Τάνια Σκραπαλιώρη

Ποια είναι η ιστορία πίσω από το όνομα κάτω από το οποίο παίζεις και δημιουργείς;

Ήθελα ένα όνομα για το project που να συνδυάζει τη σκοτεινή πλευρά των συνθέσεών μου με την πιο «τρελή» διάστασή τους. Έτσι, σχεδόν φυσικά, επέλεξα το Cabaret Nocturne: ένα όνομα με γαλλική χροιά, το οποίο εγείρει μυστήριο και ασάφεια. Κάτι που ενισχύει την απήχησή του ακόμα περισσότερο.

Στο προφίλ σου στο Beatport περιγράφεσαι ως «χαμαιλεοντικός» παραγωγός, με «το προνόμιο της ανεξαρτησίας». Υπό ποια έννοια νιώθεις χαμαιλέοντας και προνομιούχος;

Οι επιρροές μου είναι πολλές και ετερόκλητες, αυτή είναι και η πεμπτουσία του project μου. Στις παραγωγές μου αφήνω τον εαυτό μου να παρασυρθεί από οποιοδήποτε ερέθισμα, χωρίς να ακολουθώ νόρμες και κώδικες της εκάστοτε καλλιτεχνικής «τάσης». Έτσι, στις συνθέσεις μου θα συναντήσει κανείς ισόποσες επιρροές από new wave και italo disco, newbeat και house. Είμαι πολύ περήφανος που έχω pop, post-punk, slo mo, house και techno κομμάτια στη δισκογραφία μου.

Tο κλειδί είναι βρεις το ιδανικό μείγμα δημιουργικότητας και καλλιτεχνικής ευφυΐας, το οποίο θα αποκαλύψει ένα ειλικρινές συναίσθημα και θα πει την ιστορία, αφήνοντας παράλληλα κι ένα χαρακτηριστικό ηχητικό αποτύπωμα. Αναμφίβολα, το τελευταίο είναι κι ένα από τα πιο δύσκολα σημεία.

Όσον αφορά στην ανεξαρτησία, μένω πιστός στην ελευθερία της σύνθεσης, γι' αυτό και έχω την τύχη (και την πολυτέλεια) να παραμένω ελεύθερος.

Τι πρωτοκίνησε το ενδιαφέρον σου για την ηλεκτρονική μουσική; Αν δεν ασχολιόσουν με αυτήν, αλήθεια, τι φαντάζεσαι ότι μπορεί να έπαιζες;

Ήμουν πολύ μικρός, κάπου 6 ή 7 χρονών. Όλα ξεκίνησαν όταν βρήκα ένα μικρό ραδιόφωνο, το οποίο κι έκρυβα κάτω από το κρεβάτι μου, ώστε να ακούω όσο ήθελα έναν ανεξάρτητο ραδιοφωνικό σταθμό που έπαιζε κυρίως newbeat και new wave. Ήμουν ενθουσιασμένος, ήταν φανταστικό! Αργότερα, στα 12 μου, όταν ήμουν πια αρκετά μεγάλος για να πάρω τρένο μόνος μου, πήγα και αγόρασα τα πρώτα μου βινύλια.

Η ηλεκτρονική μουσική είναι σαν ιός, ο οποίος δεν με άφησε ποτέ από τότε! (γέλια) Αν δεν με είχε κερδίσει, ειλικρινά πιστεύω ότι θα στρεφόμουν στην τζαζ. Παραμένω όμως πεπεισμένος ότι η επιθυμία μου για πειραματισμό θα παρέμενε η ίδια, οδηγώντας με πάλι σε παρόμοιο δρόμο, ίσως μέσω του sampling ή ενός DJ remix.

Πράγματι, η μουσική σου συνδυάζει σκοτάδι, 1980s pop, new wave με κλασικά house στοιχεία. Τι μουσική σου άρεσε ν’ ακούς λοιπόν, από τότε που πήρες εκείνα τα πρώτα βινύλια;

Πολλοί μεγάλοι καλλιτέχνες με έχουν σημαδέψει, αλλά τα πρώτα ονόματα που μου έρχονται στο μυαλό είναι: Fad Gadget, Giorgio Moroder, Depeche Mode, Face, Beastie Boys, Kraftwerk, Run DMC, The Residents και New Order.

Τι ιστορίες σου αρέσει να διηγείσαι με τη μουσική σου;

Δεν μπορώ να το απαντήσω αυτό με ειλικρίνεια. Κατά τη γνώμη μου, η πρόσληψη ενός κομματιού είναι προσωπική υπόθεση του καθενός –κι εξαρτάται κι από τη στιγμή που θα τον βρει. Σε ό,τι με αφορά, πάντως, αν ένα κομμάτι μου κάνει τον ακροατή του ταξιδιώτη, είναι για μένα η πιο όμορφη νίκη.

Πιστεύεις ότι η electronica είναι είδος μουσικής ικανό να μεταδώσει μηνύματα; Ή είναι μόνο χορός και ένστικτο και τίποτα άλλο;

Φυσικά και είναι! Θα έλεγα μάλιστα ότι είναι προορισμός ενός ηλεκτρονικού κομματιού να χορέψει όχι μόνο το κορμί, αλλά και το μυαλό. Το τέλειο παράδειγμα είναι, για μένα, το "The Man With The Red Face" του Laurent Garnier. Είναι ένα κομμάτι γεμάτο γενναιοδωρία και ανεπιφύλακτη ελπίδα.

Προτιμάς να παίζεις τη δική σου μουσική, από το να κάνεις DJ sets;

Για να πω την αλήθεια, υπήρξε πολύ δύσκολο για εμένα να παίζω τα δικά μου κομμάτια, γιατί είμαι φοβερά αυτοκριτικός. Το να «προσφέρω» έτσι τον εαυτό μου σε ένα ακροατήριο, στάθηκε πολύ περίπλοκο. Ευτυχώς τα πράγματα άλλαξαν και σήμερα το να παίζω το υλικό μου έχει γίνει ένα είδος πειραματικού εργαστηρίου, το οποίο μου επιτρέπει να ανιχνεύω τι μπορώ να μοιραστώ και τι όχι.

Ποιο είναι το πιο πολυπαιγμένο κομμάτι στα sets σου; Και ποιο το αγαπημένο σου;

Οι λίστες μου αλλάζουν διαρκώς, αλλά κάποια κλασικά κι αγαπημένα παραμένουν, όπως το τραγούδι που ανέφερα πριν, το "The Man With The Red Face" του Laurent Garnier. Επίσης το "Time" των Pachanga Boys, το "Disco Rout (Younger Rebinds Remix)" από Legowelt, το "Can Νot Stop" από Eagles & Butterflies με Coloray. Και φυσικά τα δικά μου "Blind Trust" και "Blood Walk".

Πρόκειται να παίξεις στο φετινό Winter Plisskën Festival, σε λίγες μέρες (Σάββατο 7 Δεκεμβρίου). Θα είναι live ή DJ set; Τι να περιμένουμε από το σόου;

Στο φετινό Winter Plisskën θα παίξω ένα DJ set, κατά τη διάρκεια του οποίου ελπίζω να μπορέσω να αφηγηθώ μια ιστορία και να μοιραστώ με το ελληνικό κοινό την αγάπη μου για τη μουσική. Το περιμένω πώς και πώς, πρόκειται μάλιστα να παίξω νέα κομμάτια για πρώτη φορά.

{youtube}XSudap5Pyrc{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured