Tο κινηματογραφικό 2022 ήταν μια ομολογουμένως μέτρια ή μάλλον άνιση κινηματογραφική σεζόν. Όπως είχαμε αναφέρει και παλαιότερα σε διάφορα κείμενα, η βιομηχανία δείχνει σταθερά μια απροθυμία καινοτομίας και ρίσκου, αν όχι στο σύνολό της, τουλάχιστον στις μεγάλες παραγωγές, αυτές δηλαδή που θα φέρουν μαζικά κόσμο στις αίθουσες -που τόσο πολύ τον έχουν ανάγκη για την επιβίωσή τους, απέναντι στο streaming και τη σταδιακή αντικατάσταση της κοινωνικής εμπειρίας της αίθουσας από αυτή του καναπέ και της μεγάλης OLED τηλεόρασης. Όσο κάποιες ταινίες και δημιουργοί συνεχίζουν να εκπλήσσουν με το να πιέζουν διαρκώς το μέσο στα όριά του -με την ελπίδα διεύρυνσης ή ακόμα και επαναπροσδιορισμού αυτών- μια μεγάλη μερίδα εμμένει σε μονοπάτια στρωμένων franchises και ασφαλέστερων επιλογών αναφορικά με την αναμενόμενη σχέση budget – κερδοφορίας.

Το 2022 όμως, αν μη τι άλλο, μέσα στη γενικότερη αναιμική του κινηματογραφική «σοδειά» κατάφερε με ταινίες όπως το Avatar: The Way of Water ή Top Gun: Maverick μεταξύ άλλων, όχι μόνο να υπενθυμίσει με ηχηρό τρόπο ότι η κινηματογραφική εμπειρία της αίθουσας δεν πέθανε ακόμα, αλλά κατάφερε να εισχωρήσει και στα βραβεία Oscar -με τις εν λόγω ταινίες να διεκδικούν βραβεία στις πιο σημαντικές κατηγορίες του θεσμού.

2022

Η έκπληξη όμως της χρονιάς ήρθε από το διαβόητο Babylon (κριτική Avopolis), πόνημα ενός εκ των πιο αγαπητών «χρυσών παιδιών» του σύγχρονου Hollywood, του Οσκαρικού Damien Chazelle (Όσκαρ Σκηνοθεσίας για το La La Land στα 32 του χρόνια το 2016). Με budget κοντά στα $100 εκατομμύρια (80 για την ακρίβεια, μη γνωρίζοντας το τελικό ποσό που προστέθηκε λόγω του marketing) και με εισπράξεις στο παγκόσμιο box-office $42 εκατομμύρια, το πολύ-αναμενόμενο follow-up του First Man καταποντίστηκε εισπρακτικά, φέρνοντας στο νου μεγάλα εμπορικά φιάσκα άλλων εποχών και συνθηκών. 

babylon-2

Το Babylon, μια ταινία για το ίδιο το Hollywood και την ιστορία του, με πρωταγωνιστές τους Brad Pitt και Margot Robbie, αλλά και έναν σκηνοθέτη που το ευρύ κοινό γνωρίζει και αγαπάει όσο λίγους σήμερα, είχε όλα τα συστατικά μιας πελώριας εμπορικής, αλλά και καλλιτεχνικής επιτυχίας εν έτει 2022. H υποδοχή της από τους κριτικούς της άλλης πλευράς του Ατλαντικού ήταν όμως ακραία εχθρική, κάτι που μοιραία οδήγησε την ταινία σε ένα απροσδόκητα μεγαλειώδες εμπορικό φιάσκο.

Η αλήθεια είναι ότι το Babylon είναι μια ταινία με πελώριο budget και με πολλά προβλήματα, τα οποία δύσκολα περνάνε απαρατήρητα κατά τη θέασή της. Είναι, όμως, και ένα έργο φτιαγμένο με απέραντη αγάπη για το ίδιο το σινεμά και την ιστορία του, γεμάτο τσαμπουκά, θράσος και πηγαίο αυθορμητισμό που σπάνια συναντάει κανείς σε τέτοιας κλίμακας παραγωγές στις μέρες μας. Ήταν ελαφρώς αναμενόμενο, μια ταινία που χλευάζει με προκλητικό και κυνικό τρόπο επί τρείς ώρες τα θεμέλια της κινηματογραφικής βιομηχανίας ονείρων του Los Angeles, να αντιμετωπιστεί αρνητικά από το σύγχρονο Hollywood και τους ανθρώπους που δουλεύουν σε αυτό. Τόσο αρνητικά, που να παραβλέψει ότι αυτό το σύγχρονο αντί - Σινεμά ο Παράδεισος καταλήγει να υμνήσει τη κινηματογραφική Τέχνη με μια συγκινητική, σπάνια και γνήσια ειλικρίνεια.

babylon-3

Η περίπτωση του Babylon, που αδίκως, κατά τον γράφοντα, μένει εκτός των φετινών Οσκαρικών υποψηφιοτήτων -και σίγουρα θα διεκδικήσει μια θέση στις 10 καλύτερες ταινίες του 2023- έφερε στον νου πολλές παρόμοιες περιπτώσεις παρεξηγημένων ταινιών, οι οποίες κόστισαν ένα σωρό λεφτά, αλλά η σκληρότητα της κριτικής και οι αρνητικές τους επιδόσεις στα box-office τις καταδίκασαν ως μεγάλες αποτυχίες των καιρών τους.

box-office-bomb

Without further ado λοιπόν, ακολουθούν 5 ταινίες μεγάλου budget και υψηλών εμπορικών βλέψεων, οι οποίες αποδείχθηκαν ηχηρές εμπορικές επιτυχίες στην εποχή τους, η αξία όμως των οποίων επανεκτιμήθηκε σε μεγάλο βαθμό  με το πέρας των καιρών.

 

Ο 13ος Πολεμιστής [The 13th Warrior] (1999)

13-warrior

Με budget γύρω στα $160 εκατομμύρια -εκ των οποίων μόνο τα $60 γύρισαν πίσω στα κεντρικά της Touchstone pictures- η αληθινή ιστορία του Άραβα λόγιου Ahmed Ibn Fahdlan, o οποίος τον 10ο αιώνα πολέμησε δίπλα στο πλευρό μιας σκληροτράχηλης ομάδας Viking, για την υπεράσπιση ενός απομονωμένου Σκανδιναβικού βασιλείου, σε μια ελεύθερη διασκευή του μύθου του Beowulf, καταποντίστηκε στο box-office και υπήρξε ένα από τα τελευταία καρφιά στο φέρετρο της καριέρας του σπουδαίου John McTiernan (Predator, Die Hard, The Hunt for Red October, Last Action Hero, Die Hard with a Vengeance) -μαζί βέβαια με μια σωρεία νομικών παραπτωμάτων, που το 2006 έριξαν τους οριστικούς τίτλους τέλους σε μια σπουδαία σταδιοδρομία 20 ετών στον χώρο.

Το The 13th Warrior πέρασε έναν κυκεώνα προβλημάτων παραγωγής, καθώς τα αρνητικά pre-screenings έδωσαν τη θέση τους σε χιλιάδες ώρες re-editing του αρχικού υλικού, με τον Michael Crichton -συγγραφέα του βιβλίου που βασίστηκε η ιστορία και συμπαραγωγού της ταινίας- να αντικαθιστά ο ίδιος στην καρέκλα του σκηνοθέτη τον McTiernan λίγο πριν ολοκληρωθεί η ταινία, να αλλάζει διαρκώς σημαντικά μέρη του σεναρίου - όπως το φινάλε -  και να φέρνει τον Gerry Goldsmith για την μουσική, πετώντας στα σκουπίδια το original soundtrack του Graeme Revell - με την ήδη ηχογραφημένη συμμετοχή της Lisa Gerald σε αυτό. Η ταινία ανέβαλε την κυκλοφορία της για ένα χρόνο και το αποτέλεσμα ήταν ένα τσουνάμι αρνητικών κριτικών και μια ελεύθερη πτώση στο παγκόσμιο και εγχώριο box-office.

Η αλήθεια είναι ότι το 13th Warrior βρίθει οφθαλμοφανέστατων προβλημάτων, τόσο δομικών, όσο και θεματικών. Αυτό, όμως, που ξεχωρίζει στην ταινία είναι η σκηνοθετική ματιά ενός πιονέρου της αρχετυπικής και καθαρόαιμης δράσης, που δεν θυσίασε ποτέ τη σκηνοθετική βιρουοζιτέ για την ευρύτερη έννοια του concept. Ακόμα και σε μια τόσο προβληματική ταινία όσο ο 13ος Πολεμιστής, ο McTiernan κινεί τη κάμερά του με τρόπο μοναδικό ως προς την αντίληψη και σύλληψη της δράσης, επιβάλλοντας παράλληλα ένα ρυθμό που σπάνια πλέον συναντά κανείς στη σύγχρονη flat και άχρωμη συρραφή ομογενοποιημένων CGI κλιμακώσεων έντασης. Η ιστορία βρίσκει τρόπο να μιλήσει μέσα από τα ψήγματα μεγαλοφυίας του McTiernan, ενώ αρκετές σκηνές είναι ικανές να καθηλώσουν όποιον δώσει την απαραίτητη προσοχή και δέουσα κατανόηση σε αυτό που ήθελε να πετύχει η ταινία σε πρώτο χρόνο. Σίγουρα ένα έργο που δεν στάθηκε τυχερό κατά την παραγωγή του, αλλά αν μη τι άλλο βλέπεται με μεγάλο ενδιαφέρον, ακόμη και σήμερα.

 

Η Πύλη της Δύσης [Heaven’s Gate] (1980)

heavens-gate

Η πλέον προφανής ταινία της εν λόγω λίστας, για την οποία λίγα μπορούν να ειπωθούν που δεν έχουν ειπωθεί σε αυτά τα 42 χρόνια που πέρασαν από την καταστροφική της πρεμιέρα στις αίθουσες των ΗΠΑ. Η αδικαιολόγητη αρχική αντιμετώπιση του Heaven’s Gate με πρωτοφανές μίσος από την κριτική –η οποία το χαρακτήρισε ως ένα δίχως άλλο ανοσιούργημα- καταδίκασε την ταινία σε μια άνευ προηγουμένου οικονομική καταστροφή, η οποία γρήγορα έλαβε βαθύτερες πολιτισμικές διαστάσεις.

Φορώντας το ακάνθινο στεφάνι της ταινίας που σφράγισε οριστικά και αμετάκλητα τα Αμερικανικά 70s και η οποία πήρε το Hollywood από τα χέρια των μεγάλων auteurs για να το δώσει στα studios -μεταβάλλοντας οριστικά και αμετάκλητα τη μετέπειτα πορεία του Αμερικανικού σινεμά- η Πύλη της Δύσης κόστισε το σοκαριστικό για την εποχή ποσό των $44 εκατομμυρίων δολαρίων και απέφερε στα ταμεία το πενιχρό νούμερο των $3,5 εκατομμυρίων - οδηγώντας το studio της United Artists στην αναπόφευκτη κατάρρευση και χρεοκοπία. Μέσα σε όλα αυτά, η καριέρα του πολλά υποσχόμενου Michael Cimino -Οσκαρικού σκηνοθέτη του Ελαφοκυνηγού, δύο χρόνια νωρίτερα- καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά, αφού τα επόμενα χρόνια δεν κατάφερε ποτέ να ανακάμψει από την καταστροφική φήμη της Πύλης της Δύσης.

Το Heaven’s Gate συγκέντρωνε εξαρχής, όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά μιας ταινίας που ακροβατούσε διαρκώς μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας, αφήνοντας ελάχιστα ενδεχόμενα μεσαίας λύσης: προϋπολογισμός εκτός ελέγχου, ανεξέλεγκτη φιλοδοξία και διαρκείς καλλιτεχνικές συγκρούσεις του studio με το υπερμέγεθες «εγώ» του σκηνοθέτη, καθώς και τρεισήμισι ώρες που διέλυαν το Αμερικανικό όνειρο και τα θεμέλια των σύγχρονων ΗΠΑ, καταγράφοντας τη διαμάχη μεταξύ των μεταναστών και των Βαρόνων γαιοκτημόνων του Wyoming στο 1890 -καθώς ο Ronald Raegan ερχόταν ορμώμενος στα 80s με ακραίο συντηρητισμό και κορώνες σκληρού πατριωτισμού, για να παρασύρει μαζί του σχεδόν ολόκληρη την Αμερικανική κοινωνία.

Και όμως, αυτή η τελευταία αντίσταση του γενναίου Αμερικανικού σινεμά των ‘70s κόντρα στην εμπορική πλευρά του Hollywood είναι ένα έπος σαν αυτά που πλέον μοιάζουν να έχουν εξαφανιστεί από τον σύγχρονο κινηματογράφο, μεγαλεπήβολο σινεμά μιας άλλης εποχής που το καλλιτεχνικό όραμα έσπαγε κανόνες, πειραματιζόταν και δεν γνώριζε εύκολα όρια ή νόρμες. Με ένα πελώριο all-star cast ηθοποιών (Kris Kristofferson, Christopher Walken, Isabelle Huppert, Jeff Bridges, John Hurt) και μια τόλμη που σπάνια συναντά κανείς σε ταινία τέτοιας κλίμακας, το Heaven’s Gate πλέον έχει αποκατασταθεί στη συνείδηση θεατών και κριτικών, ως μια από τις σπουδαιότερες Αμερικάνικες ταινίες του 20ου αιώνα και το απόλυτο σύμβολο του τέλους μιας σπουδαίας εποχής για τον παγκόσμιο κινηματογράφο.

 

Το Νησί των Κουρσάρων [Cutthroat Island] (1995)

cutthroat-island

H αναβίωση των swashbuckler ταινιών που επεδίωξε η Carolco το 1995 με το περιβόητο Cutthroat Island, όχι μόνο δεν ήρθε ποτέ, αλλά προκάλεσε στην ίδια την εταιρεία τη χρεοκοπία της -έξι εβδομάδες μάλιστα πριν η ταινία ανοίξει στις αίθουσες της Αμερικής. Με περίπου $100 εκατομμύρια δολάρια αρχικό budget και τελικές εισπράξεις οριακά $10 εκατομμύρια, το Cutthroat Island βρέθηκε στην κορυφή της λίστας των μεγαλύτερων box office αποτυχιών όλων των εποχών για μερικά χρόνια, μέχρι να υποχωρήσει από μεταγενέστερες θρυλικές «αποτυχίες» στη 5η θέση, όπου ξεκουράζεται εν τέλει μέχρι και σήμερα.

Ένα καταστροφικό pre-production -η παραγωγή των πανάκριβων σκηνικών στη Μάλτα ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε προτού το πρώτο προσχέδιο του σεναρίου υποβληθεί προς έγκριση, ενώ τα δικαιώματα διανομής στο εξωτερικό πωλήθηκαν επίσης πριν ολοκληρωθεί και εγκριθεί το προσχέδιο του σεναρίου- έδωσε τη θέση του σε ένα ακόμη πιο καταστροφικό main production -τα σκηνικά της Μάλτας γκρεμίστηκαν και ξαναχτίστηκαν από την αρχή, καθώς δεν τα ενέκρινε ο σκηνοθέτης Renny Harlin, μετά την τελική έγκριση του ήδη ξαναγραμμένου από την αρχή σεναρίου- και σε ένα ακραία προβληματικό casting -από το οποίο πέρασαν οι Michael Douglas (ο οποίος αποχώρησε λόγω διαφωνιών για τον χρόνο που θα μοιραζόταν επί οθόνης με την πρωταγωνίστρια Geena Davies), Tom Cruise, Keanu Reeves, Daniel Day Lewis, Tim Robins, Jeff Bridges και πολλοί ακόμα. Το τελικό αποτέλεσμα ήρθε σαν επακόλουθο των παραπάνω συνθηκών, για να βυθίσει μια και καλή τις πειρατικές ταινίες στα βάθη της λήθης -μέχρι το 2003 και τη μερική αναβίωσή τους από το Pirates of the Caribbean.

Το Cutthroat Island αφηγείται μια κλασσική, πατροπαράδοτη και μεστή πειρατική περιπέτεια, με πρωταγωνιστές τους Geena Davis, Matthew Modine και Frank Langella. Η σκηνοθεσία άνηκε στον Renny Harlin, ο οποίος ερχόταν από ένα καλό σερί Χολυγουντιανών περιπετειών με τα Die Hard 2 και Cliffhanger. Παρά όμως τις πολλές του χτυπητές αδυναμίες, κέρδισε σταδιακά ένα cult status και μια σταδιακή ελαφριά επανεκτίμηση ως προς του τι ήθελε αρχικά να πετύχει σαν ταινία -το φιλί της ζωής δηλαδή σε ένα νεκρό κινηματογραφικό genre, με περίσσια όρεξη και μπρίο. Γεμάτο εντυπωσιακή και πλούσια δράση σχεδόν σε κάθε του πλάνο, με μια χαριτωμένη ανακύκλωση κάθε πειρατικού κλισέ και με την αριστουργηματική μουσική του John Debney να δίνει τον ρυθμό -σε ένα από τα καλύτερα soundtracks όλων των εποχών, με χρήση παραδοσιακής ενορχήστρωσης και συνοδεία χορωδίας στις διαδοχικές του κορυφώσεις- το Cutthroat Island μπορεί ευκολότερα σήμερα να διακριθεί για αρκετές του αρετές, την γνήσια cult φλέβα του και όχι τόσο για τα προβλήματά του -ειδικά δε αν συγκριθεί με το μέσο CGI-fest ανούσιο blockbuster της Marvel ή της DC που κυριαρχεί τα τελευταία δέκα χρόνια στα ταμεία παγκοσμίως.

 

Ο Πλανήτης των Θησαυρών [Treasure Planet] (2002) 

treasure-island

To 1985 και λίγο πριν τα γυρίσματα του Little Mermaid, στο τραπέζι των ιδεών για τη νέα τότε ταινία της Disney είχε πέσει μια πρώτη σκέψη για την animation μεταφορά του κλασσικού βιβλίου του Robert Lewis Stevenson, Treasure Island, με τη διαφορά πως η δράση θα μετατοπιζόταν στο διάστημα και σε ένα εναλλακτικό steam-punk σύμπαν, όπου διαστημόπλοια που θυμίζουν γαλέρες του 18ου αιώνα θα ταξιδεύουν ανά τους γαλαξίες με τη δύναμη του ηλίου. Η ιδέα απορρίφθηκε για διάφορους λόγους, ένας εξ αυτών ήταν η ελλιπής τεχνογνωσία στο κομμάτι του animation, καθώς υπήρξε αρχικά η επιθυμία να χρησιμοποιηθεί περιμετρική χρήση της κάμερας στη δράση- κάτι δηλαδή που έκανε κατά κόρον ο Steven Spielberg και ο James Cameron εκείνα τα χρόνια- το οποίο ήταν δύσκολο εκείνα τα χρόνια, πριν τη δυναμική ευρεία χρήση των εργαλείων του CGI.

Το 2002, μετά από μια πανάκριβη παραγωγή $140 εκατομμυρίων και τη συνδρομή χιλιάδων animateurs και τεχνικών, κυκλοφόρησε το Treasure Planet (η πρώτη ταινία της εταιρείας σε IMAX format) με την υπογραφή των John Musker και Ron Clements, οι οποίοι είχαν την αρχική ιδέα πίσω στα mid-80s. H ταινία βρέθηκε δυστυχώς απέναντι στη ραγδαία αναπτυσσόμενη Pixar της εποχής -η οποία άλλωστε προκάλεσε στο παραδοσιακό animation των studio Disney μια παρατεταμένη κρίση- ενώ η χλιαρή αρχική αντιμετώπιση από τη κριτική, την οδήγησε σε μια αποτυχημένη έξοδο στο εγχώριο box-office -το οποίο έκλεισε στα περίπου $40 εκατομμύρια. Εν τέλει, ούτε τα κέρδη από τις αγορές του εξωτερικού δεν κατάφεραν να φρενάρουν την πελώρια τελική χασούρα.

Στο δια ταύτα όμως, το Treasure Planet ήταν μια θαυμάσια ταινία που συνδύαζε εξαιρετικά το CGI με το παραδοσιακό animation και διέθετε περίσσια φαντασία και όρεξη στην εικονογράφηση ενός πανέμορφου ρετρό-φουτουριστικού κόσμου. Κυρίως όμως, μετέφερε ένα πολύ-αναγνωσμένο διήγημα στο σήμερα, διατηρώντας την κλασσική του υφή με μια απαραίτητη έξτρα φρεσκάδα, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να ενώσει δύο διαφορετικές γενιές θεατών -αυτούς που μεγάλωσαν με κλασσική λογοτεχνία και παραδοσιακό animation ως βασικό μέσο διασκέδασης και εκείνους που το μεγάλο θέαμα και το νεόφερτο CGI ήταν η δική τους διέξοδος από τη πραγματικότητα. Ευτυχώς με τα χρόνια, η ταινία επανεκτιμήθηκε σταδιακά και σήμερα θεωρείται από αυτές τις απαραίτητες ταινίες μετάβασης, από την εποχή του παραδοσιακού animation σε αυτή της Pixar και του ψηφιακού!

 

Ο Τελευταίος Μεγάλος ήρωας [Last Action Hero] (1993)

last-action-hero

Και όμως, ακόμα και οι πιο δυνατοί μπορούν να λυγίσουν κάτω από την πίεση του box-office και της εμπορικής επιτυχίας που απαιτεί ένα πανάκριβο blockbuster πολλών εκατομμυρίων. Και αν αυτό σήμερα θεωρείται κάτι δεδομένο -καθώς η εποχή των μεγάλων star έχει περάσει προ πολλού- στις αρχές των 90s η αποτυχία ήταν κάτι το οποίο δύσκολα μπορούσε να δικαιολογηθεί. Πόσω μάλλον όταν ο star της ταινίας λέγεται Arnold Schwarzenegger -φρέσκος από τη σαρωτική επιτυχία του Terminator 2: Judgment Day-, ο άνθρωπος πίσω από το τιμόνι της σκηνοθεσίας είναι ο John McTiernan και στο σενάριο συμμετέχει ο Shane Black των Lethal Weapon -και μετέπειτα των Kiss Kiss, Bang Bang και The Nice Guys.

Ο πιτσιρικάς Danny Madigan κερδίζει ένα εισιτήριο για την πρεμιέρα της πολλοστής συνέχειας του αγαπημένου του action franchise, με ήρωα τον σκληροτράχηλο μπάτσο του LAPD Jack Slater. Όμως το εισιτήριο αποδεικνύεται μαγικό (!) και του επιτρέπει να περάσει στον κόσμο της ταινίας, όπου όλα τα απίθανα είναι πιθανά για τους πρωταγωνιστές. Η κατάσταση όμως θα περιπλεχτεί απροσδόκητα, όταν το εισιτήριο πέσει σε λάθος χέρια εντός της ταινίας και οι συνθήκες αντιστραφούν, με επικίνδυνα αποτελέσματα και για τους δύο κόσμους!

Το Last Action Hero υπήρξε η πρώτη ηχηρή εμπορική αποτυχία στο παλμαρέ του Schwarzenegger, καθώς μπέρδεψε κοινό και κριτικούς ως προς τις προθέσεις του. Η υπερβολικά meta νοοτροπία του φιλμ -σε μια εποχή που ο όρος ήταν ακόμα σχετικά αδόκιμος και άγνωστος στο ευρύ κοινό- αποδείχθηκε τεράστιο εμπόδιο στο να αντιληφθεί ο μέσος θεατής τη σάτιρα που κρυβόταν πίσω από τις αφίσες του Stallone ως Terminator ή την υπαρξιακή κρίση που βιώνει ο πρωταγωνιστής, όταν συνειδητοποιεί ότι υπάρχει ένας κόσμος που ο macho μέσος ήρωας της action κλωτσοπατινάδας των 80s, δεν είναι η άφθαρτη μηχανή που θα σκοτώσει τους κακούς με 2 σφαίρες και θα φύγει στο ηλιοβασίλεμα με το κορίτσι αγκαλιά, αλλά ένας άνθρωπος που μπορεί να πάθει μηνίσκο αν στραβοπατήσει σε ένα σκαλοπάτι του σπιτιού του. Παράλληλα, η παράλογη απόφαση -ενάντια στις προειδοποιητικές φωνές του Schwarzenegger για μια μικρή καθυστέρηση της πρεμιέρας- να κυκλοφορήσει η ταινία την ίδια περίοδο με το Jurassic Park, δηλαδή την ταινία που κέρδισε τον τίτλο της εμπορικότερης όλων των εποχών μέχρι τότε, εξάλειψε κάθε πιθανότητα επιβίωσης του Last Action Hero στο ίδιο box-office με τους τυραννόσαυρους και τους βελοσιράπτορες του Spielberg!

Με τα χρόνια όμως, καθώς το Scream του Wes Craven λίγο αργότερα έδωσε άλλη μια ευκαιρία στο meta humor των 90s να πάρει τα πάνω του -πριν αρχίσει στα 00s η σταδιακή αποδοχή και καθιέρωσή του στην ευρύτερη pop κουλτούρα- η ταινία άρχισε σιγά σιγά να επανεκτιμάται και να φτάνει σταδιακά στο σημείο να θεωρείται μια εκ των σημαντικότερων action ταινιών της δεκαετίας του 1990, αλλά και ένας προπομπός της μετέπειτα τάσης στη παγκόσμια σάτιρα. Η δράση και η γενικότερη σκηνοθεσία αγγίζει τα πολύ υψηλά επίπεδα ενός John McTiernan που βρίσκεται 100% στο στοιχείο του, ενώ το cast που συμπληρώνει τον Schwarzenegger δίνει τον καλύτερό του εαυτό και πλάθει μια πλειάδα αξιομνημόνευτων χαρακτήρων. Τα cameos της ταινίας δε, δίνουν και παίρνουν, προσθέτοντας μια ξεχωριστή έξτρα νότα στο υπερβολικά meta σατιρικό σύμπαν της ταινίας.

Μπορεί οι action ταινίες να ήταν στο peak τους εκείνη την εποχή και ευλόγως η έξυπνη meta-σάτιρα προς αυτές να κλόνισε σε ένα βαθμό το status, αλλά και τους οπαδούς τους. Όμως όταν αυτή η σάτιρα στοχεύει κάποιον που βρίσκεται σε θέση ισχύος, τότε είναι που αποκτά και νόημα. Και το Last Action Hero, 30 χρόνια μετά τη κυκλοφορία του, έχει ήδη θέσει έναν πήχη που ελάχιστες παρόμοιες προσπάθειες κατάφεραν να πλησιάσουν -πόσω μάλλον να ξεπεράσουν.

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured