Το 2011 ήταν οι Liturgy με το “Aesthetica”. Πέρυσι οι Deafheaven με το “Sunbather”. Φέτος είχε διαφανεί πως ο δίσκος που εμφανίστηκε στα χιπστεροραντάρ και θα κάνει και τον τελευταίο άσχετο να προσθέσει ένα black metal άλμπουμ στη λίστα με τις κορυφαίες κυκλοφορίες της χρονιάς, θα είναι το “Sacred White Noise” των Καναδών Thantifaxath. Τους ανακάλυψε, βλέπετε, και το VICE, μεταξύ άλλων ηλεκτρονικών εντύπων, τα οποία μόνο εξαιρετικά επιφανειακή σχέση έχουν με το είδος. Τέλος πάντων, ο δίσκος κυκλοφόρησε στα μέσα Απριλίου, και για την ώρα φαίνεται πως πέρασε λίγο στα ψιλά (σε σχέση με το μέγεθος του συσσωρευμένου hype). Από τη μια κρίμα, γιατί πρόκειται για μια από τις καλύτερες μέχρι τώρα φετινές κυκλοφορίες. Από την άλλη η ίδια η μπάντα θέλει να διατηρήσει την obscure ανωνυμία της (το μόνο που ξέρουμε για τους Thantifaxath είναι το ότι αποτελούνται από 3 μέλη, τα οποία στα live εμφανίζονται με «τελετουργικό» σύνολο ρόμπα/κουκούλα), και μάλλον δε φαίνεται να επιθυμεί κάποιο μεγάλο breakthrough.
Πριν το full length, οι Καναδοί είχαν βγάλει ένα ομώνυμο ep, το 2011,μέσω της Dark Descent Records στο οποίο αποκρυσταλλώθηκε το ύφος τους. Σκοτεινό, χαοτικό black metal, με αναφορές τόσο στο USBM (των Krallice κυρίως), αλλά και στο κιθαριστικό σκοτάδι των πρώιμων Emperor. Το εν λόγω ep, μέσα σε 15 λεπτά είπε όσα άλλοι δε μπορούν να μεταφέρουν σε τριπλάσιας διάρκειας κυκλοφορίες. Θεματολογικά, με μπούσουλα τους τίτλους (καθώς οι στίχοι δεν υπάρχουν κάπου), το ep κινούταν σε μονοπάτια υπαρξιακής αναζήτησης (βλ. “Freedom is Depression”). Αυστηρά κασετική η πρώτη κοπή του, ενώ λίγους μήνες αργότερα βγήκε και σε βινύλιο από τη Media Tree Recordings (παρεμπιπτόντως τσεκάρετε το demo των Æsahættr από την ίδια).
Το “Sacred White Noise” κοσμείται από ένα ασπρόμαυρο εξώφυλλο, το οποίο όμως δεν έχει παραδοσιακή black αισθητική. Είναι κατά βάση μια ματιά στην απομόνωση και την απελπισία, με φωτογραφική νοοτροπία, η οποία θα μπορούσε να βρίσκεται στη «βιτρίνα» ενός πιο χαλαρά σχετιζόμενου με το black metal δίσκου. Εντός του άλμπουμ όμως, βρίσκουμε ατόφιο μαύρο μέταλλο, το οποίο παρά τις πειραματικές διαθέσεις δεν αρνείται τις καταβολές του, αλλά αντίθετα τις τιθασεύει και καλπάζει επί αυτών.
Αναλυτικότερα, από το πρώτο κομμάτι (“The Bright White Nothing at the End of the Tunnel”), βλέπουμε ότι οι Thantifaxath πήγαν τον ήχο του ep αρκετά βήματα παραπέρα. Τα -στην πλειοψηφία τους- tremolo picked riffs ανακαλύπτουν την ασφυξία και το εφιδρωτικό τρέξιμο σε αστρικές ταχύτητες, χωρίς να λυπούνται τις στάσεις mid tempo δέησης. Τα φωνητικά έρχονται κατ' ευθείαν από τον ουρανίσκο, και φτύνουν πικρόχολο δηλητήριο. Τα τύμπανα δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, χωρίς βέβαια να επιτελούν με μεμπτό τρόπο το ρόλο τους. Η όλη συνθετική δομή θυμίζει τις σκάλες του Escher• δίνει την εντύπωση σκαμπανεβάσματος, χωρίς ουσιαστικά να μετακινείται από το σημείο αφετηρίας – το οροπέδιο της συνειδησιακής απελπισίας. Εδώ ικανοποιούνται και οι νορβηγοαναθρεμμένοι παραδοσιακοί ακροατές (τουλάχιστον αυτοί που δεν έχουν πρόβλημα να ακούσουν κομμάτια με πάνω από 1-2 ευκολομνημόνευτα ριφ), αλλά και οι επιθυμούντες την περιπέτεια του νεωτερισμού. Ο οποίος νεωτερισμός παρουσιάζεται μέσω ατονικών θεμάτων που κουράζουν τον τουρίστα, αλλά ανταμείβουν τον εμβριθή ακροατή. Το σύνολο δένεται με τις δυσαρμονικές πινελιές στις άκρες των κυρίως ειπείν δομών, που στηλιτεύουν κάθε υποψία χαλάρωσης.
Στα μισά του δίσκου υπάρχει το “Eternally Falling”, μια instrumental space ανάσα, η οποία σε κατεβάζει ύπουλα στην τροπόσφαιρα, πριν την εκτόξευση που ακολουθεί, το “Panic becomes Despair”, που είναι η νοητή κορύφωση του δημιουργήματος. Τεταμένο riffing που μας είχε λείψει (χωρίς να το ξέρουμε), η αποκορύφωση των κακιασμένων φωνητικών, το ανώτατο (κυριολεκτικά) σημείο της πορείας. Το “Sacred White Noise” κλείνει με το 11λεπτο “Lost in Static between Worlds”, μια ηχητική και θεματική σύνοψη όσων προηγήθηκαν, το οποίο εμπεριέχει τους πιο γενναίους πειραματισμούς του άλμπουμ, καταλήγοντας εν τέλει σε απλό static θόρυβο, στη μάζα που μετατρέπεται σε ενέργεια και τούμπαλιν.
Οι Thantifaxath απλώνουν μπροστά μας μια οπτική για το black metal του μέλλοντος, χρησιμοποιώντας τα τελείως απαραίτητα μέσα. Το “Sacred White Noise” δεν πασχίζει να γίνει δίσκος ολκής μόνο και μόνο με το ανάστημά του τραβάει εμπρός τη σκηνή, δίχως να χρειάζεται media δεκανίκια. Τα ανώνυμα μέλη της μπάντας εσκεμμένα περνούν σε δεύτερο λόγο, καταβροχθιζόμενα από το δημιούργημά τους. Το 2014 είναι ένα εξαιρετικό έτος για τη μουσική μας. Τα λέμε σε λίγα χρόνια.