Σταμάτης Λεόντιος

Η Αρετή Κετιμέ αποποιείται τον χαρακτηρισμό παιδί-θαύμα (και, μεταξύ μας, καλά κάνει), όμως δεν παύει να έχει μείνει στη μνήμη μας ως ένα παιδί που εξέπληξε το πανελλήνιο για την ωριμότητα της φωνής της και το μουσικό της ταλέντο εν γένει. Σήμερα, 22 χρονών μόλις, μετρά ήδη πολλές συνεργασίες με άξιους και σημαντικούς καλλιτέχνες και μια προσωπική δισκογραφική πορεία –με πρόσφατο σταθμό το άλμπουμ Καλή Σου Τύχη. Η παραδοσιακή μουσική παραμένει η βάση της τέχνης της και φαίνεται ότι θα την υποστηρίζει και θα την υπηρετεί για πολλά χρόνια ακόμα. Ο τρόπος δε που εκφράζεται μουσικά και η ιδιαίτερη αγάπη της για το σαντούρι στέκονται πάντα δύο καλές αφορμές για μία συζήτηση μαζί της. Άλλοτε φειδωλή και άλλοτε καυστική στις απαντήσεις της, η Αρετή Κετιμέ  φαίνεται ότι είναι ένα νέο κορίτσι με παραδοσιακές ρίζες και ισχυρές αξίες...

Πιάνομαι από τη συνεργασία σας με τον Αλκαίο και φτάνω μέχρι τις ζωντανές εμφανίσεις σας με την Ελένη Βιτάλη: δείξατε από πολύ νωρίς ότι οι επιλογές σας δεν έχουν ως γνώρισμα τα στεγανά των μουσικών διαχωριστικών γραμμών. Κάτω από ποια κριτήρια επιλέγετε το «τι», το «πού» και με «ποιον» θα τραγουδήσετε;

Αν μου προτείνουν ένα τραγούδι και μου αρέσει, τότε απλώς το λέω. Το ίδιο συμβαίνει κι αν μου προτείνουν να παίξω με κάποιον τραγουδιστή τον οποίο θαυμάζω και εκτιμώ!
 
Οι περισσότεροι σας θυμούνται ως το κοριτσάκι-θαύμα με την ιδιαίτερα ώριμη φωνή, την αγάπη του για το σαντούρι και την καλλιτεχνική του σχέση με τον Γιώργο Νταλάρα. Αναρωτιέμαι αν αυτή η στερεότυπη εικόνα που σας ακολουθεί ακόμα –κάτι σαν προστατευτικό παιδικό κουκούλι–  τείνει να γίνει ενοχλητική, σε σημείο τέτοιο, ώστε να θέλετε να την αποτινάξετε από πάνω σας.

Παιδί-θαύμα δεν υπήρξα ποτέ. Παιδί-θαύμα ήταν ο Μότσαρτ, ο οποίος έγραφε συμφωνίες από πολύ μικρή ηλικία. Μία μουσικός είμαι απλώς, που είχα την τύχη και την ευτυχία να παίξω με σπουδαίους –για μένα– καλλιτέχνες! Αυτή τη στερεοτύπη εικόνα δεν την κατάλαβα ποτέ... Επίσης, τι να αποτινάξω από το παρελθόν μου; Ίσα-ίσα, έχω μάθει αρκετά πράγματα που δεν ήξερα και φυσικά ακόμα μαθαίνω.
 
Πάντα μου κινούσε την περιέργεια ο λόγος που ωθεί ένα τραγουδιστή να εκτεθεί μπροστά σε κοινό. Στην περίπτωσή σας, επειδή έχετε ταυτιστεί με το κομμάτι της παραδοσιακής μουσικής, αναρωτιέμαι πού μπορεί να συγκλίνει η δικιά σας ψυχολογία επί σκηνής όταν ερμηνεύετε ένα δημοτικό τραγούδι με την ψυχολογία ενός ποπ σταρ, ο οποίος διψά για επιβεβαίωση και χειροκρότημα.

Ουσιαστικά δεν πιστεύω ότι έχω πολύ σχέση... Άλλωστε δεν ξέρω να κάνω χορευτικά την ώρα που τραγουδώ (βέβαια, ποτέ μη λες ποτέ!). Ωστόσο θα είναι ψέμα να πούμε πως δεν θέλουμε  το χειροκρότημα. Για αυτό παίζουμε, οποιοδήποτε είδος τραγουδιού κι αν υπηρετούμε!


 
Οι μουσικοί, οι τραγουδιστές (εσείς είστε και τα δύο) έχετε το προτέρημα να πληρώνεστε από την τέχνη σας. Υπάρχει ένα κομμάτι στο επάγγελμά σας που το βρίσκετε πολύ ψυχοφθόρο και θα θέλατε να μην υπάρχει ή έστω να μπορούσατε να το αποφύγετε;

Δεν μου αρέσει όταν αρκετές φόρες είμαστε αναγκασμένοι να διαβάζουμε και να απολογούμαστε για κριτικές που είναι κακεντρεχείς. Άνθρωποι του «συστήματος», οι οποίοι ξέρεις πόσο ψευδείς και απατηλοί είναι, κατηγορούν εσένα για υποκρισία. Πίσω από τον μανδύα του ενδιαφέροντος για την τέχνη μας συνήθως κρύβονται αλλά κίνητρα. Σε ό,τι  αφορά τώρα στον βιοπορισμό, είμαστε αναγκασμένοι όλοι οι καλλιτέχνες –όπως οι ηθοποιοί και οι ζωγράφοι– να ζούμε από την τέχνη.
 
Ο τελευταίος σας δίσκος, Καλή Σου Τύχη, μοιάζει σαν μία συνέχεια του προηγούμενου. Παραδοσιακές φόρμες, λαϊκά μονοπάτια και έντεχνες αναφορές. Μοιάζει λίγο με κλασική συνταγή με σίγουρο πάτημα. Σκέπτεστε τον εαυτό σας, μουσικά πάντα, έξω από τις κλασικές φόρμες στις οποίες έχετε επιλέξει να κινείστε;

Αν εννοείτε πως είναι κάτι σαν συνέχεια του Με Τη Φωνή Της Αρετής, ίσως και να είναι, αν και σ’ εκείνον –εκτός από 2 τραγούδια– όλα τα υπόλοιπα ήταν επανεκτελέσεις. Επίσης, εξαρτάται τι θεωρεί κάποιος σίγουρο. Τίποτα δεν είναι σίγουρο στη μουσική και ειδικά στην εποχή μας. Συν τοις άλλοις, κάποιος που παίζει φανκ και τζαζ δεν μπορεί να παίξει τα “Κλάματα” (έναν οργανικό σκοπό που παίζεται από το Μέτσοβο μέχρι και την Αιτωλοακαρνανία) ή τον “Αλάμπεη” και “Τα Ξύλα” (οργανικό από τη Μυτιλήνη). Ίσως να προσπαθούσα κι εγώ να παίξω το “Summertime” ή το “Ain't No Sunshine”, όμως δεν νομίζω ότι θα το ερμήνευα τόσο καλά όσο ένας τζαζίστας.
 
Θα ήθελα να μου πείτε πώς προέκυψε η ιδέα του εξωφύλλου του Καλή Σου Τύχη. Δεν σας κρύβω ότι, όταν σας αντίκρισα ως γκρουπιέρισα στο καζίνο, εξεπλάγην. Είμαι σίγουρος ότι θα προκαλέσει ποικίλα σχόλια, θετικά και αρνητικά...

Ήταν ιδέα της φίλης μου, Νίκης Μουσαδάκου.


 
Εμφανιστήκατε πρόσφατα στον ιστορικό ροκ χώρο του Κυττάρου. Αλήθεια πόσο ροκ μπορεί να είναι  μία νέα καλλιτέχνης, η οποία έχει εντρυφήσει τόσο στην παραδοσιακή μουσική του τόπου της; 

Η παραδοσιακή μουσική είναι και ροκ και τζαζ και φανκ! Κι απ' όλα! Υπό μια ευρεία έννοια, βέβαια...

Ασχολούμαστε με τη μουσική, ακούμε μουσική μιλάμε για τη μουσική. Νιώθετε όμως ότι ως ακροατές έχουμε την καλλιέργεια να αντιληφθούμε και να εμβαθύνουμε σε αυτήν; Νιώθετε ότι το ακροατήριο που σας ακούει είναι συνοδοιπόρος στη δικιά σας σχέση με τη μουσική;

Υπάρχουν μερακλήδες υπάρχουν και εφετζήδες ακροατές. Απ’ την άλλη, αν θέλαμε να απευθυνθούμε σε ένα ειδικό κοινό, τότε καλύτερα να παίζουμε στα σπίτια μας. Εξάλλου εμείς κάνουμε λαϊκή τέχνη, δεν μπορούμε να είμαστε παρνασσιστές...
 
Πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξαν στη μουσική σας καλλιέργεια οι δάσκαλοι και για ποιoυς λόγους θα ξεχωρίζατε κάποιους από αυτούς; 

Οι δάσκαλοί μου έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην παιδεία μου, άλλωστε πιστεύω πως αυτό ισχύει για κάθε μαθητή. Είχα την ευκαιρία να παίξω και να μαθητεύσω κοντά σε παλιότερους μουσικούς από μένα, όπως ο Χριστόδουλος Ζουμπάς, ο Νίκος και η Γιασεμή Σαραγούδα, η Τασία Βέρρα, ο Γιάννης Κωνσταντίνου, η Σόφια Κολλητήρη... Είχα τη μεγάλη τιμή να γνωρίσω από κοντά και να μου τραγουδήσει ο Βαγγέλης Δασκαλούδης από τη Νικησιανή Καβάλας! Έχω ηχογραφήσει το τσάμικο “Δάφνες”  με έναν θρύλο του λαϊκού μας κλαρίνου, τον Γιάννη Βασιλόπουλο. Έφυγε δυστυχώς πρόσφατα από τη ζωή, τα παιξίματα και οι ηχογραφήσεις του θα παραμείνουν όμως για πάντα στην ψυχή μου. Φυσικά οφείλω να αναφέρω και τον Αριστείδη Μόσχο, που ήταν ο δάσκαλος μου. Δεν θα σας αναφέρω άλλους, φοβάμαι μήπως σας κουράσω. Ευχαριστώ πάντως όλους τους δασκάλους μου.
 
Οι γενιά των 20αρηδων και 30αρηδων βρίσκονται αμήχανοι θεατές απέναντι σε μεγάλες κοινωνικές αλλαγές. Έχει αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο αρχίζετε και βλέπετε το μέλλον σας, και σε προσωπικό και σε επαγγελματικό επίπεδο;

Φυσικά, είμαι μέρος της κοινωνίας. Ό,τι συμβαίνει για τον υπόλοιπο κόσμο συμβαίνει και για μένα. Έχω τις ίδιες αγωνίες.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured