Διονύσης Κοτταρίδης

Αντί να θεωρητικολογώ περί κρίσης, παραθέτω χαρακτηριστικό απόσπασμα απ' το προ τετραετίας εκδοθέν βιβλίο της Naomi Klein, στο οποίο η δημοσιογράφος/συγγραφέας  επιχειρεί να χαρτογραφήσει τη διαδικασία επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού ως κυρίαρχο οικονομικό (κι όχι μόνο) μοντέλο –τέκνο του Αμερικάνου οικονομολόγου Μίλτον Φρίντμαν.

«Η απόπειρα εξιστόρησης της ιδεολογικής σταυροφορίας που κορυφώθηκε με τη ριζική ιδιωτικοποίηση των πολέμων και των καταστροφών προσκρούει σε ένα πρόβλημα: Η ιδεολογία αυτή είναι ένας πραγματικός χαμαιλέοντας, καθώς διαρκώς αλλάζει όνομα και ταυτότητα. Ο Φρίντμαν αυτοπροσδιοριζόταν ως «φιλελεύθερος», όμως οι οπαδοί του στις Η.Π.Α., που ταυτίζουν τους φιλελεύθερους με την υψηλή φορολογία και τους χίπηδες, χρησιμοποιούν όρους όπως «συντηρητικοί», «οπαδοί της κλασικής οικονομίας», «υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς» και, πιο πρόσφατα, υπερασπιστές της οικονομικής πολιτικής του Ρέιγκαν («Reaganomics») και της ελευθερίας των συναλλαγών (laissez-faire) για να αυτοχαρακτηριστούν. Στις περισσότερες χώρες του κόσμου το «δόγμα της πίστης» τους είναι γνωστό ως «νεοφιλελευθερισμός», αλλά συχνά αυτό αναφέρεται απλώς ως «ελεύθερο εμπόριο» ή «παγκοσμιοποίηση». Μόνο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990, και χάρη σε δεξιές «δεξαμενές σκέψης» που διατηρούν μακροχρόνιες σχέσεις με τον Φρίντμαν (όπως τα Heritage Foundation, Cato Institute και American Enterprise Institute), αυτό το ιδεολογικό κίνημα άρχισε να χρησιμοποιεί τον όρο «νεοσυντηρητικός», ευαγγελιζόμενο μια κοσμοθεωρία που έθεσε την ισχύ της στρατιωτικής μηχανής των Η.Π.Α. στην υπηρεσία της ατζέντας των εταιρειών.

Όλες αυτές οι «μετενσαρκώσεις» έχουν ως κοινό γνώρισμα την πλήρη υιοθέτηση της αγίας τριάδας «εξάλειψη της δημόσιας σφαίρας – απόλυτη ελευθερία για τις εταιρείες – ανύπαρκτες δημόσιες δαπάνες», όμως καμία από τις προηγούμενες ονομασίες δεν μοιάζει κατάλληλη για της περιγραφή αυτής της ιδεολογίας. Ο Φρίντμαν διαμόρφωσε το ιδεολογικό κίνημά του ως μια προσπάθεια να απελευθερωθεί η αγορά από το κράτος, όμως αυτό που πραγματικά συμβαίνει κάθε φορά που το όραμά του παίρνει σάρκα και οστά στην πιο καθαρή μορφή του είναι εντελώς διαφορετικό. Σε κάθε χώρα όπου εφαρμόστηκαν οι πολιτικές της Σχολής του Σικάγου τα τελευταία τριάντα χρόνια αυτό που προέκυψε ήταν μια κραταιή συμμαχία ανάμεσα σε μια δράκα πανίσχυρων εταιρειών και σε μια τάξη πλούσιων πολιτικών –με τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις δυο ομάδες να είναι εξαιρετικά δυσδιάκριτες και διαρκώς μετακινούμενες. Στη Ρωσία τους δισεκατομμυριούχους επιχειρηματίες που μετέχουν στη συμμαχία τους αποκαλούν «ολιγάρχες», στην Κίνα «ηγεμονίσκους», στη Χιλή «πιράνχας», ενώ στις Η.Π.Α. οι Μπους και Τσέινι τους χαρακτήρισαν σκαπανείς κατά τη διάρκεια της προεκλογικής τους εκστρατείας. Αντί να απελευθερώσουν την αγορά από το κράτος, αυτές οι πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ απλώς συγχωνεύτηκαν μεταξύ τους, επιβάλλοντας ένα καθεστώς ευνοιοκρατίας για να διασφαλίσουν το δικαίωμα ιδιοποίησης πολύτιμων πόρων που μέχρι τότε ανήκαν στον δημόσιο τομέα: από τις πετρελαιοπηγές της Ρωσίας και τις κολεκτίβες της Κίνας μέχρι τα χωρίς μειοδοτικούς διαγωνισμούς συμβόλαια ανοικοδόμησης στο Ιράκ.  

Ο πιο σωστός όρος για αυτό το σύστημα που εξαλείφει τα όρια ανάμεσα στο «Μεγάλο Κράτος» και στις «Μεγάλες Επιχειρήσεις» δεν είναι «φιλελεύθερο», «συντηρητικό» ή «καπιταλιστικό», αλλά «κορπορατικό». Τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτού του συστήματος είναι η μεταβίβαση του δημόσιου πλούτου σε ιδιωτικά χέρια (που συχνά συνοδεύεται απ' την εκτόξευση του δημόσιου χρέους), το διαρκώς διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στους ζάπλουτους και στους αναλώσιμους φτωχούς κι ένας επιθετικός εθνικισμός, που δικαιολογεί απεριόριστες δαπάνες για την ασφάλεια. Για όσους βρίσκονται μέσα στη φυσαλίδα του τεράστιου πλούτου που δημιουργεί αυτός ο διακανονισμός δεν μπορεί να υπάρξει πιο επικερδής τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας. Όμως, εξαιτίας των προφανών μειονεκτημάτων για τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού που βρίσκεται έξω από αυτή τη φυσαλίδα, στα υπόλοιπα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κορπορατικού κράτους συγκαταλέγονται η επιθετική παρακολούθηση (με τις κυβερνήσεις και τις μεγάλες εταιρείες να αλληλοβοηθιούνται μέσω της υπογραφής συμβάσεων), οι μαζικές φυλακίσεις, η συρρίκνωση των ατομικών ελευθεριών και –συχνά αλλά όχι πάντα– τα βασανιστήρια».




Η σημερινή κρίση του χρέους κι όλα τα παρελκόμενα της αποτελούν αναμφίβολα ένα σοκ που το βιώνουμε πλέον καθημερινά τόσο ατομικά όσο και ως κοινωνία. Ένα σοκ –πραγματικό ή τεχνητό δεν έχει σημασία– που κατά τον Φρίντμαν αποτελεί το πιο πρόσφορο έδαφος για αστραπιαίες μεταρρυθμίσεις νεοφιλελεύθερου τύπου. Αρκετές δεκαετίες τώρα το σενάριο έχει παιχτεί σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη με αφορμή φυσικές καταστροφές, πολέμους ή έντονα προβλήματα εθνικών χρεών, πάντα με μοιραίο τέλος. Τώρα παίζεται για πρώτη φορά με πρωταγωνίστρια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξ' ου αν θέλετε και η πιο «εξευρωπαϊσμένη» παράσταση την οποία παρακολουθούμε. Προσωπικά συμφωνώ πως βρισκόμαστε εμπρός σε μια ευκαιρία για αλλαγές που ποτέ δεν βρήκαμε το θάρρος να πραγματοποιήσουμε εκ των έσω. Μονάχα το περίφημο τέρας του δημοσίου κι ό,τι αυτό αντιπροσωπεύει μας στοίχισε σε επίπεδο συλλογικής κουλτούρας –ίσως ακόμα περισσότερο απ' ότι μας στοίχισε με αυστηρούς οικονομικούς όρους. Οφείλουμε να το δαμάσουμε, να το περιορίσουμε, να το αναμορφώσουμε, πρώτα απ' όλα για μας τους ίδιους. Αλίμονο, όμως, αν αντικαταστήσουμε τη Σκύλλα με τη Χάρυβδη, τον αρρωστημένο κρατισμό με κάποιο αναίσχυντο κορπορατικό μοντέλο κι ό,τι αυτό συνεπάγεται...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured