Μια σύμπραξη που αν μη τι άλλο κεντρίζει την προσοχή επιχειρείται στο παρόν άλμπουμ, με δύο απ' τους ικανότερους σύγχρονους λαϊκούς δημιουργούς να γράφουν τραγούδια για μια στ' αλήθεια κοσμαγάπητη τραγουδίστρια όπως είναι η Γλυκερία. Μια τραγουδίστρια η οποία αποδεδειγμένα έχει τις δυνατότητες να εκφράσει το λαϊκό αίσθημα, ακόμα και στις μέρες μας που αυτό είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο Γιώργος Ζήκας και η Βάσω Αλαγιάννη –ιδιοσυγκρασικοί τραγουδοποιοί οι οποίοι εκφράζουν ένα πνεύμα αυθόρμητης και χειροποίητης λαϊκής έκφρασης– έχουν συνυπάρξει ξανά στον πρώτο δίσκο της Γιούλης Τσίρου (το 1988), δίνοντας τότε ο καθένας από πέντε δικά του σε στίχους και μουσική τραγούδια. Εδώ ενώνουν για πρώτη φορά τις δυνάμεις τους, με τον Ζήκα να γράφει τη μουσική πάνω σε στίχους της Αλαγιάννη. Το όλο, ιδιαίτερα ενδιαφέρον, εγχείρημα συμπληρώνεται με τη συμμετοχή μιας πλειάδας σπουδαίων μουσικών (προεξέχοντος βέβαια του μόνιμου συνεργάτη της Γλυκερίας Λάζαρου Κουλαξίζη) και τη συμβολή του εμπειρότατου Σταύρου Φωτιάδη στην ενορχήστρωση και στην παραγωγή –από κοινού με τον Άγγελο Σφακιανάκη.  Τα δέκα καινούργια τραγούδια που απέδωσε αυτή η συνεργασία ασφαλώς δεν διαφοροποιούνται σημαντικά από τα μέχρι τώρα πεπραγμένα των δύο, αισθητικά συγγενών άλλωστε, δημιουργών. Εν τούτοις, στο Η Αγάπη Είναι Ελεύθερη της Γλυκερίας επιτυγχάνεται ένας εξαίρετος συνδυασμός δύο αντίθετων χαρακτηριστικών τους: οι εσωτερικοί –μα καθόλου βαρύγδουποι– στίχοι με τη βαθιά ενδοσκοπική ματιά της Αλαγιάννη παντρεύονται υπέροχα με τον ξεκάθαρα εξωστρεφή χαρακτήρα των συνθέσεων του Ζήκα, δημιουργώντας τραγούδια βραδείας αναφλέξεως και υψηλών εντάσεων. Τραγούδια όπως το “Η Αγάπη Δεν Είναι Δεδομένη”, τα εξαιρετικά “Θυμάσαι” και “Ό,τι Ζητάω Τ’ Αρνιέμαι”, ή το ομώνυμο “Η Αγάπη Είναι Ελεύθερη” αποτελούν τέτοια παραδείγματα. Από την άλλη, όταν η εξωστρέφεια επικρατεί και στιχουργικά –όπως στο θεατράλε “Της Ηλέκτρας Κόλπα” με τη συμμετοχή του Βασίλη Χαραμπόπουλου και με αναφορές στην country(!) μουσική ή στο παρεΐστικο ντουέτο με την Μελίνα Ασλανίδου “Έρωτας Μοιάζει Η Φιλία”– η ένωση φαντάζει λιγότερο λειτουργική και το αποτέλεσμα ακούγεται κάπως κραυγαλέο. Εξαίρεση σ’ αυτή την παρατήρηση αποτελεί το έξοχο, «αναχωρητικό» “Έλα Πάμε Να Φύγουμε”. Η Γλυκερία, σε κάθε περίπτωση, φαντάζει ιδανική ερμηνεύτρια αυτών των τραγουδιών, προσφέροντας όμορφες, από καρδιάς ερμηνείες, οι οποίες τα αναδεικνύουν. Μαζί με τα καινούργια τραγούδια, όμως, στο άλμπουμ συμπεριλήφθηκαν εμβόλιμα και κάποιες παλιότερες επιτυχίες των δύο δημιουργών. Μια κίνηση που μοιάζει να υπαγορεύεται από εμπορικά κριτήρια και προδίδει μια αγωνία για επιτυχία αταίριαστη με το ύφος και την αξία των συντελεστών της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι νομίζω το “Πάμε Νότια” στο οποίο το reggae κουστουμάκι που του φόρεσε η παραγωγή αντί να το ανανεώνει μάλλον το φθηναίνει. Ακατανόητη και η επιλογή του Δημήτρη Σταρόβα που με την πολύ αδύναμη ερμηνεία του δεν προσθέτει τίποτα στην αρχική εκτέλεση. Τα υπόλοιπα (“Η Κουρσάρα”, “Ο Γλάρος”, “Όλα Έχουν Γίνει”, “Απόψε Σιωπηλοί”) είναι μεν όμορφα ερμηνευμένα απ’ τη Γλυκερία (στο πρώτο συμμετέχει κι ο Κώστας Μακεδόνας), χωρίς ιδιαίτερες όμως εκπλήξεις και διαφοροποιήσεις απ’ τα πρωτότυπα. Συνολικά θεωρώ ότι η ιδέα των επανεκτελέσεων προκαλεί στο άλμπουμ περισσότερο κακό παρά καλό, αφενός γιατί τα δεκαεφτά συνολικά κομμάτια μεγαλώνουν υπερβολικά τη διάρκεια και αφετέρου γιατί τα ήδη γνωστά τραγούδια υπονομεύουν το καινούργιο υλικό –κλέβοντας μοιραία την προσοχή και βάζοντάς το κατά κάποιον τρόπο σε δεύτερη μοίρα. Κυρίως όμως δεν αφήνουν να διαφανεί ξεκάθαρα το αν και κατά πόσο μπόρεσαν να λειτουργήσουν οι από κοινού δημιουργίες σαν αυτόνομο υλικό.     Παρολ’ αυτά, το Η Αγάπη Είναι Ελεύθερη της Γλυκερίας και ωραία τραγούδια διαθέτει αλλά και μια δυσεύρετη αίγλη απ’ τις παλιές καλές μέρες του λαϊκού τραγουδιού αποπνέει. Αυτή ακριβώς η σύνδεσή του με το παρελθόν είναι που προσδίδει μια αμφιβολία ως προς την επιτυχία του αποτελέσματος. Γιατί δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι αυτά τα τραγούδια θα μπορούσαν άνετα να είχαν γραφτεί και δισκογραφηθεί πριν από δέκα ή και είκοσι ακόμα χρόνια. Δεδομένου δε των κορυφαίων συντελεστών της δουλειάς, ειλικρινά δεν μπορώ να πω αν κάτι τέτοιο συνιστά κομπλιμέντο ή ψόγο. Επί τοις ουσίας, πάντως, το αν αυτά τα τραγούδια προσδίδουν κάτι αληθινά καινούργιο και ουσιαστικό ή απλά δημιουργούν όμορφα συναισθήματα ερεθίζοντας τη νοσταλγία για μια εποχή η οποία έχει πλέον εκλείψει, είναι κάτι που μπορεί να αποδειχθεί μόνο σε βάθος χρόνου.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured