Στις 4 Απριλίου του 1992 τελειώνει άδοξα (από επιπλοκές που συνδέονται με τo AIDS) η ζωή και η πορεία του Arthur Russell προς τη μουσική καινοτομία. Τριάντα χρόνια μετά, ακόμα και αν δεν αναγνωρίστηκε όσο θα έπρεπε σε πραγματικό χρόνο (δηλαδή εν ζωή), ο θρύλος και η μουσική που άφησε πίσω του ο Charles Arthur Russell Jr. έχουν αποτελέσει για πολλούς έμπνευση για μουσική δημιουργία δίχως όρια. Η ανένταχτη και διαφορετική φύση του, υπήρξε ίσως ο βασικός λόγος για τον οποίο άφησε πίσω του παραπάνω από χίλιες ημιτελείς συνθέσεις ενώ φημολογείται ότι υπάρχουν περιπτώσεις τραγουδιών του που αριθμούν ακόμα και 40 διαφορετικά mixes ή εκδοχές. 

Ο δεκαεπτάχρονος με την έντονη ακμή που το 1968 μετακόμισε από την Αϊόβα στο Σαν Φρανσίσκο για να γνωρίσει από κοντά (αλλά και να συνδεθεί σεξουαλικά) με τον beat ποιητή Άλαν Γκίνσμπεργκ, άρχισε πραγματικά να αντιλαμβάνεται την ελαστικότητα των ορίων στη μουσική δημιουργία όταν το 1973 του ανατέθηκε να μανατζάρει και να “κλείνει” τα ονόματα που θα εμφανίζονταν στο πειραματικό club “The Kitchen”, στη Νέα Υόρκη.  Παράλληλα, χρησιμοποιώντας μέρος από την κλασσική μουσική του εκπαίδευση στο τσέλο (και αφού είχε φροντίσει με δικές του θεωρίες να αποδομήσει τις υπάρχουσες παραδόσεις που θα του εξασφάλιζαν την ολοκλήρωση των κλασσικών μουσικών σπουδών του) ξεκίνησε να συνθέτει σχεδόν προς πάσα κατεύθυνση, όπως περίτρανα αποδεικνύουν μερικά αντιπροσωπευτικά δείγματα που τοποθετούνται “άναρχα” όπως ο ίδιος θα προτιμούσε μέσα σε αυτό το κείμενο. 

Ξεκινώντας ίσως, από τις instrumental ηχογραφήσεις του 1975, που αρχικά κυκλοφόρησαν από τη Βελγική Another Side,  το 1984, με το πρώτο μέρος των ηχογραφήσεων να είναι “χαμένο” και το 2ο μέρος να τυπώνεται και να κυκλοφορεί σε λάθος ταχύτητα. Το “ορθό" των ηχογραφήσεων αποκαταστάθηκε στη προσεγμένη έκδοση της Audika τον Απρίλιο του 2017 και με το μεγαλύτερο μέρος των ηχογραφήσεων να συμβαίνουν live στο The Kitchen, απολαμβάνει κανείς την εμμονή του Russell με τις minimal και πειραματικές φόρμες όπως τις είχε ασπαστεί από τις θεωρίες του John Cage

Λίγο νωρίτερα σαν μέλος του σχήματος The Flying Hearts, υπό την καθοδήγηση του παραγωγού John Hammond και με συμπαίκτες τους Ernie Brooks από τους Modern Lovers (μπάσο), τον Larry Saltzman (κιθάρες) και τον David Van Tieghem (drums), είχαν ηχογραφήσει κομμάτια όπως το "Ballad Of The Lights" με την συμβολή και του Ginsberg στα spoken word μέρη. 

Και στις δύο περιπτώσεις πρώιμων ηχογραφήσεων, η ποπ ενορχήστρωση δείχνει να είναι στο DNA του και μοιραία ήταν θέμα χρόνου και μάλλον αποτέλεσμα του σωστού κύκλου επαφών (βλέπε οι παρέες με τον Nicky Siano και τα βράδια στην ντισκοτέκ The Gallery), ώστε να βάλει μπρος το disco project  Dinosaur L, με πρώτο single το αξεπέραστο ακόμη και σήμερα “Κiss Me Again”, που έγινε 12ιντσο από τη Sire το 1978 και στα 13 λεπτά που διαρκεί γεμίζει με φως το δωμάτιο σε κάθε ακρόαση. 

Βέβαια, κάνοντας χρήση 13 λεπτών για να αναπτυχθεί μία disco σύνθεση από την οποία ο dj θα χρησιμοποιούσε μετά βίας τρία λεπτά από αυτά, σήμαινε αυτομάτως την ύπαρξη ενός αντισυμβατικού παραγωγού - συνθέτη που πολύ πριν την εποχή του αυθόρμητα ανταποκρινόταν στις παν ηδονικές αξίες της disco ψυχεδέλειας. Κάπως έτσι, στις αρχές των 80s, εμφανίζονται δύο ακόμη disco ονόματα με την υπογραφή του Russell στην ενορχήστρωση, την σύνθεση και την παραγωγή. Με το μάντρα “The groove is God”, o Russell και ο dj Steve D’Aquisto σαν Loose Joints, περνάνε άπειρο χρόνο στα “Paradise Garage” σετ του  Larry Levan και στα Loft parties του David Mancuso και το 1981, η ετικέτα που σφράγισε με τις επιτυχίες της το disco κίνημα της Νέας Υόρκης, η θρυλική West End Records τους αναθέτει την παραγωγή ενός δίσκου που -υποθετικά- θα έπρεπε να είναι το αντίστοιχο “White Album” της disco εποχής. Αντί αυτού, οι Loose Joints παραδίδουν τα δύο singles, "Is It All Over My Face” και "Pop Your Funk” με το πρώτο να γίνεται ο “ύμνος” στα σετ του Larry Levan και ένα από τα μουσικά μνημεία για τον ανατρεπτικό ήχο της disco. 

Στα 12 λεπτά που διαρκεί δε, ο Russell διαλέγει τα πιο “offbeat” παιξίματα των μουσικών, που σημαίνει ότι το κομμάτι (χωρίς τη remix επίβλεψη του Larry Levan) είναι πρακτικά αδύνατο να μιξαριστεί, αλλά ακόμη και σήμερα, θαυμάζεται σαν “αξιοθέατο” για την "out of the box" παραγωγή του, ενώ μερικά από τα θέματα του κομματιού έχουν αποτελέσει έμπνευση ή έχουν τροφοδοτήσει με samples  εκ νέου disco και house δημιουργίες. 

Ο χρηματοδότης των Loose Joints sessions, ονόματι  Will Socolov, στις αρχές των 80s αποφάσισε να επενδύσει και να συν-ιδρύσει μαζί με τον Russell, μία ολόκληρη δισκογραφική ετικέτα, την περίφημη Sleeping Bag Records, ώστε να κυκλοφορεί τη μουσική από τα αρχεία του Russell αλλά και από καλλιτέχνες του κύκλου του. Μέχρι τότε, η φήμη και η αποδοχή του Russell που πολλές φορές δρούσε σαν “ghost” παραγωγός ή δεν προωθούσε ιδιαίτερα τις δημιουργίες του, ήταν γνωστή στους undeground χορευτικούς κύκλους αλλά μόνο σε πόλεις όπως η Νέα Υόρκη όπου οριακά “έσβηνε” η  disco era ή στο Σικάγο όπου ξεκινούσε η house. 

Mία από τις πρώτες κυκλοφορίες της Sleeping Bag, ήταν το άλμπουμ 2424 Music, με συνθέσεις του Russell επηρεασμένες από τη χορευτική ρυθμολογία που όμως είχαν το ενδιαφέρον (αλλά και περίεργο) concept να αλλάζουν κάθε 24 μέτρα, εξού και ο τίτλος. Με τα περισσότερα θέματα παιγμένα ζωντανά από τις μέρες του Kitchen, το album αν και απίστευτα ριζοσπαστικό, έτυχε περιορισμένης αποδοχής, με το κομμάτι  "Go Bang!" να ξεχωρίζει και να γίνεται -και πάλι- underground hit κατόπιν του remix που θα του επεφύλασσε ο νεαρός και άγνωστος ακόμα dj Francois Kevorkian. Βέβαια και πάλι, προκειμένου να έχει και τη μικρή έστω επιτυχία, η μουσική θα έπρεπε να κυκλοφορήσει κάτω από το όνομα των Dinosaur L που είχαν μια σχετική πρωτύτερη επιτυχία. 

Για το πρώτο μισό των 80s, o Russell θα περάσει χρόνο φτιάχνοντας μουσική για discos και clubs ή χορεύοντας και παρτάροντας δίχως αύριο σε αυτά. Ακόμα και αν ηχογραφούσε πιο beat-less θέματα, θα του έπαιρνε λίγο καιρό να τα κυκλοφορήσει, δεδομένου ότι δεν μπορούσε εύκολα να απαγκιστρωθεί από την ταυτότητα του παραγωγού χορευτικής μουσικής με την οποία ήταν γνωστός στη πόλη που ζούσε. Μοιραία πριν το τέλος της δεκαετίας, με single όπως το “Ι Need More” θα συνδεθεί ακόμα και με το house ή το proto house κίνημα

 

Παρόλα αυτά, λίγες κυκλοφορίες τότε πρόδιδαν το “απίστευτο” αρχείο που ηχογραφούσε και κρατούσε σχεδόν για προσωπική χρήση. Το σερί χορευτικών παραγωγών, έσπασε άτυπα με την κυκλοφορία του  “World Of Echo” το 1986, για λογαριασμό της Rough Trad,e που αν μη τι άλλο είχε αντιληφθεί μέσω προσωπικών επαφών την αξία και τον ρόλο του Russell στο νεοϋορκέζικο underground. 

Συνθέσεις όπως το “Soon-To-Be Innocent Fun/Let's See” όσο πειραματικές και πρωτοποριακές αν ακούγονται σήμερα, στα μέσα των 80s,  και με δεδομένη με τη φήμη ή τους κύκλους που συνδέονταν με το όνομα του Russel,l ήταν αδύνατο να γίνουν μαζικά αποδεκτές. 

Ακόμα και όταν συνέπραξε με τον Phillip Glass στο album Tower of Meaning (Chatham Square) , το οποίο ο Glass εξέδωσε σαν private press έκδοση και λειτούργησε ως προσχέδιο ουσιαστικά, για τη μουσική της  παράστασης “Μήδεια” που σκηνοθετούσε ο Robert Wilson, η αναγνώριση της “εσωτερικής” και minimal μουσικής που έφτιαχνε με βάση το τσέλο του ο Arthur Russell παρέμεινε σε στενό καλλιτεχνικό κύκλο. Μέχρι τα τέλη των 80s, είχε σχεδόν κουραστεί από τις dance φόρμες και επεδίωκε αυτοσχέδιες σόλο εμφανίσεις με το έγχορδο του, ενώ δεν σταματούσε να ηχογραφεί και ουσιαστικά να καταγράφει, σε μορφή ημερολογίου τις δημιουργίες του. 

Χρειάστηκε να περάσει παραπάνω από μια δεκαετία από τον θάνατό του ώστε η συλλογή The World Of Arthur Russell, της επιδραστικής σε επίπεδο επανεκδόσεων Soul Jazz Records, να ανοίξει επίσημα τον δρόμο για την αναγνώριση του ταλέντου του αλλά και να ωθήσει τους επιμελητές της κληρονομιάς του στο να ξεκινήσουν να συζητούν για νέες ή για επανεκδόσεις με τις άπειρες ώρες και διαφορετικές εκδοχές ηχογραφήσεων που άφησε πίσω. 

Παράλληλα, και με τα internet δεδομένα να συνδέουν τον πλανήτη, οποιοσδήποτε “επιβίωσε" της νεοϋορκέζικης disco αναγέννησης μετέφερε από στόμα σε στόμα το μεγαλείο της προσωπικότητας και την επίδραση της μουσικής που είχε σε όσους γνώριζαν από κοντά τον αστείρευτο Arthur Russell.  To ντοκιμαντέρ Α Wild Combination: A Portrait of Arthur Russell  το 2008, απογείωσε την φήμη του και οι επανεκδόσεις ή εκδόσεις με ακυκλοφόρητο υλικό, επιτέλους, ξεκίνησαν να τροφοδοτούν γενιές ανοιχτόμυαλων φίλων της μουσικής που αγνοούσαν την ύπαρξη του ταλέντου του. 

Ακόμα και σήμερα, οποιαδήποτε εκδοχή του “This Is How We Walked On The Moon” και να ακούσετε, η χροιά της φωνής του και η κομψότητα στο τρόπο που συνδέει τα λίγα όργανα με τα όποια διαλέγει να εκφραστεί, είναι τα εχέγγυα ενός ταλέντου που χάθηκε νωρίς, αλλά ευτυχώς, έστω και μετά θάνατον το έργο του αναγνωρίστηκε και δίκαια του εξασφάλισε περίοπτη θέση στο πάνθεον με τους σύγχρονους μουσικούς πρωτοπόρους. 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured