Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο στην πρόσφατη συνεργασία του Θάνου Μικρούτσικου με τα Υπόγεια Ρεύματα με τίτλο Τους Έχω Βαρεθεί είναι πως, ενώ πρόκειται ουσιαστικά για διασκευές σε παλιότερα τραγούδια, η καθόλου «μικρούτσικη» ενορχήστρωση του πρώτου και η «υπόγεια» στα πιο πολλά από αυτά ερμηνεία, μας δίνουν ένα αποτέλεσμα σχεδόν καινοτόμο σε σχέση με την πρωτότυπη δουλειά. Είναι κατά τη γνώμη μου ιδανική η αποτύπωση των τραγουδιών της εποχής εκείνης στη σημερινή πραγματικότητα, με αποτέλεσμα έναν δίσκο σύγχρονο με την ωριμότητα συνάμα του «παλιού καλού» τραγουδιού.

Θετικό επίσης στοιχείο ότι, αν και η δουλειά απαρτίζεται από πολύ διαφορετικούς σε ύφος στιχουργούς, δεν χάνει τελικά καθόλου σε ομοιογένεια, μα αποδεικνύεται δεμένη. Και αυτό νομίζω είναι το τρικ του Μικρούτσικου. Το μουσικό ταξίδι αρχίζει με την πιο γλυκιά παράκληση στην Άννα του Μπρεχτ, σε απόδοση στα ελληνικά από τον Μάριο Πλωρίτη (πρώτη εκτέλεση από τον Γιάννη Κούτρα). Ξεκινά την ερμηνεία ο Θάνος Μικρούτσικος, που, ενώ όλοι παραδεχόμαστε πως δεν αποτελεί πρωτίστως ερμηνευτή, βγάζει αβίαστα τον γνωστό του εκείνο συναισθηματικό παλμό. Ο τελευταίος δυναμώνει κατόπιν ακόμη περισσότερο με τον ερχομό –κάπου στην πρώτη επανάληψη του πρώτου και δεύτερου κουπλέ– της φωνής του Γρηγόρη Κλιούμη, του βασικού δηλαδή τραγουδιστή των Υπογείων Ρευμάτων. Πιο σκοτεινό και αγριεμένο κατόπιν ύφος στο “Κι Ήθελε Ακόμη” του Μανόλη Αναγνωστάκη (πρωτοτραγουδισμένο από τη Μαρία Δημητριάδη), όπου, όσο ασφαλής ήταν η πρόγνωση πως «θα πέσει η πόλη», άλλο τόσο πιθανό είναι ότι θα σας συγκινήσει εξίσου η συγκεκριμένη εκτέλεση στο κομμάτι. 

Από ’δω και πέρα, η αίσθηση που σου δίνει ο δίσκος είναι πως έχει κυρίως θετικά στοιχεία και εξάρσεις, τα οποία σε κάνουν να τον ακολουθείς πιστά και τυφλά, όπως ένα δυο μηνών κουτάβι ακολουθεί το αφεντικό του. Φυσικά κατά σημεία το κουτάβι χάνει τον δρόμο του, παίζει λίγο μόνο του, ψάχνει τα πατήματά του, τελικά όμως με τη μυρωδιά –καθώς τα μάτια του είναι ακόμη αδύναμα– βρίσκει και πάλι τον αφέντη του. Τι εννοώ με την παρομοίωση: υπάρχουν τραγούδια στο Τους Έχω Βαρεθεί που σε ξαφνιάζουν απόλυτα θετικά, αλλά και κάποια που δεν προσφέρουν τον ίδιο ενθουσιασμό στο άκουσμα.

Στην πρώτη κατηγορία έχουμε το μεγάλο τόλμημα της πασίγνωστης με τη φωνή του Μητροπάνου “Ρόζας” (στίχοι: Άλκης Αλκαίος), που θα φάνταζε αδύνατο να βρει την ίδια απήχηση με φωνή άλλου καλλιτέχνη. Κι όμως, τα Υπόγεια Ρεύματα κάνουν μια διαφορετική προσέγγιση, πιο ρομαντική και μελαγχολική, πιο βελούδινη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υστερεί τελικά σε δυναμική από τη βροντερή πρώτη “Ρόζα”. Εδώ εντάσσω επίσης και τη “Δίκοπη Ζωή” (σε στίχους Μάνου Ελευθερίου), κατά τη γνώμη μου από τα κορυφαία τραγούδια του δίσκου. Δεν είναι πως δεν ήταν δυνατή και η πρωτότυπη ερμηνεία, από τον Γιώργο Μεράντζα. Όμως θεωρώ πως το φωνητικό υπόγειο «άγγιγμα» μας κάνει εδώ να προσέξουμε ακόμη πιο πολύ το τραγούδι, σημειώνω δε και το πολύ καλό «σβήσιμο» στο τέλος. Εδώ ανήκει ακόμα και ένας μικρός θησαυρός, η “Γαμμαγραφία” (από τον δίσκο Εμπάργκο, σε συνεργασία Μικρούτσικου-Αλκαίου), ίσως η πιο ταξιδιάρικη στιγμή στο Τους Έχω Βαρεθεί. Τα Υπόγεια Ρεύματα του επιφυλάσσουν μια πολύ ζεστή ερμηνεία, που πατάει γερά πάνω στον στίχο, δένοντας αρμονικά με το όλο σύνολο. Η ...υπόγεια ερώτηση «πού πας χλωμός καλέ μου Μιγκέλ», με την απάντηση να έρχεται από τις κάτι από Kill Bill, κάτι από Callexico τρομπέτες, είναι σχεδόν ανατριχιαστική. Εδώ και το –σχεδόν– χορευτικό “Spleen”, εδώ και μια –σχεδόν– σπαρακτική ανάγνωση στο “Ρόζα Λούξεμπουργκ”, εδώ, τέλος, και ο “Federico Garcia Lorca” του Νίκου Καββαδία, σε μια πιο στρωτή και ατμοσφαιρική από τις προγενέστερες των Κούτρα ή Παπακωνσταντίνου ερμηνείες.  

Τώρα, από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και τραγούδια τα οποία έχουν μεν κάνει την πορεία τους στον χρόνο και είναι δεδομένης καλλιτεχνικής αξίας, όμως δεν νομίζω πως τους προστέθηκε κάτι το σημαντικό με τις εδώ διασκευές. Στο “Ανεμολόγιο” π.χ. τα Υπόγεια Ρεύματα δεν κατόρθωσαν να δώσουν κάποια άλλη οπτική, ούτε στο “Μοναξιά Χιλιάδες Φύλλα”, όπου ακολούθησαν ένα πιο ροκ, συγκριτικά με την εκτέλεση του Νταλάρα, μονοπάτι. Τέλος, ο “Μικρόκοσμος” του Ναζίμ Χικμέτ, η “Μπαλάντα Του Οπερατέρ”, ο “Χρόνος”, το “Αυτούς Τους Έχω Βαρεθεί” και το triste “Αν Η Μισή Μου Καρδιά” νομίζω πως δημιουργούν μια μικρή κοιλιά στον δίσκο. Όχι με τη λογική ότι δεν είναι καλά τραγούδια (το ξαναλέω) ή πως δεν βρήκα ικανοποιητική την ερμηνευτική προσέγγιση. Θεωρώ όμως πως χάνουν σε ένταση συγκρινόμενα με τις καλύτερες στιγμές της συνεργασίας Μικρούτσικου & Υπογείων Ρευμάτων, κάποια συγκρινόμενα και με τις πρώτες τους δισκογραφικές εκδοχές.  

Ίσως πολλοί θα πουν πως ο Μικρούτσικος με το Τους Έχω Βαρεθεί, πατώντας πάνω σε δοκιμασμένα και μεγάλης αξίας τραγούδια, έχει από την αρχή ένα κερδισμένο στοίχημα. Στη θέση τους δεν θα βιαζόμουν να το πω, καθώς πιστεύω πως τελικά κερδίζεται η εξής πρόκληση: με τις ενορχηστρώσεις του, ο Μικρούτσικος καταφέρνει να πάρει μια απόσταση από τις πρώτες εκτελέσεις, χωρίς να διακινδυνεύσει το ενδιαφέρον μας για τις νέες. Και μάλιστα το πετυχαίνει κρατώντας ίσες αποστάσεις ανάμεσα, από τη μια, στα κείμενα που έχει να «αντιμετωπίσει», και από την άλλη, στον καλλιτέχνη με τον οποίο συνεργάζεται. Κρατά δηλαδή μια λεπτή ισορροπία, την οποία μπολιάζει με τη μουσική του ευφυΐα και εμπειρία. Για να χρησιμοποιήσω μία ακόμα παρομοίωση, η προσπάθεια του Μικρούτσικου με τα Υπόγεια Ρεύματα μοιάζει σαν να φλερτάρεις την ίδια κοπέλα σε δύο διαφορετικές εποχές, και στο τέλος και στις δύο περιπτώσεις να καταλήγεις να περπατάς μαζί της χέρι-χέρι. Κάποιες φορές σου αφήνει το χέρι και περπατά μόνη της, αλλά τις περισσότερες, όταν κοιτάς, βρίσκεται δίπλα σου. Ίσως αυτό να αποτελεί το μυστικό της επιτυχίας αυτού του δίσκου, το τρικ του Μικρούτσικου στο οποίο αναφέρθηκα στην πρώτη παράγραφο.      
     

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured