Φωτογραφίες: Έφη Κρητικού

Νομίζω πως δεν υπάρχει καταλληλότερη λέξη για να περιγράψει το νέο άλμπουμ του Βασιλικού, εκτός από Vintage. Ρετρό, αλλά καθόλου παλιομοδίτικο, σου δίνει μια αίσθηση 1970s νοσταλγική για τους μεγαλύτερους και ίσως πρωτόγνωρη για τους πιο μικρούς. Έτσι ετερόκλητο ήταν και το κοινό το βράδυ της Κυριακής στο Μικρό Παλλάς: οι ηλικίες κυμαίνονταν από τα 4 έως τα 75 έτη, χωρίς καμία – μα καμία – υπερβολή.

Από νωρίς γέμισε το θέατρο, και, αν στην αρχή είχα τις αμφιβολίες μου για την επιλογή του χώρου (ναι μεν ήταν ζεστός, αλλά ίσως λίγο μικρός για κάποιον σαν τον Βασιλικό), όσο περνούσε η ώρα, η επιλογή φάνταζε όλο και σοφότερη. Το παρεΐστικο κλίμα αλλά και τα αναπαυτικά καναπεδάκια έκαναν την εμφάνισή του να μοιάζει σαν μια πριβέ συναυλία στο σαλόνι του σπιτιού μου. Το σκηνικό με τις στραφταλιζέ γιρλάντες κάθε άλλο παρά Χριστούγεννα θύμιζε, ενώ ο συνδυασμός αυτού του αέρινου λαμπυρίσματος με τα χρώματα στα φώτα έδινε μια νότα παραμυθιού στην ατμόσφαιρα.

Το μόνο που τηρήθηκε σε σχέση με τη σειρά των κομματιών του δίσκου ήταν η αρχή και το φινάλε – το “Across The Universe” και το “Moonriver” δηλαδή, τα οποία υποστήριξαν επάξια τις θέσεις που τους δόθηκαν στο πρόγραμμα. Ώρα με την ώρα παρουσιάστηκαν και τα υπόλοιπα 11, με αποκορύφωμα το “You Are My Destiny”, το οποίο ακούστηκε και στο encore, αφού το κοινό επέμενε να ξαναδεί τη μπάντα στη σκηνή, ακόμα και όταν τα φώτα άναψαν σημαίνοντας το τέλος. Αλλά η συναυλία δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτά: όπως είπε ο Βασιλικός, τα υποψήφια τραγούδια για μια θέση στο Vintage ξεπερνούσαν τα 35, οπότε επέλεξε να παίξει και δύο από όσα έμειναν απ’ έξω. Ο λόγος για το “Don’t Give Up” του Peter Gabriel και το “A Different Corner” του George Michael, που ακούστηκαν αμέσως μετά το ολιγόλεπτο διάλειμμα. Περισσότερο ενδιαφέρον στην παράσταση έδινε και ο ξεχωριστός τρόπος με τον οποίο προλόγιζε ο Βασιλικός κάποια από τα κομμάτια, σαν με μικρά ποιήματα ειδικά γραμμένα για την περίσταση. Αν και η συναυλία/παρουσίαση κράτησε λιγότερο από μιάμιση ώρα, όλοι φάνηκαν να φεύγουν με τα θετικότερα σχόλια και μια έκδηλη ικανοποίηση. Αναμενόμενο. 

Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν περίμενα η πρώτη προσωπική δουλειά του Βασιλικού να είναι μια τέτοια συλλογή κλασικών κομματιών, αφού επανειλημμένως έχει αποδείξει ότι η έμπνευση και η δημιουργικότητα δεν συνηθίζουν να τον εγκαταλείπουν – επομένως ρίσκαρε να δώσει μια λάθος εντύπωση κυκλοφορώντας το Vintage. Παρόλα αυτά, και ο ίδιος έχει εκθέσει στην πρόσφατη συνέντευξή του στο Sonik τι τον οδήγησε σε μια τέτοια κίνηση, αλλά και εγώ με τη σειρά μου νομίζω ότι δεν ήταν η έλλειψη «στοκ» δικών του κομματιών εκείνη που τον οδήγησε σε έναν τέτοιον δίσκο. Το αναμφισβήτητο πάντως της υπόθεσης είναι τα συναισθήματά του για τα εν λόγω κομμάτια, καθώς, από τον τρόπο που τους έχει φερθεί – τόσο ενορχηστρωτικά όσο και ερμηνευτικά (στούντιο ή live) – δείχνει πόσο πολύ τα αγαπάει. Και αν κάτι ακόμα με προδιαθέτει θετικά, είναι εκείνο το μικροσκοπικό «Vol. 1» κάτω δεξιά στο εξώφυλλο του Vintage, το οποίο προδίδει τη συνέχεια του εγχειρήματος. Με βάση τα όσα είδα στο Μικρό Παλλάς, βάζω το χέρι μου στη φωτιά πως τίποτα δεν θα έχει να ζηλέψει από τον προκάτοχό του...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured