Οι διακοπές υποτίθεται ότι υπάρχουν για να ξεκουραζόμαστε και να «φορτίζουμε τις μπαταρίες μας» - πάντα ήθελα να γράψω αυτή την τόσο χυδαία κλισέ έκφραση! Τρεις μέρες όμως στο Μπενικάσιμ έχουμε καταντήσει ανθρώπινοι υαλοκαθαριστήρες που σε χρόνο αστραπή κινούνται δεξιά αριστερά σαρώνοντας κάθε εκατοστό της επιφάνειας του χώρου. Η Κυριακή πρωί ήταν λοιπόν η στιγμή του χαλαρώματος, ενδεικτική άλλωστε και η ώρα αφύπνισης μας: 3 το μεσημέρι. Κατεβήκαμε ακόμη μια φορά στο κέντρο της πόλης να τσιμπήσουμε μια Μασεντόνια (όχι, δεν είναι η Μακεδονία ισπανιστί, σημαίνει «πιάτο με ποικιλία αλλαντικών και λοιπών εδεσμάτων») και να ολοκληρώσουμε το Κεφάλαιο 1 της ταχείας εκμάθησης ισπανικών. Μέχρι τότε το μόνο που γνωρίζαμε ήταν ένα ξερό «Όλα» που σημαίνει Γεια, αλλά σήμερα Κυριακή μάθαμε και την χρησιμότατη παροιμία «Ο Φογιάμος Τόδος, ο Λα Πούτα Αλ Ρίο», που σημαίνει «Ή γαμάμε όλοι ή ρίχνουμε την πουτάνα στο ποτάμι» και που χρησιμοποιείται στην –συχνή απ’ ότι φαίνεται– εξής περίπτωση: μια μπακουροπαρέα τριών ανδρών έχει βγει έξω και στο μπαράκι που πίνουν την σαγκρία τους ο ένας εξ αυτών βρίσκει γκόμενα και οι άλλοι δυο μένουν με την τσαπού στα χέρια, οπότε και του αντιτείνουν την εν λόγω ατάκα.

Το απογευματάκι τελικά μάθαμε τι έπαιξε με το θέμα Μόρισει: ο ατζέντης του έστειλε ανακοίνωση στους διοργανωτές ότι ο πελάτης του δεν μπορεί να παρευρεθεί στο φεστιβάλ γιατί η υγειά του είναι καταπονημένη. Και σκέφτομαι τώρα εγώ με το ταπεινό μου μυαλό: αν ήταν όντως έτσι, γιατί δεν το έλεγαν από την αρχή και μας παραμύθιαζαν με δικαιολογίες περί καθυστέρησης του αεροπλάνου από το Λονδίνου και προβλήματα στην μεταφορά της τεχνικής υποδομής; Μάλλον ο Μοz από την αρχή δεν γούσταρε να τρέχει στα ρουμάνια της Ισπανίας και προσπάθησε να χρυσώσει το χάπι, αλλά όταν είδε τα σκούρα είπε την αλήθεια. Μακάρι να μην είναι έτσι, αλλά αυτή η εντύπωση δόθηκε τελικά και πολύς κόσμος ξενέρωσε με την πάρτη του, δεδομένης της ιδιορρυθμίας του χαρακτήρα του ούτως ή άλλως.

Γύρω στις 8 κι αφού οι διοργανωτές μετέφεραν χωρίς προειδοποίηση μίση ώρα νωρίτερα την προγραμματισμένη συνέντευξη των Franz Ferdinand –στην οποία ο ταπεινός συντάκτης σκόπευε να απευθύνει πατριωτικούς χαιρετισμούς στον Αλεξ και να του μεταφέρει την ιδρωμένη απαίτηση των συμπατριωτών του να παίξουν στην γενέτειρα χώρα του – βρέθηκα να περιμένω την εμφάνιση του Arthur Lee, ο οποίος ως μοναδικό εναπομείναν μέλος των Love θα ερμήνευε επί σκηνής τα τραγούδια από το Forever Changes – ένα από τα δέκα κορυφαία LP όλων των εποχών κατά τον γράφοντα. Ο Lee βγήκε παραπατώντας στην σκηνή κι αν ζούσαν οι αρχαίοι τραγικοί ποιητές, πιστεύω ότι θα του είχαν αφιερώσει έναν ολόκληρο κύκλο τραγωδίας.

Για λύπηση. Αυτό ήταν συνολικά ο Lee. Μουρμούριζε κάτι ακαταλαβίστικα για τον «φίλο του Rick James που τόσο άδικα είχε πεθάνει την προηγούμενη μέρα», κοιτούσε το κοινό απαθής πίσω από τα μαύρα του γυαλιά, τα οποία μάλλον έκρυβαν δυο τρύπες αντί για τα μάτια εκείνα που το 1966 γυάλιζαν από εξυπνάδα. Κρίμα, πολύ κρίμα. Το φάντασμα του Lee έπαιξε ο,τι μπόρεσε να παίξει – χαρακτηριστικό είναι ότι τραγούδησε σε ένα ή δυο συνολικά κομμάτια και τα υπόλοιπα ερμηνεύτηκαν από την συνοδευτική του μπάντα – ενώ πολύς κόσμος είχε αποχωρήσει από τις πρώτες κιόλας νότες του Alone Again Or, μην μπορώντας να αντικρίζει ένα τέτοιο αξιολύπητο θέαμα. Κι εγώ από μέσα μου του αφιέρωνα το Sisters Of Mercy προσπαθώντας να ξορκίσω τις φωνές και τα γιουχαΐσματα που ακούστηκαν πολλές φορές. Αυτός ο άνθρωπος δεν χρειαζόταν γιούχα εκείνη την ώρα, αγάπη και συμπόνια χρειαζόταν. Πως είναι δυνατό να το εξηγήσεις βέβαια αυτό σε άτομα τα οποία πλήρωσαν ένα σεβαστό ποσό για να τον δουν και τώρα φεύγουν αποκαρδιωμένοι; Όσοι κάθισαν μέχρι το τέλος απόλαυσαν ένα απλά καλό Red Telephone ως παρηγοριά στον άρρωστο.

Εγώ έτρεξα αμέσως να προλάβω τους αξιότιμους Κύριους Gotobed, Newman, Gilbert και Lewis, ήτοι τους τέσσερις Wire, μιας εκ των σημαντικότερων συγκροτημάτων που ξεπήδησαν από την έκρηξη του βρετανικού πανκ, μόνο που με δίσκους όπως το Pink Flag συγκαταλέγονταν στο πιο διανοουμενίστικο παρακλάδι του μουσικού αυτού ρεύματος. Έχω να κάνω pogo αρκετά χρόνια. Ώρα 8.55 ξεκίνησα και δεν θυμάμαι ποτέ ακριβώς σταμάτησα να χτυπιέμαι πάνω κάτω. Μα έπαιξαν όλο το Pink Flag, δεν μπορούσα καν να το πιστέψω! A Question of Degree, Mannequin,On Returning, A Touching Display, Practise Makes Perfect, 12XU, Dot Dash, Reuters, Mr. Suit, The Αrt of Shopping, The Other Window κι άλλα πολλά που δεν θυμάμαι καθότι το μπαράζ των δίλεπτων επιθέσεων δεν σταμάτησε ούτε λεπτό. Θυμάμαι αμυδρά στο Agfers Of Kodak να κοιτάζομαι άγρια με ένα τύπο δίπλα μου που κουνούσε τα χέρια του αρκετά επικίνδυνα και στο αμέσως επόμενο κομμάτι, το Comet να χορεύω μαζί του πιασμένος από τον ώμο. Μετά τον κέρασα μια μπύρα και έπιασα και κουβέντα μαζί του και αυτός με την σειρά του μου υποσχέθηκε να διαδώσει τον Λόγο Του Αβόπολις στην Γηραιά Αλβιόνα.

Έχασα αρκετό από το σετ του Brian Wilson, χαλάλι τους όμως! Έφυγα από την Σκύλλα και πήγα στην Χάρυβδη. Η συγκινησιακή φόρτιση από τους Wire εκτονώθηκε στις πρώτες νότες του Heroes And Villains, που μόλις και πρόλαβα. Δυστυχώς είχα χάσει το Sloop John B. Και το California Girls, όμως μετά ακολούθησε ένα God Only Knows με καπάκι το Good Vibrations – με το theremin να κλέβει την παράσταση – για να με αποτελειώσει. Ο When-I’m-Sixty-Four Brian γλυκύτατος σαν νεαρός Beach Boy πάνω από το πιάνο του να κατευθύνει την ορχήστρα (γνωστή κι ως Stockholm Strings) άλλοτε με τα χέρια του κι άλλοτε απλά με κινήσεις των ματιών του και μια 25αρα κοπελίτσα στα backing vocals να κλέβει τα βλέμματα του ανδρικού κοινού – και τα δικά μου επίσης, με κίνδυνο να γίνω αντιληπτός από την συνοδό μου και να πέσει παντόφλα στη σκηνή.

Λίγα λεπτά μετά στήθηκε ένα surf rock ‘n’ roll party, στο οποίο οι γονείς μου, όπως και πολλοί άλλοι γονείς θα παρατούσαν τα σπίτια τους για να το ζήσουν από κοντά: Imagination, I Get Around, Catch A Wave, Surfer Girl, Surfin USA, Help Me Rhonda, Wouldn’t It Be Nice, Ιn My Room, Barbara Ann, Fun Fun Fun, καθώς και τα Soul Searching, Desert Drive από το πρόσφατο προσωπικό του άλμπουμ. Aν η εμφάνιση των Wire ήταν ο θρίαμβος της αδρεναλίνης, ο Brian Wilson αποτέλεσε τον θρίαμβο της Ποπ Μουσικής.

Και τώρα τι; Θέλετε να σας πω για τους Franz Ferdinand; Μα τι καταιγίδα ήταν αυτή που έπιασε γύρω στις 11 το βράδυ; Μα τον Τουτατίς και την Μπελισιμά, σε κάποιο σημείο νόμισα ότι θα πνιγόμουνα από την ηδονή! νας Αλεξ επικοινωνιακός, που πέταγε ατάκες γρήγορες σαν τα ριφάκια που ξεπηδούσαν από την κιθάρα του, έξυπνος, μεγάλος περφόρμερ. Ζήτω το Matinee, το Michael, το superfantastische Darts Of Pleasure, η Jacqueline που δουλεύει μόνο όταν έχει ανάγκη τα χρήματα, This Fire που είχε πιάσει στις πατούσες μας, το ονειροπόλο Tell Her Tonight, το Take Me Out που αν ήταν αυτοκίνητο θα ήταν ένα θηριώδες πολυμορφικό 4Χ4 με τόσες αλλαγές που έχει, το προσωπικό μου αγαπημένο Come On Home που ο Άλεξ τραγούδησε 1000 φορές καλύτερα από την στουντιακή του εκτέλεση.

Πω πω, παραληρώ, ας με σταματήσει κάποιος! Αυτή η μπάντα ευθύνεται Κύριε Δικαστά για την κλεισμένη φωνή που είχα για τις επόμενες τρεις μέρες, αυτό το συγκρότημα Αξιότιμοι Κύριοι Ένορκοι προκάλεσε τις φουσκάλες στα πόδια μου, αυτό το γκρουπ κόντεψε να μου κόψει την ανάσα όταν έπαιξαν το ολοκαίνουργιο This Boy και το Shopping For Blood (b-side στο Darts). Καταδικάστε τους Κύριοι Δικαστές! Είναι ένοχοι για Παρά Φύση Ασέλγεια – για να μην το πω διαφορετικά – στα αυτιά μας, στα κορμιά μας και σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος μας συμμετείχε στο γλέντι την ώρα εκείνη. Δεν έχω ξαναδεί συγκρότημα στη ζωή μου που να μην παίξει ούτε ΜΙΑ λάθος νότα κατά την διάρκεια του σετ του. Fullpoint.

Ίσα ίσα που πρόλαβα το τελείωμα του σετ των Lambchop. Το Lone Official λειτούργησε ως Betadin και η ανταπόκριση του κοινού ως ασπιρίνη στο καυτό κεφάλι μου. Ο Kurt πρέπει να κουράστηκε αρκετά πηδώντας από το funk του Isaac Hayes στο lo fi κιθαριστικό ήχο κι από το country στο booze-rock, αλλά το ζεστό χειροκρότημα από όσους – ορκισμένους εχθρούς του ΝΜΕ και των uber-hype προϊόντων που αυτό δημιουργεί – παρευρέθηκαν εκείνη την ώρα στη σκηνή που εμφανιζόταν πρέπει να τον ευχαρίστησε, αν κρίνω από το γεγονός ότι το χαμόγελο του έφτανε μέχρι το καπέλο που ήταν στερεωμένο στο κάμπριο κεφάλι του. Να με συγχωρήσουν οι φίλοι των Spiritualized και ο φίλος Κονδύλης, αλλά έχοντας δει τον Jason ξανά, προτίμησα να επισκεφτώ την σκηνή των LCD Soundsystem από το να τριπάρω στο Διάστημα. Μαζί μου συμφώνησαν και αρκετές εκατοντάδες άλλοι φίλοι του James Murphy, οι οποίοι κάθε φορά που αυτός σταματούσε φώναζαν από κάτω «Play Losing My Edge man!». Δεν μας χάλασε το χατίρι ασφαλώς. Πολλές κιθάρες, πιο πολλά κρουστά, ακόμη περισσότεροι συνθετητές. Πιστεύω ότι αν οι Public Image ήταν ενεργοί σήμερα, κάπως έτσι θα ακούγονταν –μόνο που δεν θα μπορούσαν να συνθέσουν ποτέ ένα τόσο καλό τραγούδι όσο το Yeah. Yeah και πάλι Yeah!

Επιστρέφοντας στην κεντρική σκηνή έπεφτε η αυλαία για τους Spiritualized. Μάταια ο Pierce προέτρεπε το κοινό «Come Together». Το τελευταίο είχε κατά το ήμισυ του αποχωρήσει κι εμείς αναζητούσαμε ένα καθαρτικό για το υπνωτικό σετ που παρακολουθούσαμε. Ο χώρος γέμισε απροσδόκητα για τους Dandy Warhols, ένα παρασάγγες πιο εμπορικό και «βαρύ» από άποψης δημοφιλίας συγκροτήματος. Ο Taylor άφησε πάλι τα μαλλιά του να μεγαλώσουν αφήνοντας κατά μέρος την χαίτη μοικανού που είχε πέρσι και κάνοντας ευτυχισμένα πολλά κοριτσάκια στο κοινό που ένιωθαν και πάλι τις ορμόνες τους να ανεβαίνουν στη θέα του. Μια Zia McCabe έγκυος όσο ποτέ (sic) με ζωγραφισμένη της κοιλιά της, ο afrolover Brent πίσω από τα ντραμς και το έτερο ομορφόπαιδο της μπάντας, ο Peter ίσα που φαινόταν κρυμμένος πίσω από τον κάμεραμαν που βιντεοσκοπούσε το φεστιβάλ.

Η μαγνητική, εστέτ παρουσία του Courtney φυσικά ήταν το κλειδί της αποθεωτικής υποδοχής που έτυχαν, ιδίως όταν φιλοδώρησαν το ισπανικό κοινό με το τραγούδι της Vodaphone (έτσι θα το λέμε πια μεταξύ μας…), το Boys Better, το Get Off και το Junkie. Μετά το εμπορικό πρώτο μέρος προτίμησαν να το παίξουν κάτι σε είμαστε-η-cover-μπάντα-των-Swervedriver κι επιδόθηκαν σε ένα – δεκάλεπτο ήταν; εικοσάλεπτο ήταν; θα σας γελάσω…- τζαμάρισμα δημιουργώντας ένα κιθαριστικό τείχος που κανείς δεν μπορούσε να διαπεράσει κι αφήνοντας όπως ήταν αναμενόμενο παραπονεμένους τους φίλους τους, οι οποίοι ασφαλώς και θα ανέμεναν κάτι πιο ταιριαστό για κλείσιμο κι όχι μια shoegazing διασκευή στο …Dark Sun των Grateful Dead (γιατί κάπως έτσι ακούστηκε…).

Όταν τα φώτα έκλεισαν ρίχνοντας το Μπενικάσιμ στο απόλυτο σκοτάδι όλοι μας ξέραμε τι θα επακολουθούσε. Η διακίνηση «κουμπιών» έφτασε στα όρια της μαύρης αγοράς ενόψει της εμφάνισης των Chemical Brothers και ο χώρος ξαφνικά έγινε κατηφορικός. «Ζει Μπόι, Ζει Γκερλ» τραγουδούσαν εν χορώ οι Ισπανοί με την χαρακτηριστική τους προφορά στα πρώτα hard beats του Hey Boy Hey Girl.

Μετά την εμπειρία του LCD του James Murphy, είχαμε αυτήν του LSD των «αδελφών» Ed και Tom – by the way, ωραίο το νέο σου κούρεμα Tom. Λιποθυμιές σωρηδόν, ένα παλικάρι λίγο δίπλα μεταφέρθηκε λιπόθυμο στα χέρια των γιατρών με το χαμόγελο του Ecstasy στα χείλη του, χαλώντας λίγη από την μαγεία του Song To The Siren. Το Get Yourself High ενεργοποίησε ορμόνες χαμένες στα πιο δυσπρόσιτα μέρη του κορμιού μας, το Let Forever Be ως καλύτερο κομμάτι που έγραψαν ποτέ δεν χρήζει περαιτέρω σχολιασμού. Στο Block Rockin Beats άρχισαν τα πράγματα να σκουραίνουν, αφού στις μπροστινές σειρές είχαν ήδη συρρεύσει κάτι τελειωμένες ισπανόφατσες, οποιαδήποτε συζήτηση με τις οποίες σε διαδικαστικά θέματα («μπορείς να πας λίγο πιο πέρα γιατί πατάς εδώ και 3 λεπτά το πόδι μου» ή «η πλάτη μου δεν είναι διάδρομος προσγείωσης των αγκώνων σου») θα μπορούσαν να καταλήξουν σε καυγά. Οπότε πήραμε τα γυναικόπαιδα και μεταφερθήκαμε λίγο πιο πίσω ώστε να ακούσουμε το Setting Sun απρόσκοπτα και χωρίς να κινδυνεύουμε να χάσουμε τη σπλήνα μας.

Ο τελευταίος άνθρωπος που μας είδε, μπορεί να σας διαβεβαιώσει ότι ουδέποτε πήγαμε περπατώντας μέχρι την πόλη μόνο με τα μποξεράκια μας στις 4 το πρωί, ούτε πετάγαμε στους μπάτσους όσες γρανίτες είχαν απομείνει στα περίπτερα της Motorola και πολύ περισσότερο δεν έχουμε καμία μα καμία σχέση με τα άτομα αυτά που εθεάθησαν να ουρούν στα ντους του κάμπινγκ επειδή δεν κατάφεραν να βρουν τον δρόμο για τις τουαλέτες. Τουλάχιστον δεν καταλήξαμε σαν τον ανταποκριτή του ΝΜΕ –ονόματα δεν λέμε…- ο οποίος στο περσινό Μπενικάσιμ μετά το πέρας της τελευταίας μέρας κειτόταν λιπόθυμος έξω από την Press Area…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured