όπως είπε ο Bannon επί σκηνής λίγο πριν εγκαταλείψει κουρασμένος αλλά πλήρης για μια ακόμα βραδιά, έχει ως στόχο να παραλάβει όλη τη συσσωρευμένη αρνητική μας ενέργεια και να τη μετατρέψει σε θετική. Αυτή είναι η ουσία του σκληρού ήχου, και όσο κι αν κάποιοι “πάνκηδες”, “μεταλλάδες” και “χαρντκοράδες” νομίζουν ότι αυτό είναι προνόμιο μόνο του συναφιού τους, ισχύει για κάθε καλό συγκρότημα που ξέρει να εξουθενώνει μια ηλεκτρική κιθάρα. Μπορεί να έμοιαζε με live φιξάκι, αλλά ήταν μια ξεχωριστή συναυλία-βίωμα, που άξιζε τα 25 ευρώ της.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured