Μιχάλης Τσαντίλας

Το ξημέρωμα της 1ης Ιανουαρίου 1970 βρήκε το στρατόπεδο των Beatles σε διάλυση.

Από τον Σεπτέμβρη της προηγούμενης χρονιάς, ο John Lennon είχε ανακοινώσει στους υπόλοιπους ότι εγκατέλειπε το γκρουπ, αλλά είχε πειστεί να το κρατήσει προσωρινά μυστικό, καθώς ο μάνατζερ Allen Klein διαπραγματευόταν ένα νέο συμβόλαιο με την EMI, με πολύ καλύτερους οικονομικούς όρους για το συγκρότημα. Ο Paul McCartney, αποτελώντας τη μειοψηφία που δεν επιθυμούσε την ανάμειξη του Klein ούτε, όμως, και τη διάλυση του γκρουπ, βρισκόταν στριμωγμένος από τις εξελίξεις και αναζητούσε διέξοδο.

Βλέποντας ότι οι επιλογές του ήταν περιορισμένες, ο McCartney επέλεξε τελικά την πιο δραστική λύση: μήνυσε τους υπόλοιπους Beatles, επιχειρώντας να αποδεσμευτεί από την Apple και τον Klein. Και, μέσω του δελτίου Τύπου για το ντεμπούτο άλμπουμ του, το οποίο μοιράστηκε στoν Τύπο στις 10 Απριλίου 1970, ανακοίνωσε τη διάλυση του συγκροτήματος. Λίγο αργότερα, η κυκλοφορία του Let It Be βρήκε το μουσικόφιλο κοινό σε κατάσταση σοκ, να προσπαθεί να αποδεχθεί ότι το όνειρο είχε τελειώσει. Και τους τέσσερις πρώην φίλους και συνεργάτες να προσπαθούν να βρουν βηματισμό, ξεκινώντας απ’ την αρχή...

John Lennon: Primal screamer

Οι σόλο περιπέτειες του Lennon ξεκίνησαν από το 1968 κιόλας, όμως τα τρία άλμπουμ που κυκλοφόρησε από κοινού με την Yoko Ono (Two Virgins, Life With The Lions, Wedding Album) ήταν προϊόντα μιας περαστικής εμμονής του με την avant-garde αισθητική, οπότε στη συνέχεια επέστρεψε στις αγαπημένες του pop και rock φόρμες. Η δισκογραφία του στα 1970s σε μεγάλο βαθμό ακολουθούσε και κατέγραφε τις εμπειρίες της ζωή του, η οποία με τη σειρά της χαρακτηριζόταν από τη μνημειώδη ανυπομονησία του και τη συνεχή εναλλαγή ενδιαφερόντων.

56yBtl_2.jpg

Η δεκαετία του ξεκίνησε με το single “Instant Karma!” και με τα δύο καλύτερα άλμπουμ του, τα John Lennon/Plastic Ono Band (1970) και Imagine (1971). Δεν εκπλήσσει το ότι και στα δύο είναι έντονο το πολιτικό στοιχείο, ο Lennon άλλωστε ήταν ο πιο διαβασμένος και πολιτικοποιημένος από τους Beatles. Αυτή του η πλευρά τον οδήγησε να μεταναστεύσει στη Νέα Υόρκη και να αναμειχθεί με ριζοσπάστες αριστερούς όπως ο Tariq Ali και ο Jerry Rubin, με την πολιτική του δράση να είναι ιδιαίτερα έντονη και να οδηγεί επίσης στην κυκλοφορία των single “Power To The People” και “Happy Xmas (War Is Over)”, καθώς και του εντόνως πολιτικού αλλά ιδιαιτέρως άστοχου καλλιτεχνικά Some Time In New York City (1972). Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση του Richard Nixon τον ανακύρησσε υπ’ αριθμόν ένα εχθρό της και ξεκινούσε εκστρατεία για την αποπομπή του από τις Η.Π.Α.

Η προσπάθεια του ζεύγους Lennon να αποφύγει την απέλαση οδήγησε στην απομάκρυνσή του από την έντονη πολιτική δραστηριότητα, όμως τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά ούτε μεταξύ τους. Έτσι, η κυκλοφορία του Mind Games, το φθινόπωρο του 1973, βρήκε το ζευγάρι σε διάλειμμα από τη σχέση τους, με τον Lennon να ξεκινά για νέες περιπέτειες στο Los Angeles, με τη συνοδεία της γραμματέως της Ono, May Pang. Ακολούθησαν πολλές νύχτες ξεσαλώματος, παρέα με τον Ringo, τον Harry Nilsson και τον Keith Moon, αλλά και η κυκλοφορία του Walls And Bridges (1974) που βρήκε τον δημιουργό του σε καλή φόρμα έπειτα από αρκετό καιρό. Την επόμενη χρονιά εκδόθηκε το Rock ‘N’ Roll, ένα άλμπουμ με διασκευές σε τραγούδια που είχε αγαπήσει ως έφηβος, το οποίο, παρότι είχε τις στιγμές του, δεν συγκίνησε ιδιαίτερα το κοινό.

Η επανασύνδεσή του, το 1975, με την Ono και η γέννηση του γιου του, Sean, οδήγησαν τον Lennon σε ηθελημένη απόσυρση από τη μουσική δημιουργία. Έζησε για τα επόμενα πέντε  χρόνια στη σκιά της συζύγου του, κλεισμένος στο τεράστιο νεοϋορκέζικο διαμέρισμά του, για να επιστρέψει με το Double Fantasy, στα τέλη του 1980, λίγο πριν χτυπήσει η τραγωδία. Η περίπλοκη περσόνα του μοιάζει ακόμα και σήμερα να κρατάει πολλά κρυμένα μυστικά, πράγμα που, σε συνδυασμό και με το τραγικό τέλος του, έχει οδηγήσει στο να συζητούνται συχνά, ο ίδιος και το έργο του, με όρους μύθου.

Paul McCartney: Family guy on the road

Το ξεκίνημα του Paul McCartney δεν θα μπορούσε να είναι δυσκολότερο: ενώ πάλευε με την κατάθλιψη, το κοινό τον θεωρούσε υπαίτιο της διάλυσης των Beatles και οι κριτικοί αλλά και οι πρώην συνεργάτες του δεν έβρισκαν τίποτα καλό στα πρώτα του άλμπουμ (McCartney το 1970, Ram το 1971). Ο ίδιος πάντως δεν τα παράτησε αλλά αποφάσισε να φτιάξει ένα νέο συγκρότημα και να αρχίσει από την αρχή. Οι Wings, στους οποίους ενέταξε τον Denny Laine (Moody Blues, Ginger Baker’s Air Force) αλλά και την εντελώς άπειρη σύζυγό του Linda, ξεκίνησαν επίσης με δυσκολίες: το ντεμπούτο τους Wings Wild Life κρίθηκε αδύναμο, το “Give Ireland Back To The Irish” απαγορεύτηκε από το ραδιόφωνο, ενώ στις πρώτες συναυλίες τους έπαιζαν σε πανεπιστήμια με πενιχρό αντίτιμο εισιτηρίου.

56yBtl_3.jpg

Η επιμονή του McCartney απέδωσε, πάντως, με τον καιρό: το Red Rose Speedway (1973) έφερε τις πρώτες επιτυχίες, το “Live And Let Die” φανέρωσε τις δυνατότητες της μπάντας και το Band On The Run γνώρισε ομόθυμη αποδοχή και σάρωσε εμπορικά –και όλα αυτά μέσα στην ίδια χρονιά (1973). Οι Wings απογειώθηκαν στη συνέχεια, παρά τις συνεχείς αλλαγές στη σύνθεσή τους, κάνοντας τεράστιες περιοδείες ανά τον κόσμο, ανεξάρτητα από το αν κυκλοφορούσαν καλά άλμπουμ ή όχι (Venus And Mars το ’75, Wings At The Speed Of Sound το ’76, London Town το ‘78). Εν έτει 1977, το “Mull Of Kintyre” κατάφερε να σπάσει το punk εμπάργκο και να γίνει το πιο επιτυχημένο single της μέχρι τότε βρετανικής ιστορίας  αλλά το Back To The Egg (1979), παρότι ξεκίνησε ως μια προσπάθεια του Macca να πιάσει τον παλμό της εποχής, προέκυψε μάλλον συντηρητικό και αποτέλεσε τελικά το κύκνειο άσμα των Wings.

Παράλληλα με τον ιδιαίτερα φορτωμένο επαγγελματικό τομέα, ο McCartney προσπαθούσε να διατηρήσει και μια υγιή οικογενειακή και προσωπική ζωή. Μέσα στη δεκαετία έγινε πολύτεκνος πατέρας, υιοθετώντας την κόρη της Linda από προηγούμενο γάμο και αποκτώντας μαζί της άλλα τρία παιδιά. Οι κάμποσες συλλήψεις του για κατοχή μαριχουάνας και η έντονη κριτική που δεχόταν για τον τρόπο ζωής του έδειξαν ότι οι  ισορροπίες δεν ήταν ιδιαιτέρως εύκολο να κρατηθούν.

Για τον ομολογουμένως πιο ταλαντούχο της τετράδας, τα 1970s αποτέλεσαν τη βάση για το χτύσιμο μιας καριέρας που εμπορικά στάθηκε αντάξια εκείνης των Beatles, έστω κι αν καλλιτεχνικά είχε πολλά σκαμπανεβάσματα. Ο McCartney εξ αρχής προσπάθησε πολύ να συμβιβάσει τις αντικρουόμενες πλευρές του χαρακτήρα του: την τεράστια ικανότητά του για καλλιτεχνικές ακροβασίες με την ανάγκη του για αποδοχή και θαυμασμό, την εικόνα του νορμάλ τύπου με τη ζωή του εκατομμυριούχου. Ακόμα το παλεύει, χωρίς να είναι πάντα πειστικός: μοιάζει να είναι πάντα έτοιμος να παίξει οποιονδήποτε υποδεέστερό του ρόλο προκειμένου να πάρει το μεγαλύτερο χειροκρότημα. Όποτε, όμως, ζορίστηκε, φάνηκε να βρίσκει τον καλύτερο εαυτό του.

George Harrison: In the name of the Lord

Παρότι είχε καταθέσει τα τραγουδοποιητικά του διαπιστευτήρια πολλάκις στους δίσκους των Beatles, κανείς δεν περίμενε από τον «ήσυχο» Beatle να τινάξει τη μπάνκα με το ντεμπούτο του. Το τριπλό LP All Things Must Pass (1970) σάρωσε τα charts, ενώ η συνέχεια αποδείχθηκε εξίσου δυνατή: οι συναυλίες που διοργάνωσε με σκοπό την οικονομική στήριξη των προσφύγων του Μπανγκλαντές κινητοποίησαν τεράστια ονόματα (Bob Dylan, Eric Clapton, Ringo Starr κ.ά.), αποτυπώθηκαν στο επίσης τριπλό άλμπουμ The Concert For Bangladesh (1971) και αποτέλεσαν τον προπομπό προσπαθειών όπως το Live Aid.

56yBtl_4.jpg

Το μέλλον, όμως, θα αποδεικνυόταν... κατηφορικό. Ο Harrison κατηγορήθηκε ότι στο “My Sweet Lord” είχε αντιγράψει το “He’s So Fine” των Chiffons και τελικά καταδικάστηκε, αναγκαζόμενος να πληρώσει τεράστια ποσά σε αποζημιώσεις. Ο γάμος του με την Pattie Boyd διαλύθηκε (εκείνη βρήκε καταφύγιο στην αγκαλιά του Clapton) και η δισκογραφική παραγωγή του, έπειτα από το αξιόλογο Living In The Material World (1973), πήρε την κατιούσα, αρχής γενομένης με το Dark Horse του ’74 και την καταστροφική περιοδεία που το ακολούθησε.

Αργότερα, ο Harrison ξαναβρήκε τον έρωτα στο πρόσωπο της Olivia Arias (την παντρεύτηκε το 1978) και συνέχισε με τα άλμπουμ Extra Texture (Read All About It) (1975), Thirty Three & 1/3 (1976) και George Harrison (1979), όμως, στα μάτια του μουσικόφιλου κοινού και του Τύπου άρχισε να καταχωρείται ως ένας κομματάκι γραφικός ζάμπλουτος που είχε λόξα με τη θρησκεία, την κηπουρική και τα γρήγορα αυτοκίνητα. Συμπερασματικά, η διαδρομή του μετά τους Beatles, παρότι περιείχε διάσπαρτες ενδείξεις του ταλέντου του, έδειξε καθαρά ότι ο George Harrison δεν υπήρξε ποτέ καλλιτεχνικά ισάξιος των Lennon και McCartney.

Ringo Starr: Acting naturally

Ο ντράμερ των Beatles ήταν πάντα το πιο γήινο και προσιτό μέλος της τετράδας. Η προσωπική γοητεία του, αλλά και οι ίσες αποστάσεις που προσπάθησε να κρατήσει όσο η μπάντα διαλυόταν, τον βοήθησαν στη συνέχεια πολύ, καθώς και οι τρεις πρώην φίλοι του τον συνέδραμαν στις σόλο δουλειές του αλλά και τον χρησιμοποίησαν πολλάκις ως μουσικό.

56yBtl_5.jpg

Ο Starr ξεκίνησε δυνατά τη δεκαετία, κυκλοφορώντας δύο άλμπουμ μέσα στο 1970 και δοκιμάζοντας διαφορετικά πράγματα: διασκευές παλιών στάνταρ στο Sentimental Journey, country στο Beaucoups Of Blues. Το τρίτο του άλμπουμ, Ringo (1973), γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία, όπως και το Goodnight Vienna, την επόμενη χρονιά. Ακολούθησαν, σε γνησίως φθίνουσα πορεία, τα Ringo’s Rotogravure (1976), Ringo The 4th (1977) και Bad Boy (1978).

Παράλληλα με τη μουσική δραστηριότητά του, ο Starr έχτιζε, από τα τέλη των 1960s κιόλας, μια κινηματογραφική καριέρα, ως ηθοποιός (200 Motels, Blindman, Son Of Dracula, Caveman, That'll Be The Day), αλλά και ως σκηνοθέτης, στο Born To Boogie του Marc Bolan. Ήταν μια χρήσιμη διέξοδος για έναν άνθρωπο του οποίου η σόλο μουσική καριέρα δεν ξεπέρασε σχεδόν ποτέ τον χαρακτηρισμό «συμπαθητική».

Τα τραγούδια της οργής: Οι δημόσιες κόντρες μεταξύ των παλιόφιλων

Ήταν τέτοια η σύγκρουση συμφερόντων και εγωισμών που επέφερε την διάλυση των Σκαθαριών, ώστε ήταν αδύνατο ο απόηχός της να μην διατηρηθεί για χρόνια και να μην περάσει ακόμα και στα τραγούδια των τεσσάρων. Ειδικά μεταξύ του Lennon και του McCartney διημήφθησαν πολλά, μέσω δηλώσεων, συνεντεύξεων, επιστολών σε μουσικά περιοδικά αλλά και τραγουδιών. Την αρχή στην... κλωτσοπατινάδα μετά μουσικής έκανε ο Macca, με το τραγούδι “Too Many People” (από το Ram), αλλά και την απεικόνιση στο artwork μιας φωτογραφίας δύο σκαθαριών σε ερωτική περίπτυξη. Ο Lennon έπιασε το υπονοούμενο και απάντησε με το “How Do You Sleep?” (Imagine), μια βιτριολική προσπάθεια αποδόμησης της προσωπικότητας και του έργου του αντιπάλου του, με κιθαριστικό σόλο από τον Harrison. Ο Macca επέστρεψε με το “Dear Friend”, μια συγκινητική απόπειρα να χαμηλώσουν οι τόνοι, ενώ στο παιχνίδι μπήκαν και οι άλλοι δύο, όχι τόσο με επιθέσεις, αλλά περισσότερο ως σχολιαστές. Ο Harrison έγραψε τα “Wah-Wah”, “Isn't It A Pity” (All Things Must Pass) και “Sue Me, Sue You Blues” (Living In The Material World) ενώ ο Ringo, με το “Early 1970”, ήταν σαν να στέλνει ένα γράμμα συμφιλίωσης στους παλιούς του φίλους. Στα μέσα της δεκαετίας, πάντως, με τη μεταξύ τους δικαστική διαμάχη να φτάνει στο τέλος της, επήλθε και ο πολυπόθητος κατευνασμός.

Επιλεγμένη δισκογραφία: Τα απολύτως απαραίτητα των σόλο Σκαθαριών

John Lennon

John Lennon/Plastic Ono Band (1970)

56yBtl_7.jpg

Πίστη, πολιτική, έρωτας, ψυχισμός, μέσα από ένα ωμό και εξομολογητικό πρίσμα, επηρεασμένο από την μέθοδο “Primal Scream” του ψυχολόγου Arthur Janov. Απογυμνωμένες ενορχηστρώσεις, απογυμνωμένη ψυχή. Στο “God” η απεμπόληση όλων των ψεύτικων ειδώλων, στο “Mother” ο σπαρακτικός αποχαιρετισμός στη χαμένη παιδική αθωότητα...

Imagine (1971)

56ggg.jpg

Θεματολογικά μοιάζει να είναι το δεύτερο μέρος του Plastic Ono Band αλλά με πολύ πιο προσιτή ατμόσφαιρα. Συμμετέχει και πάλι ο Phil Spector στην παραγωγή και μια ομάδα κορυφαίων μουσικών, μεταξύ τους και ο Harrison. Το ομότιτλο τραγούδι αποτελεί έκτοτε το σήμα κατατεθέν του δημιουργού του.

Paul McCartney

Ram (1971)

56yBtl_9.jpg

Σφαγιάστηκε από τους κριτικούς όταν κυκλοφόρησε αλλά με τα χρόνια αναγνωρίστηκε η αξία του. Παρουσιάζει ιδανικά τον παιχνιδιάρη εαυτό του McCartney και την ικανότητά του να σκαρώνει σπουδαίες μελωδίες και λεπτοδουλεμένες ενορχηστρώσεις. Εδώ θα βρείτε και την επική ποπ σουίτα “Uncle Albert/Admiral Halsey”.

Band On The Run (1973)

56yBtl_8.jpg

Απτόητος από τις αποχωρήσεις μελών των Wings παραμονές του ταξιδιού στη Νιγηρία, όπου θα πραγματοποιούνταν μέρος των ηχογραφήσεων, ο McCartney αποφασίζει να δώσει στους επικριτές του ένα μάθημα. Και το καταφέρνει, φτιάχνοντας έναν σχεδόν αλάνθαστο δίσκο, για πολλούς τον καλύτερό του. Ξεχωρίζουν τα “Jet”, “Let Me Roll It”, “Picasso’s Last Words (Drink To Me)” και το ομώνυμο.

George Harrison

All Things Must Pass (1970)

56yBtl_10.jpg

Ο Harrison μαζεύει όλα τα τραγούδια που έγραψε στα τέλη των ‘60s και τα στριμώχνει στα αυλάκια ενός τριπλού άλμπουμ. Η παραγωγή του Spector ακούγεται πια γερασμένη αλλά οι συνθέσεις μαρτυρούν την άπιαστη κορυφή που άγγιξε εδώ ο δημιουργός τους. “My Sweet Lord”, “What Is Life”, “Beware Of Darkness”, το ομώνυμο – ιδιαίτερα μακρύς ο κατάλογος...

Ringo Starr

Ringo (1973)

56yBtl_11.jpg

Στο τρίτο του άλμπουμ, ο Ringo, όχι μόνο «καταφέρνει» τους Lennon, McCartney και Harrison να συμμετάσχουν, αλλά προσκαλεί κάμποσα ακόμα μεγάλα κεφάλια της εποχής: Marc Bolan, Billy Preston, Robbie Robertson, Harry Nilsson κ.ά. Κάπως έτσι, στήνει έναν feelgood δίσκο, αλλά βρίσκει και τη φόρμουλα που θα ακολουθήσει αργότερα, στήνοντας την All Starr Band του.

{youtube}VOgFZfRVaww{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured