Όταν ένας καλλιτέχνης είναι λαλίστατος, πέραν του ότι μπορεί να γίνει ασυγκράτητα φλύαρος μπορεί να αποκτήσει κι αρκετό ενδιαφέρον. Γιατί, μέσα από όσα λέει, σου γεννιούνται όλο και περισσότερες ερωτήσεις και απορίες –ένα από τα βασικά συστατικά για να ρέει, εντέλει, μια συζήτηση. Όταν δε ο συνομιλητής σου παίρνει σαφή και εμπεριστατωμένη θέση απέναντι στα πράγματα, τότε απλά η συνέντευξη γίνεται άκρως ενδιαφέρουσα. Ο Κώστας Λειβαδάς είναι ένας τέτοιος ιδανικός συνομιλητής. Έχει άποψη, θέση και πλούσιο λόγο. Όμως το βασικό συμπέρασμα αυτής της διαδικτυακής συνομιλίας είναι ότι ο Λειβαδάς είναι αυτός που ακούμε στα τραγούδια του. Όχι μια καλλιτεχνική περσόνα η οποία άλλα λέει στα τελευταία κι άλλα πρεσβεύει στη ζωή. Συνεπής και ταυτόσημος σε όσα υποστηρίζει στον βίο του και τραγούδα στους δίσκους του, ο τελευταίος των τραγουδοποιών της γενιάς του ’90 μιλά και απαντά στις ερωτήσεις του Avopolis Greek με δυνατό λόγο, λίγο πριν την έναρξη των παραστάσεων «Ο Τελευταίος Να Κλείσει Την Πόρτα» στο Κύτταρο (έναρξη Παρασκευή 22/10, για τρία συνολικά διήμερα) –στην πρεμιέρα μάλιστα θα έχει και στη συντροφιά του τη Δέσποινα Γλέζου με τον Γιώργο Ρωμανό…

 

 

Συνάδελφοί σου συχνά-πυκνά προβαίνουν σε δηλώσεις για το «πόσο παρακμάζει το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι», για το ότι «είναι υποδεέστερο της ιστορίας του» και ότι «δεν υπάρχουν εκείνα τα μεγάλα ονόματα συνθέτων που θα το απογειώσουν» και άλλα σχετικά. Δεν μου κάνει εντύπωση να το ακούω γενικώς και απροσδιορίστως –ίσως να υπάρχουν και ψήγματα αλήθειας μέσα σ’ αυτές τις αρνητικές κριτικές. Μου κάνει εντύπωση, όμως, να το ακούω από τα χείλη των δημιουργών. Σαν να υποβιβάζουν από μόνοι τους το ίδιο τους το δημιούργημα. Νιώθεις ότι τέτοιου είδους δηλώσεις αποτελούν μία οξύμωρη αντίστιξη;

 

Οξύμωρη αντίστιξη; Χμ, είναι ένας τρόπος κι αυτός για να το περιγράψεις… Θα συμφωνήσω μαζί σου κατηγορηματικά –κι είναι κάτι που το ακούω και το σκέφτομαι συχνά. Σαν να ακυρώνεις χοντρικά τα τελευταία 20 χρόνια. Τραγουδιστές, δημιουργοί, στιχουργοί, μύθοι του παρελθόντος, ραδιοφωνικοί παραγωγοί, δημοσιογράφοι, όλοι συνηγορούν για την κρίση ακόμη και οι εταιρείες(!), οι οποίες δεν θα ’πρεπε κανονικά να μιλούν καθόλου –μιας και αποτελούν τον μεγάλο παράγοντα-ενδιάμεσο στην όποια πολιτιστική παρακμή εξελίσσεται μπροστά μας. Μου φαίνονται πολύ περίεργα όλα αυτά και θα σταθώ επιγραμματικά σε τρία σημεία, γιατί το θέμα απαιτεί τεράστια –σε χρόνο κι έκταση– ανάλυση.

 

Α. Παγκόσμια, η αίσθηση ότι τα μεγάλα τραγούδια –«τραγουδένια», στρογγυλά κι αιχμηρά δηλαδή– εκλείπουν, είναι ακόμη πιο έντονη από ότι στην ελληνική πραγματικότητα. Οι παλιοί ροκάδες και οι βετεράνοι ακροατές ξέρουν πολύ καλά τι εννοώ. Το ίδιο εκλείπουν και οι μουσικές προσωπικότητες οι οποίες ενδιαφέρονται για την εξερεύνηση νέων τοπίων. Λοιπόν; Γιατί μεγεθύνουμε το φαινόμενο στα εγχώρια;

 

Β. Οι τραγουδιστές –και κυρίως οι μεγάλοι παλιοί τραγουδιστές– έσυραν πρώτοι τον χορό στη δημιουργία των λεγόμενων πολυσυλλεκτικών δίσκων, ενώ ξέρουν πολύ καλά ότι αν είναι κάτι που έγραψε ιστορία, είναι οι παρέες των 2 το πολύ 3 συντελεστών. Παράγονται διαρκώς CDs που όλες τους οι διαδικασίες ολοκληρώνονται σε δυο μήνες: μεταγλωττίσεις τραγουδιών, συνταγές ευκολίας, παραγγελίες από το τηλέφωνο, έλλειψη προσφοράς κινήτρων κάθε είδους στους επώνυμους δημιουργούς. Τι περίμεναν; Άλλο παρέα, άλλο αυλή, άλλο έμπνευση.

 

Γ. Οι κριτικοί στην Ελλάδα σαφέστατα δείχνουν να μην καταλαβαίνουν 1) τι ψάχνουν σαν στόχο στην κριτική τους 2) πότε μιλάει ο εγκέφαλος, πότε η καρδιά τους 3) αν μπορούν να πάρουν απόσταση από το υλικό που περιγράφουν και τις εμμονές τους –οι οποίες δεν λειτουργούν πάντα απαραίτητα εις βάρος του καλλιτέχνη. Το 90% των προβολέων των media που ρίχνουν φως σε ένα ευτελισμένο τραγούδι αφήνει για το υπόλοιπο τμήμα ένα πολύ μικρό και στραγγαλισμένο ποσοστό. Ποιος θα το πρωταρπάξει; Είναι τρομερό!

 

Επιπρόσθετα οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί, όπως και οι ίδιοι ομολογούν, λόγω χρόνου και υπερβολικού αριθμού κυκλοφοριών σπάνια καταφέρνουν να ακούσουν σε βάθος μια δουλειά δισκογραφική –ειδικά τελευταία που ζούμε την εποχή του playlist. Οι λαμπρές εξαιρέσεις απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Πιστεύω πως το ελληνικό τραγούδι εξακολουθεί να παράγει σημαντικά πράγματα, τραγούδια τα οποία θα μείνουν στον χρόνο. Κι ότι όλα όσα μου αναφέρεις στην ερώτηση έχουν μια δόση αλήθειας αλλά για τη δική μας όχθη, η δόση είναι αληθινά μ-ι-κ-ρ-ή.

 

Έχεις 15 χρόνια δισκογραφικής παρουσίας κι αυτή εκφράζεται μέσα από το δίπολο των προσωπικών σου δίσκων και των δίσκων που φτιάχνεις για τραγουδιστές. Ισχύει κάποια διαφορετική αντιμετώπιση στο πώς θα γράψεις τραγούδια π.χ. για την Ελένη Τσαλιγοπούλου και διαφορετική όταν πρόκειται να τα ερμηνεύσεις εσύ;

 

Και ναι και όχι. Κυρίως ισχύει αν χρειαστεί να γράψεις κατά παραγγελία για μια φωνή. Επίσης πολλές φορές, αν η συνεργασία σου με έναν τραγουδιστή συμβαίνει να είναι συχνή, στενή –πόσο μάλλον αδερφική και πάνω από δέκα χρόνια όπως εμένα και της Ελένης– ακούς τη φωνή του την ώρα που γράφεις και κατευθύνεσαι πολλές φορές από αυτήν. Είναι φυσικό. Το εύρος και το είδος της μελωδίας και το θέμα του στίχου είναι οι δύο καταλυτικοί παράγοντες οι οποίοι υποδεικνύουν πολλές φορές τον ερμηνευτή. Κατά τα άλλα, η αντιμετώπιση είναι η ίδια: μπορείς να γράψεις ένα τραγούδι με αληθινή συγκίνηση; Αυτό είναι!

 

Θεωρώ εκ των πραγμάτων ότι οι είσαι ένας καλλιτέχνης που ζει από κοντά τη βουή και τη ροή της πόλης στην οποία διαμένει. Πόσο επηρεάζει την τέχνη και κατ’ επέκταση την γραφή σου το αστικό τοπίο που αντικρίζεις καθημερινά γύρω σου; Αναρωτιέμαι πόσο διαφορετικό θα ήταν το τραγούδι σου αν έμενες π.χ. απομονωμένος σε ένα χωριό της επαρχίας.

 

Α όχι, εδώ κάνεις λάθος! Είχα πάντα τις κεραίες όρθιες. Ξέρεις ποιο ήταν το παρατσούκλι μου για χρόνια; Εντομολόγος… Η παρατήρηση διαρκής και η ψυχή, κάθε τόσο, μια ανοιχτή πληγή. Ζόρικο κόλπο… «Κι εμείς μπανιστιρτζήδες της ζωής» έλεγε ο Σιδηρόπουλος. Όμως ζω στο βουνό, στην Πεντέλη, σαν να ζω σε χωριό. Έζησα στην Κομοτηνή και στα Χανιά –πόλη από όπου κατάγομαι και βρίσκομαι εκεί πολύ συχνά– και τις πόλεις αυτές τις κουβαλάω μέσα μου κάθε μέρα. Μετά απ’ όλα αυτά, είναι περίεργο το κράμα της ματιάς μου για την Αθήνα. Νιώθω σαν κάποιος να έρχεται από μακριά για να συμμετάσχει στα βάσανα και να υπερασπιστεί τη μεγάλη πόλη απ’ τους κινδύνους της. Ένα είδος συνοριοφύλακα, ο οποίος επιμένει να επιστρέφει στο κέντρο που αγάπησε και τον έθρεψε.

 

Το τελευταίο σου CD Κρατήσου Απ’ Τη Στάχτη θέλει να μιλήσει για πολλούς και για πολλά. Νομίζεις ότι τα τραγούδια αυτά θα μπορούσαν να κινηθούν αυτοτελώς στην αγορά (π.χ. ως αυτόνομα digital singles) ή η λογική ενός κύκλου τραγουδιών που θα περιλαμβάνονται σε ένα δισκάκι είναι απαραίτητη για να υποστηριχθούν περισσότερο;

 

Εννοείται το δεύτερο! Υπάρχουν πάνω από πέντε τραγούδια που θα μπορούσαν να κινηθούν και ως αυτόνομα digital singles, όμως το CD αυτό είναι μια ενότητα τραγουδιών –ή τουλάχιστον αυτή ήταν η πρόθεση μου τούτη τη φορά και στα τραγούδια και στον ήχο. Concept, σε άπταιστα ελληνικά! Δίσκος ακρόασης από την αρχή ως το τέλος. Στο Κρατήσου Απ’ Τη Στάχτη δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.

 

Οι συνεργασίες σου με τον Γιώργο Ρωμανό και τη Δέσποινα Γλέζου είναι η σύνδεσή σου με το παρελθόν. Ποια στοιχεία κουβαλάς από εκείνη τη γενιά που αντιπροσωπεύουν αυτές οι δύο, ιδιαίτερες, καλλιτεχνικές παρουσίες;

 

Η συνεργασία μου με τον Ρωμανό και τη Γλέζου δεν είναι απλά η σύνδεσή μου με το παρελθόν. Τόσο σαν άνθρωποι, όσο και σαν καλλιτέχνες, δόξα τω Θεώ, και οι δυο τους έχουν ένα ισχυρό παρόν και λάμψη. Η Δέσποινα μόλις κυκλοφόρησε ένα εξαιρετικό CD οργανικής μουσικής, ενώ ο Γιώργος γράφει πάντα τα τραγούδια του και ετοιμάζει κάτι δικό του –φέτος επέστρεψε ως γκεστ και στη σκηνή, μετά από πολλά χρόνια. Απλά και οι δυο τους τραβάνε τον δικό τους δρόμο. Κοινά στοιχεία; Χμ… Ανάγκη για ησυχία, αθωότητα, πολλές ώρες μουσική τη μέρα (ακρόαση, γράψιμο, μελέτη), ανησυχίες μεταφυσικές κι επίγειες, άβολη σχέση με την εξουσία –αναφέρω μερικά όπως μου ήρθαν τώρα τυχαία στη σειρά. Με τον Γιώργο κιόλας έχουμε γεννηθεί την ίδια μέρα, 16 Μαΐου! Εμπιστοσύνη στην τυχαιότητα και καλωσόρισμα στην περιπέτεια είναι τα κοινά μας στοιχεία που θα συμπλήρωνα.

 

Είσαι από εκείνες τις περιπτώσεις που δεν αναλώνονται σε τραγούδια με αποκλειστική θεματολογία τις δυσοίωνες εξελίξεις του έρωτα και άλλων συναφών δαιμονίων. Μιλάς για την αποξένωση, για τις κοινωνικές αλλαγές, για την υποκρισία, για τον σύγχρονο τρόπο ζωής, για την απογοήτευση, για την επικοινωνία των ανθρώπων. Προβληματίζεσαι αν τελικά όλα αυτά θα αγγίξουν ένα ευρύτερο κοινό, πέρα από αυτό που αναμένεις;

 

Σχεδόν πάντα, αλλά ειδικά στο Κρατήσου Απ’ Τη Στάχτη δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη. Ή θα ηχογραφούσα αυτά τα τραγούδια ή θα έσκαγα. Η ανάγκη για έκφραση και μοίρασμα με το κοινό ήταν υπεράνω των δυνάμεών μου. Και βέβαια με νοιάζει η επικοινωνία του υλικού μου και ασφαλώς πιστεύω ότι υπάρχει μια μεγάλη –σιωπηλή δυστυχώς επί το πλείστον– πλειοψηφία που νοιώθει όπως εγώ. Κι από την πρώτη ανταπόκριση του δίσκου επιβεβαιώνεται. Απλά, καλό θα ήταν πιστεύω να υπάρχει μια επιμονή κάθε τόσο σε αυτά τα θέματα. Η αμνησία κυριαρχεί κι όλα ξεχνιούνται πολύ γρήγορα. Επιμονή και στα live για τη μεταφορά του μηνύματος. Πάντως δεν γίνεται ο κόσμος να καίγεται κι εσύ να ασχολείσαι διαρκώς με το πού έχασες τον δρόμο, δεν βρίσκεις; Πρέπει να τρέξεις και λίγο!

 

Πόσο βαθιά σε επηρέασε ο κίνδυνος να χάσεις το σπίτι σου από πυρκαγιά (ο ίδιος σημειώνεις ότι από τύχη σώθηκε και τις δύο φορές) για να καταλήξεις να γράψεις ένα τόσο απόλυτο και σαρωτικό “Σας Βαρέθηκα”; Ακούγοντας το τραγούδι ένιωσα ότι ο φόβος και η οργή μετατράπηκε σε μια βαθιά απογοήτευση, με έντονη αφοριστική διάθεση προς όλους…

 

Θα σου πω τι έγινε με το “Σας Βαρέθηκα”. Είναι μεγάλη και πολυσύνθετη ιστορία. Εννοείται βέβαια ότι ο Έλληνας κοιμάται όρθιος ακόμα, σε σχέση με τη φοβερή καταστροφή από τις πυρκαγιές στο λεκανοπέδιο τα τελευταία χρόνια και τις επιπτώσεις της. Θα ξυπνήσει μια ωραία μέρα και θα αναρωτιέται πώς και πότε έγιναν όλα αυτά. Με τον ίδιο τρόπο που αναρωτιέται τώρα για το πού οδήγησαν τη χώρα όσοι ψηφίζει εδώ και τρεις δεκαετίες. Η διπλή έννοια της καμένης γης, καταλαβαίνεις; Όταν δεν είσαι μέρος της λύσης, είσαι μέρος του προβλήματος. Αν φταίνε οι 297 και οι 3 δεν μιλάνε ενώ γνωρίζουν έχουν και οι 3 την ευθύνη τους, εντάξει; Από την άλλη και ο εξώστης των ψιθύρων και η γωνιά του ποιητή βρίσκονται στην εκκλησία του Αγ. Παύλου στο Λονδίνο. Λίγο πριν την επίσκεψή μου στην εκκλησία είχα ακούσει τυχαία –κάθονταν πίσω μου σε πλησίον καφέ– μια συζήτηση δύο χρηματιστών, κυνική σε βαθμό κακουργήματος. Μπαίνοντας στην εκκλησία, ένα κύριος, λες κι ήταν βαλτός, με ρώτησε αν ήξερα πως ο εξώστης ο μεγάλος –γυναικωνίτης για εμάς– λέγεται των ψιθύρων γιατί εκεί, από αιώνες πριν, ο κόσμος ταραγμένος πριν και μετά από τις καταστροφές της πόλης έλεγε τις προσευχές του, τα S.O.S. του. Ο τρομαγμένος  ψίθυρος. Από την άλλη μέσα στο ναό υπάρχει και η γωνιά του ποιητή: «poets corner»… Συνταρακτικό. Η θέση και η σημασία του ποιητή, θρησκευτικής διάστασης: να απαγγέλει και να προφητεύει. Δες πού έχουμε τους ποιητές μας σήμερα. Δες τι μας έκανε και τι συνεχίζει να κάνει στις κοινωνίες μας η ατελείωτη εποχή των χρυσοθήρων.

 

Και μέσα σε όλα αυτά η έννοια της παρέας τι σημαίνει για σένα; Είναι προαπαιτούμενη για τη δημιουργικότητα στο τραγούδι;

 

Με κάποιον τρόπο. Βγήκα από τα σχολικά γκρουπ, πιστεύω στην έννοια της ομάδας, στα μεγάλα δίδυμα, έζησα χρόνια σε ομάδες εργασίας υπέροχες –με τον Γιώργο Ανδρέου και την Ελένη Τσαλιγοπούλου, με τον Νίκο Πορτοκάλογλου, με τον Γιώργο Δημητριάδη, με τα Υπόγεια Ρεύματα– κι είχα την τύχη να δω από πολύ κοντά τον τρόπο του Σταμάτη Κραουνάκη με τη Σπείρα. Είναι καταλυτική η σπίθα της αλληλεπίδρασης, της χημείας έστω και δύο συντελεστών. Από την άλλη βέβαια υπάρχουν τόσα αριστουργήματα από έναν άνθρωπο μόνο του, ταμένο στην τέχνη του. Μάλλον θεωρώ την πολυκοσμία βλαβερή και ανεπιθύμητη στη συνθήκη παραγωγής ενός έργου, ειδικά χωρίς να κάνει κάποιος κουμάντο.

 

Έχεις τραγουδηθεί από πολλούς και άξιους καλλιτέχνες, ξεκινώντας από την Ελένη Τσαλιγοπούλου που ταυτίστηκε η επιτυχία της με τη γραφή σου. Φτάνοντας μέχρι τον Γιώργο Δημητριάδη, τον Μανώλη Λιδάκη και τον Σταμάτη Κραουνάκη, ο κατάλογος είναι αναμφισβήτητα μακρύς. Σίγουρα συνεργασίες με άλλους το ίδιο σημαντικούς καλλιτέχνες θα επιδιώξεις και θα επιδιώκεις. Αν όμως έμπαινες στη σφαίρα του χωροχρόνου, με ποιον αλήθεια από τους παλιούς –και λογικά όχι εν ζωή– καλλιτέχνες θα ήθελες να βρεθείς σε καλλιτεχνική συνύπαρξη;

 

Το χειρότερό μου σαν ερώτηση… Τι να πρωτoδιαλέξει κανείς; Αυτό που θα πω δεν είναι καν ενδεικτικό αλλά είναι όπως νιώθω και το σκέφτηκα τώρα: Ο Μάρκος με τον John Lee Hooker, ο Lennon, ο Ναύτης ο Κρητικός, ο Χατζιδάκις με το πιάνο του, ο Astor Piazzola.

 

Κλείνοντας, μέσα στα 15 χρόνια της καλλιτεχνικής σου παρουσίας θα ήθελα να μάθω σε ποια πράγματα έχεις αλλάξει και σε ποια έχεις μείνει πεισματικά σταθερός;

 

Πολύ γενικό… Είναι τόσα πολλά… Θα αναφερθώ όμως σε δύο. Έχω αλλάξει π.χ. στο ότι κάποτε ξόδευα πολλή περισσότερη ενέργεια στους γύρω μου, ζούσα πιο πολύ μέσα από τους άλλους και κυρίως πίστευα ότι κάθε συνεργασία σήμαινε (ή όφειλε να σημαίνει) απαραίτητα καλή πίστη και διαστάσεις παρέας. Λάθος. Από την άλλη, πεισματικά σταθερός παραμένω σε κάτι που για τον καλλιτέχνη παραμένει βάσανο σε όλη του τη ζωή: το κυνήγι της ποιητικής διάστασης της ζωής. Η αντοχή του και η εργασία του μέσα στο βίαια διασπαστικό πλαίσιο που παράγει η καθημερινότητα στη μεγάλη, απάνθρωπη πόλη.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured