Μιχάλης Τσαντίλας

 

Πότε και πώς σχηματίστηκαν οι Vault Of Blossomed Ropes;

Οι Vault Of Blossomed Ropes σχηματίστηκαν το 2010, μετά το άδοξο τέλος των Yellow Elephant Ensemble –μιας μπάντας με κrautrock, ψυχεδελικές και ambient επιρροές– από τον Γιώργο Βαρουτά, τον Στέλιο Ρωμαλιάδη και τον Νίκο Φωκά. Στόχος ήταν να εξερευνήσουμε περισσότερο την ambient και την πιο πειραματική μας πλευρά.

Πώς επιλέξατε το όνομα του γκρουπ και ποια η σημασία του;

Το όνομα είναι αποτέλεσμα ενός «exquisite corpse». Δεν προσφέρεται για καριέρα, ομολογουμένως, αλλά αποφασίσουμε να το κρατήσουμε γιατί συμβόλιζε αυτή τη μίξη των προσωπικών μας οπτικών.

Στις ηχογραφήσεις του πρώτου σας δίσκου συμμετείχε και ο Steve Jansen. Πώς προέκυψε η συνεργασία και ποια η συνεισφορά του;

Είμαστε όλοι, από χρόνια, θαυμαστές της δουλειάς του και μας φάνηκε έτσι ενδιαφέρον το πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει σε ένα τελείως αφαιρετικό περιβάλλον. Με αυτή τη σκέψη του κάναμε μια πρόταση, άκουσε τη μουσική μας και τα υπόλοιπα ήρθαν φυσιολογικά. Μας έκανε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι, χωρίς ουσιαστικά να συζητήσουμε πολλές λεπτομέρειες, ο Jansen έκανε εκείνο που είχαμε στο μυαλό μας (και καλύτερα).

Blossr_2.jpeg

Στη σελίδα σας στο Bandcamp διαβάζουμε όρους όπως «experimental», «avant-garde» και «free improvisation». Πώς θα περιγράφατε εσείς, πιο περιφραστικά, τη μουσική σας;

Μάλλον ως tη μουσική που μας αρέσει να κάνουμε. Και στο «μας αρέσει» χωράνε πάρα πολλοί ήχοι, επιρροές και κατευθύνσεις, οι οποίες έχουν μαζευτεί μέσα μας. Οι ταμπέλες είναι ένας τρόπος να περιγράψουμε γενικώς κάποιο μουσικό ύφος, οπότε νομίζουμε πως καμία δεν μπορεί να περιγράψει ακριβώς αυτό που αποτυπώνεται, σε οποιονδήποτε δίσκο. 

Πώς στήθηκαν και δουλεύτηκαν τα κομμάτια στο στούντιο; Ήταν τα πάντα αποτέλεσμα αυτοσχεδιασμού ή προϋπήρχαν ιδέες πάνω στις οποίες χτίσατε; Και, επίσης, ηχογραφήθηκαν ζωντανά ή και με overdubs;

Μερικά ήταν αποτελέσματα αυτοσχεδιασμού και άλλα ιδέες κάποιων από εμάς, οι οποίες κατόπιν εμπλουτίστηκαν. Το “Crater 101”, για παράδειγμα, είναι μέρος ενός μεγάλου χρονικά αυτοσχεδιασμού, που ηχογραφήθηκε ζωντανά στο Etidorhpa studio. Το “Celestial Mercury”, από την άλλη, ξεκίνησε από μία βάση σε ύφος gamelan και τα υπόλοιπα μέρη εξελίχθηκαν στη συνέχεια με overdubs πάνω σε αυτό.

Blossr_3.jpeg

Πώς λειτουργείτε στις συναυλίες σας και πώς μεταφέρετε σε αυτές το υλικό και την ατμόσφαιρα του δίσκου; Προτιμάτε τη διαδικασία της ηχογράφησης ή το live σκηνικό;

Η αλήθεια είναι πως οι συναυλίες δεν είναι η καλύτερη συνθήκη για να αφεθεί κάποιος σε τέτοιου είδους μουσική –κι αυτό μας κάνει πολλές φορές κι εμάς να νιώθουμε άβολα, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους χώρους που υπάρχουν και την οικονομική πραγματικότητα. Η ηχογράφηση ή ο αυτοσχεδιασμός, από την άλλη, δείχνει ως ένας ιδανικός τόπος απόλυτης ελευθερίας. Είναι τόσοι πολλοί άλλωστε οι παράγοντες που επηρεάζουν την ομαλή έκβαση γενικά μιας συναυλίας, ώστε σπάνια συμβαίνει να νιώσεις πραγματικά ότι επικοινώνησες αυτό που είχες στο μυαλό σου. Βέβαια, όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, η εμπειρία είναι μοναδική.

Η εγχώρια αγορά (σε όποιον βαθμό μπορούμε να χρησιμοποιούμε τον όρο) εξακολουθεί να παραμένει αφιλόξενη για την πειραματική μουσική ή έχει αλλάξει κάτι; Ρωτώ σε συνάρτηση με το γεγονός ότι ο δίσκος σας κυκλοφορεί από ελληνικό label...

Θα πρέπει να αποδεχτούμε πιστεύω το γεγονός πως η αγορά αυτή ήταν, είναι και θα είναι πάντα περιορισμένη, μιας και προϋποθέτει ένα «άλμα πίστης» από τη μεριά του ακροατή.

Τέλος, τι υπάρχει στον ορίζοντα για εσάς, από 'δω κι εμπρός; Τι σχεδιάζετε;

Προς το παρόν σχεδιάζουμε κάποιες συναυλίες, ενώ υπάρχει σε εξέλιξη υλικό επάνω στο οποίο δουλεύουμε. Σε γενικές γραμμές, στον ορίζοντα φαίνεται ένας δρόμος σπαρμένος με ανθισμένα ροδοπέταλα, στο βάθος ένας κρεμασμένος και, πίσω, μία κρύπτη η οποία περιμένει το πτώμα του.

{youtube}TsUirfVgJ98{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured