Μιχάλης Τσαντίλας

Στον νέο δίσκο συναντιέστε 3 άνθρωποι από διαφορετικές γενιές. Πώς λειτούργησε η συνεργασία; Ποιος κρατούσε το τιμόνι;

Νομίζω το τιμόνι το έπαιρνε άλλος σε κάθε φάση. Ξεκίνησε από εμένα, με το να βρω τον Στάθη. Τον πίεσα λίγο, γιατί τότε δεν ενδιαφερόταν και πολύ για το ελληνικό τραγούδι. Τη Γαλάνη ομολογουμένως την είχε σε δεσπόζουσα θέση και έτσι είπε το ναι, αλλά μη νομίζεις ότι καιγότανε κιόλας. Πιο πολύ είχε στο μυαλό του τι θα κάνει με τους Minor Project. Εκεί, λοιπόν, έπρεπε να κρατάω το τιμόνι γερά και να πηγαίνω ...καταπάνω του! (γέλια) Σίγουρα τον είχε «κρυώσει» λίγο το γεγονός ότι του είπα να κάνουμε κάποια τραγούδια πριν μάθει η Γαλάνη ότι γράφουμε για εκείνη.

Του φάνηκε ανορθόδοξο αυτό. Εγώ όμως το ήθελα, γιατί δεν πιστεύω στα «ονόματα». Ποιο το νόημα να πάρω τηλέφωνο τη Γαλάνη και να της πω «είμαστε ο Δράκος και ο Μωραΐτης και θέλουμε να σου κάνουμε δίσκο»; Η μισή Ελλάδα θέλει να κάνει δίσκο στη Γαλάνη. Το υλικό είναι ο λόγος για μία συνεργασία, όχι τα ονόματα. Έτσι έγιναν τα πρώτα τραγούδια και άρχισε και ο Στάθης να ενθουσιάζεται. Στη συνέχεια, στο στούντιο, στο κομμάτι της οργάνωσης των τραγουδιών, πήρε εκείνος το τιμόνι πολύ γερά, ενώ στα κρίσιμα θέματα της υλοποίησης της παραγωγής ανέλαβε η Δήμητρα.

Μου έκανε εντύπωση που ο Στάθης έχει τόσο μεγάλο ερμηνευτικό μερίδιο στον δίσκο...

Εκεί πήρε το τιμόνι η Δήμητρα και είπε «θέλω να τα πω μαζί με τον Στάθη τα τραγούδια». Τα μοίρασαν ανάλογα με ποιο ταίριαζε στον καθένα, ποιο ταίριαζε για ντουέτο κλπ.

Άρα δεν γράφτηκε το υλικό εξαρχής σαν ένας διάλογος ανάμεσα σε μια γυναικεία και μια αντρική φωνή...

Κάποια τραγούδια είχαν αυτόν τον διάλογο από τη δημιουργία τους. Ας πούμε, η “Εκδρομή” φαινόταν ότι θα είναι ντουέτο. Όταν πια μάθαμε την πρόθεση της Δήμητρας για ντουέτο με τον Στάθη, γράψαμε το “Βαλς Των Χαμένων Μετά”.

012cMoraitis_2.jpg

Σε μια συνέντευξή σου την περίοδο που γραφόταν ο δίσκος, είπες ότι ένιωθες ότι θα είναι το πιο καλό πράγμα που έχεις κάνει. Τώρα τι λες;

Είναι το πιο καλό πράγμα που έχω κάνει. Μπορεί να φαίνεται αλαζονική η σιγουριά, αλλά πιστεύω ότι ο καθένας μας ξέρει πότε είναι καλός και πότε όχι. Όταν τελειώνει ένας δίσκος, πάντα σκέφτεσαι τι θα μπορούσε να έχει γίνει καλύτερα. Εδώ τώρα, ακούγοντας τον δίσκο, η αγαλλίαση που νιώθω δεν μου αφήνει περιθώρια για τέτοιου είδους σκέψεις.

Όταν συνέλαβες την ιδέα να εξελληνίσεις τα τραγούδια των Minor Project, το γεγονός ότι αυτοί είχαν ήδη μια σεβαστή ραδιοφωνική επιτυχία σε έβαλε καθόλου σε δεύτερες σκέψεις;

Το ζήτημα, κατ' αρχάς, υπήρχε μόνο ως προς την “Εκδρομή”. Αλλά εμένα ποτέ δεν με απασχολεί αυτό. Επειδή έχω κάνει πολλές διασκευές ξένων –μεσογειακών, κυρίως– τραγουδιών που μου αρέσουν, η άποψή μου είναι ότι κάτι γίνεται ελληνικό μόνο όταν αποκτάει ελληνικό λόγο. Δηλαδή δεν με ενδιαφέρει από πού προέρχεται η μελωδία· είναι πολύ κοντά η γνώμη μου σε εκείνη της Λίνας Νικολακοπούλου, στο συγκεκριμένοι ζήτημα. Η “Εκδρομή”, λοιπόν, παρότι οι δημιουργοί της είναι Έλληνες, ήταν ένα «ξένο» τραγούδι το οποίο ήθελα να το κάνω ελληνικό, γιατί η μελωδία του είχε ενδιάθετη την ελληνικότητα. Έβλεπα ένα τραγούδι με δυνατότητες να αγαπηθεί από όλη την Ελλάδα. Και έτσι ήταν, τελικά. Με τη βοήθεια και της διαφήμισης, τώρα γίνεται σώμα μας, δέρμα μας, φτάνει από άκρη σε άκρη της χώρας.

Υπάρχει στον δίσκο και το τραγούδι “Ο Ψαράς Των Λέξεων”. Αυτό μου φάνηκε σαν να αναφέρεται στη δουλειά του στιχουργού. Είναι έτσι;

Ναι, μιλάει για τη δουλειά του στιχουργού και γενικότερα του ανθρώπου που γράφει. Μιλάει για το πόσο εύκολα στις μέρες μας μπορείς να εξαπατήσεις τους άλλους ότι είσαι πνευματικός άνθρωπος. Είναι ένα ειρωνικό τραγούδι. Αλλά, πράγματι, σήμερα είναι πάρα πολύ εύκολο για έναν στιχουργό, ποιητή κλπ. να ξεγελάσει τον κόσμο, γιατί υπάρχει το διαδίκτυο, το οποίο χαίρεται πάρα πολύ να εκθειάζει οτιδήποτε το υπερφίαλο, οποιαδήποτε φούσκα. Πόσες μετριότητες δεν έχουμε δει να βαφτίζονται αριστουργήματα; Πόσους μέτριους δεν έχουμε δει να κομπάζουν με τη σιγουριά του «νέου Ελύτη» στο βλέμμα;

012cMoraitis_3.jpg

Βρέθηκα στην πρώτη ακρόαση του δίσκου, στο Μικρό Παλλάς, και άκουσα τη Δήμητρα Γαλάνη να μιλάει με πάρα πολύ θερμά λόγια για τον Στάθη Δράκο, για το πώς αυτός έχει αφομοιώσει όλο το παρελθόν του ελληνικού τραγουδιού κλπ. Μέσα μου είπα: «ωχ, να άλλος ένας που θα καεί». Στο μυαλό μου ήρθαν ο Ζακ Στεφάνου, η Μόνικα, όλα εκείνα τα παιδιά που μας συστήθηκαν κάποτε με μεγάλα λόγια και τελικά ποτέ δεν μας χάρισαν το αριστούργημα που περιμέναμε...

Ισχύει ακόμα περισσότερο όταν τα λόγια αυτά τα λέει κάποια σαν τη Γαλάνη, μπορεί να «κάψει» τον άλλον πιο εύκολα. Σημασία σε τέτοιες περιπτώσεις έχει η στάση του άλλου, του προσώπου δηλαδή που είναι να «καεί» ή όχι. Νομίζω ότι ο Στάθης δεν θα καεί, γιατί δεν έχει επίγνωση του τι του συμβαίνει. Δεν έχει καταλάβει, δηλαδή, ότι του έπεσε ο πρώτος αριθμός του λαχείου. Το θεωρώ απόλυτα υγιές. Όπως οι μελωδίες του μοιάζουν να βρίσκονται σε ένα δικό τους σύμπαν, έτσι και ο ίδιος είναι λίγο «αφασικός», με έναν πολύ γλυκό και καλλιτεχνικό τρόπο.

Κάνατε έναν δίσκο που δεν είναι αυτό που θα λέγαμε «μαζικός». Τι περιμένετε, λοιπόν, από το Βαλς Των Χαμένων Μετά;

Εδώ τώρα υπάρχουν δύο ειδών ακροατές. Εκείνοι που ανακάλυψαν τον δίσκο και άρχισαν να «φωνάζουν» γι' αυτόν στα social media, οι κριτικοί σε μεγάλο βαθμό, οι εστέτ αναγνώστες της Athens Voice που τον ψήφισαν «δίσκο της χρονιάς» και την "Εκδρομή" «τραγούδι της χρονιάς», οι ακροατές που οδήγησαν τα δισκοπωλεία να κάνουν συνεχείς επαναληπτικές παραγγελίες, εκπλήσσοντας την εταιρεία μας. Αυτό εμένα μού έφτανε και μου περίσσευε. Με τη διαφήμιση, όμως, έρχεται πλέον κι ένα μαζικό κοινό, το οποίο γνωρίζει την "Εκδρομή" και την αγοράζει, φέρνοντάς τη στην κορυφή των ψηφιακών πωλήσεων. Είναι σαν να έχουμε φτιάξει έναν δίσκο με μυστικό κωδικό μεταξύ εμάς και των ακροατών του, που όμως τελικά έρχεται η "Εκδρομή" με τέτοια φόρα ώστε ο μυστικός κωδικός σπάει.

Φεύγοντας από τον νέο δίσκο για λίγο, θέλω να σε ρωτήσω αν θα σε ενδιέφερε να γράψεις κάποτε σε διαφορετική λογοτεχνική φόρμα...

Δεν μου βγαίνει τίποτα, πλην του στίχου. Δεν θεωρώ ότι ο στιχουργός είναι ένας εν δυνάμει ποιητής, ότι δηλαδή έχει και μερικές έτοιμες ποιητικές συλλογές στο κομπιούτερ του. Ούτε ότι μπορεί απαραίτητα να γράψει ένα μυθιστόρημα ή ένα διήγημα. Ό,τι είναι να μου βγει συναισθηματικά, βγαίνει με την πολύ σύντομη, συμπυκνωμένη μορφή του στίχου. Και ως δημοσιογράφος, μόνο πολύ μικρά κείμενα μπορώ να γράψω πια.

012cMoraitis_4.JPG

Ως στιχουργός έχεις τις συνεργασίες σου στον «έντεχνο» χώρο, όπως και κάποιες στον «εμπορικό» χώρο. Σχετικά με τις δεύτερες, απαντώντας στις γνωστές ενστάσεις διαφόρων, είπες κάποτε ότι όταν καλείσαι να γράψεις για έναν τραγουδιστή όπως ο Αντώνης Ρέμος, σκέφτεσαι ποιος είναι και προσπαθείς να του ράψεις ένα νέο «κοστούμι», όχι να γράψεις κάτι πολύ «ψαγμένο». Διαβάζοντας αυτό, αυθορμήτως ήρθε στο μυαλό μου η περίπτωση του Μίκη Θεοδωράκη και του Γρηγόρη Μπιθικώτση, όπου συνέβη κάτι διαφορετικό...

Αυτή είναι μία άλλη διαδικασία. Εκεί ο Θεοδωράκης έφτιαξε ένα έργο και κάλεσε έναν λαϊκό τραγουδιστή, μπροστά στον οποίον σπάγανε πιάτα, για να το υπηρετήσει. Εγώ, από την άλλη, μπαίνω στον χώρο όπου «σπάνε πιάτα». Παρεμβαίνω στο τοπίο της μαζικής ψυχαγωγίας βάζοντας καινούργια λόγια σε δεδομένα στόματα, κάνω έναν συγκερασμό. Με ενδιαφέρει πολύ, γιατί αυτό έκανε πάντα η ποπ κουλτούρα: παρενέβαινε στο μαζικό, καταθέτοντας τη δική της αισθητική πρόταση για εκείνο. Είναι μία παράμετρος που με ιντριγκάρει.

Είχες πει όταν ήσουν στον Μελωδία ότι στα 40 σου θα έχεις φύγει από το ραδιόφωνο. Κι όμως επέστρεψες, και στην ΕΡΤ Open ως αλληλέγγυος των απολυμένων, αλλά και τώρα, ως διευθυντής του Μέντα 88. Πώς και πήρες την απόφαση, με δεδομένο ότι είσαι ένας πολύ γνωστός στιχουργός και ενδεχομένως έτσι δίνεις αφορμή σε κάποιους να σε χτυπήσουν;

Κατ' αρχάς, αυτό το τελευταίο δεν το αποφεύγεις ποτέ. Ακόμα και τότε στον Μελωδία, παρότι δεν έβαλα ποτέ τραγούδι μου στην εκπομπή μου, κάποιοι έλεγαν ότι ευνοούμαι. Τώρα θα πουν ότι προωθώ περισσότερο τα δικά μου τραγούδια στον Μέντα. Κι εγώ θα πω: έχω άραγε ανάγκη να κάνω κάτι τέτοιο; Δεν παίζονται τα τραγούδια μου αρκετά και πρέπει να τα «σπρώξω»; Μήπως η παρουσία μου σε έναν σταθμό είναι ανασταλτικός παράγοντας στο να παιχτούν τα τραγούδια μου στους ανταγωνιστικούς σταθμούς; Ας τα σκεφτούν αυτά. Αυτούς όμως, δεν τους νικάς ποτέ. Οι άνθρωποι που θέλουν να δουν με καχυποψία κάθε σου κίνηση, θα τη δουν ό,τι και να κάνεις. Σημασία έχει πώς συμπεριφέρεσαι εσύ.

Προσωπικά, αντιμετωπίζω σε αυτό το πόστο τα δικά μου τραγούδια όπως ενός τρίτου. Υπάρχουν τραγούδια μου που τα πέταξα από την playlist, γιατί δεν μου ήταν χρήσιμα, και άλλα που τα πρόσθεσα, γιατί μου είναι χρήσιμα. Εδώ προέχει ο σταθμός, δεν είναι προσωπικό μαγαζάκι. Και το προσωπικό κομμάτι θα κριθεί από την επιτυχία του σταθμού. Δεν παίζεις με τέτοια πράγματα. Το πώς πήρα την απόφαση, τώρα... Ως παραγωγός εκπομπών έχω τελειώσει συναισθηματικά, κυρίως επειδή για μένα το ραδιόφωνο ήταν ένας τρόπος να εκδηλώσω τη μεγάλη αγάπη μου για την ελληνική μουσική. Όταν έγινα στιχουργός, βρήκα έναν πολύ πιο πρωτογενή και δημιουργικό τρόπο να την εκφράσω. Το άλλο, όμως, το να διοικήσω έναν σταθμό, ήταν μία πρόκληση. Έπαιξε τον ρόλο του και ο Αντώνης Ανδρικάκης, που μου είπε «εσύ έχεις έρθει ήδη και δεν το ξέρεις, έλα να διαλέξεις γραφείο». Είναι ένα ρίσκο αυτή η απόφαση, γιατί πρόκειται για έναν σταθμό που έχει στρίψει αρκετές φορές. Θα είναι κέρδος για το καλό τραγούδι συνολικά, αν μπορέσει να πάει ευθεία.

012cMoraitis_5.JPG

Ποια είναι, λοιπόν, αυτή η ευθεία; Προς τα πού θέλεις να πας τον Μέντα;

Θέλω ο Μέντα να είναι ένα ραδιόφωνο που αγαπάει το καλό ελληνικό τραγούδι και αυτό να φαίνεται όποια ώρα κι αν τον ανοίξεις. Ένα ραδιόφωνο με πιο θετική διάθεση –γιατί το έντεχνο τραγούδι έχει πολλές φορές ταυτιστεί, δίκαια ή άδικα, με την κατήφεια και τη μιζέρια. Ακόμα και ένα απόλυτα καταθλιπτικό τραγούδι, εμείς χαιρόμαστε που το μεταδίδουμε, γιατί είναι μεγάλο τραγούδι. Ένα ραδιόφωνο που θυμάται τα σημαντικά τραγούδια, δεν ξεχνάει πρόσωπα, προσπαθεί να είναι πολυσυλλεκτικό, χωρίς αποκλεισμούς κατά το δυνατόν, δίνοντας παράλληλα χώρο στις φρέσκιες παρουσίες. Δεν είμαι υπέρ της αποθέωσης καλλιτεχνών που έχουν μόνο ένα τραγούδι, αλλά είμαι υπέρ του να τους δοθεί ένας χώρος προκειμένου να αποκτήσουν φωνή.

Κατά γενική ομολογία, το ραδιόφωνο δεν ορίζει τάσεις και μόδες όπως παλιά. Ποια είναι η γνώμη σου γενικά για το μέσο;

Κοίτα, το εμπορικό ραδιόφωνο συνεχίζει να φτιάχνει σουξέ, ίσως και επειδή μεταδίδει ένα τραγούδι 15 φορές την ημέρα. Σκέψου ότι ο Μέντα και άλλα αντίστοιχα ραδιόφωνα, το τοπ τραγούδι της εκάστοτε περιόδου θα το παίξουν 3 φορές την ημέρα. Δεν μπορείς έτσι να επιβάλλεις σουξέ. Θα μου πεις, παλιότερα τι γινότανε, παίζανε 100 φορές “Τα Πιο Ωραία Λαϊκά”; Όχι, αλλά τότε ακόμα και η μία μετάδοση είχε τεράστια επιρροή, δημιουργούσε τάση. Νομίζω ότι πλέον το ραδιόφωνο έχει μετατραπεί σε συνοδεία, ο ρόλος του παραγωγού είναι επίσης δευτερεύων πια. Έχει αλλάξει η εποχή. Εκτιμώ πάρα πολύ ανθρώπους που συνεχίζουν να κάνουν ένα πολύ μαχητικό ραδιόφωνο, α λα παλαιά. Αλλά από την άλλη, στο μέτρο που θέλει να έχει ακροαματικότητα, το ραδιόφωνο είναι πια ένα καλό τζουκμπόξ. Ακούγεται «λίγο» αυτό, όμως ακόμη και το να φτιάξεις ένα καλαίσθητο τζουκμπόξ είναι ζήτημα πολιτισμού στις μέρες μας.

Πρόσφατα, με αφορμή τις πληρωμές της ΑΕΠΙ, πήρες θέση δημοσίως, κριτικάροντας έντονα τον οργανισμό. Πιστεύεις ότι το πρόβλημα έχει να κάνει μόνο με κακοδιαχείριση εκ μέρους της ΑΕΠΙ, ή υπάρχουν και άλλοι λόγοι για την κατακρήμνιση των εισοδημάτων των δημιουργών;

Ξεκίνησα να γράφω στο Facebook πριν ακόμη αποκαλυφθεί το πόρισμα των ορκωτών ελεγκτών για την ΑΕΠΙ και αρχίσουν οι διώξεις. Μου έλεγαν κάποιοι παλιότεροι τότε: «Μη γράφεις, θα σε βρουν σε κάνα χαντάκι. Μην τα βάζεις με τους Ξανθόπουλους. Δεν ξέρεις για τι είναι ικανοί». Μέσα στους επόμενους μήνες μάθαμε για τι είναι ικανοί: να μοιράζονται 40.000-52.000 ευρώ μισθούς τον μήνα, την ώρα που διανέμουν ψίχουλα στους δημιουργούς. Κοίταξε, μην παριστάνουμε τους ανήξερους. Όλοι υποψιαζόμασταν ότι μας κλέβουν. Μόνο που δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε το μέγεθος της κλοπής, το μέγεθος της απληστίας αυτών των ανθρώπων.

012cMoraitis_6.jpg

Οι δημιουργοί έχετε φτιάξει, πάντως, ένα συνδικαλιστικό όργανο, το ΜΕΤΡΟΝ...

Ναι, και παρά τις αντιθέσεις του έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην αποκάλυψη του σκανδάλου. Φοβήθηκε το ΜΕΤΡΟΝ η ΑΕΠΙ, γι' αυτό έφτιαξε αντισωματείο που στεγάζεται στα γραφεία της –αν είναι δυνατόν!– το οποίο και προσπάθησε να ελέγξει. Όμως οι εξελίξεις ήταν τόσο καταλυτικές, ώστε δεν μπόρεσε να παίξει την παρτίδα όπως είχε προϋπολογίσει.

Η Πολιτεία έχει λόγο σε όλα αυτά; Έχει κάνει κάτι;

Καταρχάς στην Πολιτεία, και συγκεκριμένα στον πρώην υπουργό πολιτισμού Νίκο Ξυδάκη, οφείλουμε την αποκάλυψη του σκανδάλου. Ογδόντα ολόκληρα χρόνια η ΑΕΠΙ λυμαινόταν, όπως αποδεικνύεται, τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών και εξαγόραζε κόμματα, βουλευτές, συνειδήσεις για να μένει στο απυρόβλητο. Ε, αυτή η κυβέρνηση δεν εξαγοράστηκε, πώς να το κάνουμε. Από εκεί και πέρα, η κυβέρνηση καθυστερεί, όπως καθυστερεί στα πάντα. Έχει ένα νομοσχέδιο στα σκαριά εδώ και έναν χρόνο και το πηγαινοφέρνει. Πρέπει η υπουργός, που είναι και η ίδια καλλιτέχνις, να πάρει αμέσως αποφάσεις, να διασφαλίσει τη λειτουργεία μίας νέας ΑΕΠΙ, απαλλαγμένης από τη διεφθαρμένη ηγεσία και τα εξαγορασμένα από εκείνη λαμόγια.

Σαφείς θέσεις έχεις πάρει δημοσίως και για την πολιτική, όπου υπήρξες ένθερμος υποστηρικτής της παρούσας κυβέρνησης. Έχεις απογοητευτεί καθόλου;

Αυτό που δεν μπορώ στους ανθρώπους είναι το «όπου φυσάει ο άνεμος πάω». Εγώ θα επιμείνω σε κάτι που πίστεψα, ό,τι κι αν είναι, μέχρι τελικής πτώσεως. Δεν μπορώ μέσα σε μία διετία να το παίζω πεπλανημένη παρθένα, που δεν ήξερε και παρασύρθηκε. Δεν ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι να κυβερνηθεί αριστερά μια χώρα; Λες κι έχουμε πολλά παραδείγματα επιτυχίας αριστερής διακυβέρνησης... Είναι πάρα πολύ δύσκολο να ασκήσεις κοινωνική πολιτική, πόσο μάλλον όταν είσαι ένα καταχρεωμένο κράτος. Έχουν κάνει το καλύτερο που θα μπορούσαν να κάνουν; Όχι. Γι' αυτό και δεν έχω κανέναν ενθουσιασμό, θα ήμουν κουτός. Όταν θα διαρρήξω τους δεσμούς μου, θα είναι μία για πάντα. Αλλά μέχρι τότε, θέλω να δώσω χρόνο, κυρίως επειδή η εναλλακτική εξουσίας που υπάρχει σήμερα είναι ένα συνονθύλευμα μίζας, κλοπής, δοσοληψίας, αναλγησίας και όλων των κακών που συνόδευσαν αυτή τη χώρα για χρόνια. Δεν μπορώ να μείνω απαθής απέναντι σε ένα τέτοιο δίπολο. Δεν μπορώ να πω «όλοι ίδιοι είναι» –δεν είναι, όχι ακόμα τουλάχιστον.

012cMoraitis_7.JPG

Διαβάζοντας πρόσφατες συνεντεύξεις σου, διαπίστωσα ότι πολλοί εξακολουθούν να σε κατατάσσουν στη «νέα γενιά στιχουργών». Ενδεχομένως να φταίει το ότι μετά από εσένα βγήκαν ελάχιστοι στιχουργοί αντίστοιχου βεληνεκούς...

Νομίζω ότι δεν φταίει αυτό. Γενικά είμαστε μια χώρα γεροντολάγνα. Για παράδειγμα, ο Κωστής Μαραβέγιας, που είναι ένα χρόνο μικρότερός μου, αναφέρεται ως «η νέα γενιά του ελληνικού τραγουδιού». Τους Κατσιμίχα στα 40 τους τους λέγανε Κατσιμιχάκια. Σε αυτή τη χώρα αργείς πολύ να γίνεις αποδεκτός ή να θεωρηθείς καθιερωμένος. Το δεύτερο, βέβαια, εμένα καθόλου δεν με ενοχλεί, ίσα-ίσα μου δίνει χαρά. Και η αλήθεια είναι ότι δεν νιώθω ότι έχω φτάσει ακόμα κάπου. Κάθε δουλειά που κάνω, την κάνω με όρεξη νεοφώτιστου. Νιώθω πολύ καινούργιος, οπότε μου αρέσει αυτό το «κομπλιμέντο».

Από νεότερους, όσους σου φέρνουν να δεις στίχους τους, έχεις ανακαλύψει πράγματα που σε κάνουν να αισιοδοξείς;

Έχω δει κάποια πολύ ωραία πράγματα, από ανθρώπους που είναι ισάξιοι φτασμένων στιχουργών. Εγώ όσους πολλές φορές απαξιώνουν εμάς που έχουμε πετύχει κάποια πράγματα, τους καταλαβαίνω. Διότι αυτή η συμπεριφορά μερικές φορές κρύβει το «γαμώτο» ενός ανθρώπου που ξέρει ότι είναι ισάξιος ή και καλύτερος, αλλά δεν τα κατάφερε, γιατί δεν του 'τυχε μια Γαλάνη στον δρόμο του. Στην περίπτωσή μου, αν το 50% όσων με οδήγησαν εδώ ήταν οι στίχοι μου, το άλλο 50% ήταν τα πρόσωπα που έτυχε ή πάλεψα να συναντήσω.

Στο Βαλς Των Χαμένων Μετά υπάρχει ο στίχος: «Ο Θεός δε μένει πια εδώ, χτύπα αν θέλεις το κουδούνι του από κάτω». Ο θεός υπάρχει και σε άλλα τραγούδια σου, αλλά συνήθως ως ένας απών. Είσαι θρήσκος;

Πράγματι, υπάρχει ο θεός στα τραγούδια μου, αλλά συνήθως με θ μικρό. Τώρα που το σκέφτομαι, υπήρχε στον Γκάτσο πολύ, με μια απαισιόδοξη ματιά. Στη δική μου περίπτωση, μάλλον συνομιλώ μαζί του, κατά κάποιον τρόπο. Έχω ανάγκη να υπάρχει Θεός γιατί είμαι ένας άνθρωπος που φοβάται. Χωρίς Θεό είσαι στο κενό, και στο κενό μπορεί να σταθεί μόνο κάποιος που δεν φοβάται. Αλλά τον βλέπω ως έναν υπερδύναμο συγγενή μου, έξω από δόγματα και όλα αυτά που θέτει η θρησκεία.

Το εν λόγω τραγούδι είναι το αγαπημένο μου από τον δίσκο. Πολλές φορές νιώθω ότι όντως ο Θεός δεν μένει πια εδώ. Δηλαδή, βλέπεις έναν άστεγο στον δρόμο ή έναν πρόσφυγα που θαλασσοπνίγεται... Πού είναι ο Θεός εκείνη την ώρα; Έρχεται και σε συντρίβει η πραγματικότητα. Εγώ συνεχίζω να είμαι πολύ ευάλωτος απέναντι σε όλα αυτά –απέναντι στον αδύναμο, νιώθω πιο αδύναμος, ότι δεν μπορώ να σταθώ, ούτε να μιλήσω ή να αντιδράσω. Ξέρω ότι οτιδήποτε κάνω είναι πολύ μικρό μπροστά στο μέγεθος του προβλήματος.

Κλείνοντας, λίγα λόγια για τον δίσκο που ετοιμάζετε με τον Χρυσόστομο Καραντωνίου...

Με τον Χρυσόστομο έχουμε προσπαθήσει να κάνουμε λαϊκά τραγούδια.

Καθαρόαιμα λαϊκά τραγούδια, με μπουζούκι κλπ.;

Ναι, είναι καθαρά λαϊκά τραγούδια. Αυτό το καθαρόαιμο, βέβαια, αν το ακούσει ο Βαγγέλης Κορακάκης, θα μας πει «α παρατάτε με ρε!». Είναι καθαρόαιμα τραγούδια στο μέτρο της γενιάς μας και των ακουσμάτων μας. Είμαι πεπεισμένος ότι, αν ζούσα το '60, θα ήμουν λαϊκός στιχουργός. Αν δεν είμαι τώρα, είναι επειδή δεν υπάρχει πια λαϊκό τραγούδι με τον τρόπο που υπήρχε τότε. Η εποχή μας είναι τελείως διαφορετική, είμαστε διαφορετικά μεγαλωμένοι κι εμείς. Έρχονται οι σπουδές, τα διαβάσματά μας, το αστικό τοπίο όπου ζούμε και μας κάνουν λίγο πιο αφαιρετικούς, λίγο πιο κοφτούς. Μεταμοντέρνους.

{youtube}w0Qzj4SE1mM{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured