Πάνε ήδη 5 χρόνια από το “Seven Chalices”. Ένα δίσκο που σε πολύ κόσμο έσκασε μετωπικά από το πουθενά, ανεβάζοντας αιφνίδια το κολασμένο black/death σε ζοφερά επίπεδα. Βαρβαρότητα στο έπακρο, τρελαμένο riffing αμερικανικής death κοπής, και ατμόσφαιρα «σε ζεματάω στο καζάνι και σου ταΐζω τα σωθικά σου». Πολύ μεγάλος δίσκος, που άφησε εποχή. Δεν ξεχνάμε άλλωστε το εξώφυλλο του “Circle the Wagons” των Darkthrone που περιέχει το logo (και) των Teitanblood. Στα 5 αυτά χρόνια που μεσολάβησαν, η μπάντα δεν ήταν ιδιαίτερα παραγωγική (2 κομμάτια όλα κι όλα γράψανε), αλλά φέτος επιτέλους κυκλοφόρησε το “Death”, δεύτερο full-length των Ισπανών, από την άμεμπτη Norma Evangelium Diaboli, η οποία έχει πάρει εργολαβία το συγκρότημα. Δυστυχώς δεν έχουμε εδώ κάποιο από τα 2 (πολύ) παλιότερα μέλη με τα απίστευτα γαμάτα γραφικά ονόματα (Tyrant Spear Carrier of Barbaric Blood Sacrifice και Usurper of Eternal Condemnation and Inverted Crucifixion), αλλά έχουμε συμμετοχή (φωνητικά) του Chris Reifert των Autopsy στο “Burning in Damnation Fires”.
Το “Anteinferno” που ανοίγει το δίσκο δείχνει πως τα δόντια των Teitanblood δεν στόμωσαν ούτε στο ελάχιστο, παρά την ελαφρά βελτιωμένη/οριακά καθαρότερη παραγωγή. Όταν λέω καθαρότερη μην πάει ο νους σας σε γυαλάδες και λοιπές αχρείαστες για αυτό που παίζουν οι Ισπανοί αηδίες. Τα riffs είναι κάπως πιο αντιληπτά μέσα στη μίξη, αλλά ο θορυβώδης βόρβορος παραμένει. Ο αριθμός των κομματιών έχει μειωθεί, αλλά η συνολική διάρκεια αυξήθηκε, ξεπερνώντας κατά 10 λεπτά αυτή του “Seven Chalices”, φτάνοντας αισίως τα 68 λεπτά. Μόνο δυο κομμάτια «τρέχουν» για κάτω από 9 λεπτά. Φιλόδοξη κίνηση, που παρά την αρχική γκρίνια, δουλεύει εις όφελος του δημιουργήματος. Ακόμη και το 16λεπτο “Silence of the Great Martyrs” που κλείνει το “Death”, με τα δέκα λεπτά ησυχίας και κατάνυξης στο τέλος (υποψία καμπάνας, ψαλμών, και μυσταγωγικού ζόφου γενικότερα) κορυφώνει άψογα το concept του ονόματος του άλμπουμ. Αγνός θάνατος εδώ, είτε μανιώδης, έφιππος σε νεκρομεταλλικά ριφς της απέναντι μεριάς του Ατλαντικού, είτε ψυχοβγαλτικός στα λίγα αργά σημεία που υπάρχουν (ένα ντουμάνι από το “Triumph of Death” των Hellhammer ίπταται συναισθητικά πάνω από το ανοσιούργημα των Teitanblood).
Οι κιθάρες είπαμε πως είναι κυρίως επηρεασμένα από αμερικανικό death, αν και ανιχνεύσιμοι εδώ είναι και οι Slayer, ειδικά στα «χλιμιντριστά» σόλο. Τα τύμπανα του J είναι σκέτη απόλαυση, βγάζουν ένα μανιασμένο πρωτογονισμό που φέρνει early 90's μνήμες. Το μπάσο είναι σχετικά διακριτό, χωρίς εξάρσεις προσωπικότητας. Όσο για το λαρύγγι του NSK, παραμένει ένα από τα πιο αγέρωχα βάρβαρα της σκηνής. Συνθετικά, το κάθε κομμάτι έχει 2-3 προσωπεία, με αυτό του ογκώδη οδοστρωτήρα να κυριαρχεί, αλλά και οι όποιες ανάσες αργόσυρτου βασανισμού λάμπουν με την τραχύτητά τους, με τις κιθάρες να φτάνουν σε σχεδόν λαμαρινάτο γδάρσιμο κάπου προς τα τελειώματα του “ Burning in Damnation Fires”, του καλύτερου κομματιού του δίσκου (αγνή ριφ-ο-πανήγυρη).
Φτάσαμε και στο κρίσιμο ερώτημα: είναι το “Death” καλύτερο του “Seven Chalices”; Εκ πρώτης άποψης είναι ορμητικότερο στο σύνολό του, λίγο πιο μαζεμένο στο χάος των δομών, πιο μονολιθικό. Το “Seven Chalices” ήταν δίσκος που κόχλαζε με πρωτεϊκή ευμεταβλητότητα, δεν ήξερες τι να περιμένεις στη γωνία κάθε κομματιού, και έχω την εντύπωση πως είναι πιο ακραίο από το “Death”. Όπως και να 'χει, το φετινό πόνημα των Teitanblood είναι πάρα πολύ καλό, με χαρακτήρα (έχουν πολύ αναγνωρίσιμο ήχο οι Ισπανοί, και αυτό μόνο θετικό είναι). Ένα διαμάντι για το βάρβαρο ακραίο metal του σήμερα, το οποίο πατάει στο χτες χωρίς να μηρυκάζει. Οι Teitanblood είναι το πρωτόγονο death metal του αύριο.