Στυλιανός Τζιρίτας


Τα τελευταία 2-3 χρόνια ήρθε στη μητροπολιτική μουσική επιφάνεια μια ομάδα στην οποία κινούνται άνθρωποι όπως ο Άγγελος Κυρίου και ο Κτίρια Τη Νύχτα, με κύριο άρμα μια αμεσότητα εστιασμένη στην ελληνική καθημερινότητα κι ένα ανελέητο mash-up από όλες σχεδόν τις ηχητικές φόρμες. Γι’ αυτό και ήταν επιβεβλημένη η διευκρίνιση κάποιων στοιχείων, με την αφορμή της συμμετοχής των Κτιρίων Τη Νύχτα στο 1ο Φεστιβάλ Πολλής Μουσικής (Παρασκευή, Σάββατο & Κυριακή 25, 26 & 27 Μαΐου, στο 6 D.O.G.S., με ελεύθερη είσοδο –τα Κτίρια Τη Νύχτα εμφανίζονται το Σάββατο στο Project Space του χώρου)...


Θεωρώ το όνομα που έχετε διαλέξει ένα από τα καλύτερα που έχω ακούσει στην ημεδαπή και αλλοδαπή τα τελευταία χρόνια. Θα ήθελα λοιπόν να κάνω την (ανόητη;) ερώτηση αν θέτει εξ αρχής όρια στο πού μπορεί να κινηθεί η μουσική. Μια παραισθητική π.χ. ψυχεδέλεια με αναφορές στη folk δεν θα μπορούσε να ακούγεται κάτω από τέτοια ταμπέλα…

Δεν είναι το ίδιο το όνομα που μπορεί να θέσει κάποια όρια στη μουσική μου, όσο το ότι αυτά που δημοσιοποιώ συστεγάζονται κάτω απ’ το ίδιο όνομα, δημιουργώντας –έστω κι ασυνείδητα– μια αίσθηση συνέχειας: σαν να έχω γνωριστεί με κάποιον στον πρώτο δίσκο και πλέον αναπτύσσεται η σχέση μας μέσα απ’ τα τραγούδια μου. Αν άλλαζα το όνομα, ίσως οι μουσικές μου να παίρνανε μια διαφορετική κατεύθυνση, σαν να προσγειώνεσαι σε μια άλλη χώρα με νέα ταυτότητα κι έχεις τη δυνατότητα να υποδυθείς κάποιον άλλο ή να επαναπροσεγγίσεις τον εαυτό σου. Προς το παρόν, όμως, βρίσκω μεγαλύτερη πρόκληση στο να διατηρώ ζωντανή μια σχέση ανατροφοδοτώντας την και ψάχνοντας πιο βαθιά μέσα μας. Αυτό είναι που προτιμώ –κι εκτιμώ– και στις ανθρώπινες σχέσεις γενικότερα.

Ktiriatinyxta_2

Από ποια εργαλεία αποτελείται ο εξοπλισμός; Και με ποια λογική κάνετε update σε αυτά; Υπάρχει κάποιος περιορισμός του τύπου «μόνο αναλογικός ή μόνο ψηφιακός»;

Στις σπιτικές ηχογραφήσεις υπάρχει άνεση χρόνου, μπορείς να παίξεις όλα τα όργανα ο ίδιος, να δοκιμάσεις, να απορρίψεις κλπ. Από την άλλη, στα live πρέπει να βρεις έναν τρόπο για να λειτουργήσει η μουσική άμεσα –καθώς δεν υπάρχει δεύτερη ακρόαση. Εκεί βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον το πώς διαχειρίζεται ο καθένας τα «λάθη» που λίγο-πολύ προκύπτουν. Έτσι, όσον αφορά στο δικό μου υλικό τουλάχιστον, το στούντιο και το live είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι, γι’ αυτό και τους προσεγγίζω με σχετικά διαφορετικό εξοπλισμό:

Για την ηχογράφηση των άλμπουμ χρησιμοποιώ φυσικά, ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά όργανα κι επεξεργάζομαι τους ήχους σε αναλογικό αλλά και σε ψηφιακό περιβάλλον.

Στα live έχω περάσει από διάφορες φάσεις: στην αρχή χρησιμοποιούσα laptop, midi controllers και ηλεκτρική κιθάρα. Σταδιακά έφυγα από το digital περιβάλλον των sequencer, των plugin κλπ. και πλέον –εδώ και περίπου 1,5 χρόνο– παίζω με μια κονσόλα, ένα sampler, ένα μικρό casio και μερικά πετάλια. Κάποιες φορές χρησιμοποιώ ακουστική ή ηλεκτρική κιθάρα μαζί με αυτά.

Σχεδόν σε κάθε live απλοποιώ –περισσότερο ή λιγότερο– τον εξοπλισμό μου. Νομίζω ότι γενικότερα η μουσική μου έχει μια τάση να πηγαίνει σε πιο απλές φόρμες. Επίσης, ο ίδιος ο χώρος σε οδηγεί στην επιλογή του εξοπλισμού: υπάρχουν μέρη όπου μπορείς να χρησιμοποιήσεις τη σιωπή, ενώ σε άλλες περιπτώσεις χρειάζεται να γεμίζεις συχνοτικά τον χώρο, οπότε και πάλι κινούμαι αναλόγως.

Ο αναλογικός εξοπλισμός έχει αρκετούς περιορισμούς σε σχέση με την πληθώρα επιλογών που σου προσφέρει το λάπτοπ, αλλά αυτοί οι περιορισμοί σε κάνουν πιο εφευρετικό. Συν τοις άλλοις, έχεις το μυαλό σου ήσυχο ότι τίποτα δεν θα πάει στραβά –ενώ το software μπορεί να σε προδώσει. Οπότε, για την ώρα, δεν νομίζω να επιστρέψω σε ψηφιακό περιβάλλον.

H ελληνική μουσική (ακόμα και ως μνήμη ραδιοφώνου ή ακροάσεων/επιλογών των γονιών σας) με ποιον τρόπο έχει επηρεάσει τη μουσική σας;

Είναι πολύ δύσκολο να ορίσουμε τι μας επηρεάζει και σε ποιο βαθμό. Μπορεί κάποιος να ακούει 10 φορές την ημέρα τον ίδιο δίσκο, αλλά να μείνει πιο έντονα μέσα του ένας ρυθμός που άκουσε σε ένα ταξί (κι ενδεχομένως να μην του άρεσε ή να θεώρησε ότι δεν του έδινε σημασία). Γι’ αυτό δυσκολεύομαι να εντοπίσω τον τρόπο με τον οποίον με έχει επηρεάσει η ελληνική μουσική. Από τεχνικής άποψης, κάποιοι ρυθμοί και κλίμακες που χρησιμοποιώ προέρχονται από εκεί και μέσα από τα ελληνόφωνα τραγούδια μαθαίνω καλύτερα τον ρυθμό της γλώσσας και τη μελωδικότητα των λέξεων. Αυτό, βέβαια, είναι κάτι που διαπιστώνω εκ των υστέρων στα τραγούδια μου.

Ktiriatinyxta_3

Μου αρέσουν ο Βαμβακάρης, ο Τούντας, τα μπασοκίθαρα στα ρεμπέτικα, ο Τσιτσάνης, πολλά λαϊκά των 1960s και 1970s, ο Σαββόπουλος, τα πρώτα του Ξυδάκη, οι Χειμερινοί Κολυμβητές, η Πλάτωνος, ορισμένα ποπ των 1980s, οι Στέρεο Νόβα, κάποια παραδοσιακά… Θα μπορούσε αυτή η λίστα να συνεχίζεται επ’ άπειρον (εξάλλου, στις μέρες μας όλοι ακούμε τόνους μουσικής), όμως θεωρώ ότι είναι άλλος ο μηχανισμός ανάκλησης των «αγαπημένων» μας μουσικών –είναι, ας πούμε, πιο ορθολογικός– κι άλλος αυτός που υπάρχει πίσω απ’ τα δάχτυλά μας ή στη σκέψη μας όταν γράφουμε κάτι.

Καταλαβαίνω ότι αν δεν είχα ακούσει ελληνική μουσική, θα ήταν αλλιώς αυτά που γράφω, αλλά δεν ξέρω πώς θα ήταν. Είναι σαν να κοιτάς έναν κήπο με άπειρα χρώματα και προσπαθείς να απομονώσεις μια συγκεκριμένη απόχρωση –πράγμα αδύνατο– ή να φανταστείς πώς θα ήταν αυτή η εικόνα χωρίς το συγκεκριμένο χρώμα.

Η καθημερινότητα με ποιον τρόπο επηρεάζει; Μια κλασική δουλειά με ωράριο 9-5, εκτός του αυτονόητου αυτισμού που προσφέρει και του αναγκαίου κοψίματος της έμπνευσης σε ώρες που ο εγκέφαλος δουλεύει στο μάξιμουμ, ποιες άλλες εναλλακτικές παρουσιάζει; Ποιες μικρές γωνίες της καθημερινότητας εντός και εκτός της εργασίας μπορούν να αποταμιευθούν ώστε να αποτελέσουν έμπνευση;

Οι χωροχρονικοί περιορισμοί της καθημερινότητας δεν με αποθαρρύνουν. Τους έχω αποδεχτεί, δρω, δημιουργώ, επικοινωνώ, ερωτεύομαι μέσα σε αυτούς, παλεύοντας παράλληλα για μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Νομίζω ότι ελάχιστοι άνθρωποι –στην Ελλάδα τουλάχιστον– έχουν την πολυτέλεια να ασχολούνται με αυτό που θέλουν όποτε και όπως ακριβώς το επιθυμούν. Κι εξάλλου πολλά από όσα έχουμε αγαπήσει (ταινίες, βιβλία, μουσικές) έχουν προκύψει μέσα από δυσκολίες κι εμπόδια –κι ίσως χάρη σε αυτά.

Αν ορίσουμε την «έμπνευση» ως την αφορμή για να ασχοληθώ με κάποιο θέμα, τότε έμπνευση μπορεί να αποτελέσει το οτιδήποτε, εντός κι εκτός εργασίας, αλλά όχι με τη λογική του ρεπορτάζ, της αυτόματης δηλαδή καταγραφής. Με κεντρίζουν οι συμπεριφορές των ανθρώπων μέσα στον σύγχρονο κοινωνικό ιστό, όχι όμως για να εκφράσω αυτόματα τη γνώμη μου για αυτές, αλλά ως αφορμή για ενδοσκόπηση, η οποία προκύπτει συνήθως σε ανύποπτο χρόνο. Η καθημερινότητα, δηλαδή, δεν με τροφοδοτεί άμεσα με υλικό, αλλά μου αποκαλύπτεται αργότερα. Αυτά που γράφω νομίζω ότι οφείλουν την ύπαρξή τους στην εκλογικευμένη διαχείριση τυχαίων συμβάντων ή στην ψευδαίσθηση της διαχείρισης αυτής, ακόμα κι αν ο νοηματικός άξονας στον οποίο στηρίζονται είναι στέρεος.

Ktiriatinyxta_4

Ακούμε πολλές φορές μουσικούς να ονοματίζουν ταινίες ως πηγές έμπνευσης, γεγονός που ακούγεται ανοίκειο κατά τη γνώμη μου, διότι είναι τόσο σταθερά φτιαγμένη η οποιαδήποτε ταινία σε επίπεδο δομής, ώστε, ουσιαστικά, ένας μουσικός θα λάβει μασημένη τροφή προς αναπαραγωγή. Η εικόνα ως ποιο σημείο αναλαμβάνει να αποτελέσει καμβά στο δικό σας έργο;
 
Οτιδήποτε αντιλαμβανόμαστε έχει πολλές αναγνώσεις. Όσο σαφής κι αν είναι η δομή ενός έργου και η πρόθεση του δημιουργού του, ο καθένας τσιμπολογάει ό,τι θέλει από αυτό. Ακόμα λοιπόν κι ένα καρέ μιας ταινίας μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης. Κι ας μην ξεχνάμε, φυσικά, ότι το μήνυμα πάντα θα φτάνει σε εμάς παραμορφωμένο, είτε επειδή είμαστε όντα που αντιλαμβάνονται τον κόσμο μέσα απ’ το προσωπικό μας πρίσμα, είτε λόγω των περιορισμών των μέσων: μέσα από κασέτες που αναπαράγουν συγκεκριμένο εύρος συχνοτήτων, από φθηνά ηχεία, από βιντεοταινίες με αλλοιωμένο aspect ratio και με περιορισμένη ανάλυση και βάθος χρωμάτων, από κακοτυπωμένες εικόνες πινάκων (πόσους αυθεντικούς Μιρό έχουμε δει από κοντά;). Κάθε μήνυμα μπορεί να αποδομηθεί και να αποτελέσει έμπνευση για να συντεθεί κάτι νέο.

Η εικόνα παίζει, νομίζω, σημαντικό ρόλο στα τραγούδια μου, περισσότερο λόγω της έντονης παρουσίας της στο τελικό αποτέλεσμα (ακόμα κι όταν πρόκειται για αναφορές σε ταινίες) και λιγότερο επειδή λειτουργεί ως αφορμή για να γράψω κάτι. Αρκετές φορές οι υπάρχουσες εικόνες είναι εκείνες που σχηματίζονται πίσω από κάποιες λέξεις –προτιμώ δηλαδή να περιγράφω το τοπίο και να μην αναφέρομαι στην έννοια. Οπότε, σε τέτοιες περιπτώσεις, η εικόνα προκύπτει εκ του αποτελέσματος και δεν πρόκειται περί προϋπάρχοντος καμβά. Όπως και να ’χει, νιώθω βαθιά συγγένεια με αυτούς που εκφράζονται μέσω εικόνων και μπορούν να στήσουν μια ατμόσφαιρα με αντικείμενα, χρώματα και σχήματα. Αν δεν ήμουν μουσικός, θα ήθελα να ήμουν σκηνοθέτης, ζωγράφος ή κομίστας.

Οι ζωντανές εμφανίσεις σάς γεμίζουν άγχος επειδή εκ της συμβάσεως υπάρχει η απουσία κινησιολογίας; Ή δεν πιστεύετε στην αναγκαιότητα αυτής, βάσει της λογικής που έθεσε η ηλεκτρονική σχολή της live παρουσίασης;

Δεν ακολουθώ κάποια συγκεκριμένη σχολή live παρουσίασης σκοπίμως. Το συγκεκριμένο στήσιμο προέκυψε συμπτωματικά, από την επιθυμία να παίξω ζωντανά τις μουσικές μου. Ίσως κάποια στιγμή γίνει αυτό και με μπάντα, οπότε υποθέτω ότι τα τραγούδια μου θα αναπτυχθούν και κινησιολογικά. Για την ώρα, πάντως, δεν με αγχώνει ούτε με ενοχλεί η παρούσα φάση. Ακόμα κι ως ακροατή/θεατή, αυτό που μπορεί να με φέρει σε αμηχανία σε ένα live ηλεκτρονικής μουσικής δεν είναι τόσο η απουσία κινησιολογίας, όσο το ότι δεν καταλαβαίνουμε τι ακριβώς κάνει ο μουσικός. Εξάλλου έχουμε μεγαλώσει με την εικόνα των live συγκροτημάτων, όπου φαίνεται ποιος παίζει τι. Άρα, λοιπόν, είναι διαφορετικό το να βλέπεις έναν μουσικό, φωτισμένο απ’ την οθόνη του λάπτοπ, να κινεί το ποντίκι αραιά και πού (εξ ου και το παλαιό ανέκδοτο: «τσεκάρει τα mail του») από το να βλέπεις κάποιον που διαχειρίζεται ποτενσιόμετρα και κουμπάκια –ακόμα κι αν παραμένει ακίνητος. Είναι σημαντικό να υπάρχει η αίσθηση της αλληλεπίδρασης.

{youtube}crmh1uxXF4w{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured