It Comes at Night

Το ταλαιπωρημένο genre του «σκεπτόμενου τρόμου» έχει τη δυναμική να παράγει, συχνά-πυκνά, ανεξάρτητες εμπορικές επιτυχίες. Το marketing επενδύει καλύτερα στην προσμονή του τρομακτικού, ενώ τα τρέιλερ που παίζουν με τις σκιές και τα βροντερά τραντάγματα τραβάνε εύκολα το ενδιαφέρον των θεατών. Αυτό θα είχαν στο μυαλό τους οι παραγωγοί του «Έρχεται τη Νύχτα» καθώς έπαιξαν το χαρτί της προώθησης ενός τρομο-φιλμ της πρόσφατης παράδοσης των πετυχημένων “It Follows” και “Get Out”. Φυσικά η κινηματογραφική ιδέα του Τεξανού σκηνοθέτη Τρέι Έντουαρντ Σουλτς δεν έχει καμία σχέση με την παραπλανητική διαφήμιση.

71gMov_2.jpg

Η ιστορία μας τοποθετεί σε ένα μετά-αποκαλυπτικό περιβάλλον όπου μια νόσος έχει αφανίσει κομμάτι του πληθυσμού. Ένας άνδρας, μια γυναίκα και ο γιος τους έχουν βρει καταφύγιο σε ένα σπίτι μέσα στο δάσος, μέχρι που ένας άγνωστος προσπαθεί να διαρρήξει το σπίτι σε αναζήτηση εφοδίων για τη δική του οικογένεια. Η καχυποψία, ο πανικός και το ένστικτο της επιβίωσης θα συγκρουστούν με όχημα μια «άσφαιρη» πλοκή, η οποία μοιάζει με αργόσυρτο επεισόδιο του Walking Dead, δίχως να εμφανιστούν ζόμπι. Η υπαινικτική κίνηση της κάμερας και η ήπια αφήγηση προσπαθούν να μας πείσουν για ένα (τάχα μου) υπερβατικό σασπένς, που βρίσκεται μόνο στο κεφάλι του σκηνοθέτη.

Εξαιρετικά επίπεδο σε εκτέλεση και θύμα της αυταρέσκειας του δημιουργού του, το «Έρχεται τη Νύχτα» παριστάνει μια ταινία που τελικά δεν είναι και ξεφουσκώνει όσο περνάει η ώρα, χαμένο στο χάος τον εντυπώσεων και του δήθεν.

Detroit: Μία Οργισμένη Πόλη

Η Κάθριν Μπίγκελοου είναι ικανή να μπολιάζει με νεύρο και ένταση τις πιο απαιτητικές σκηνές. H 65χρονη δημιουργός μας έβαλε στην πρώτη γραμμή του πολέμου με το The Hurt Locker και μας έπεισε (για όσο διαρκούσε η ταινία τουλάχιστον) ότι η επιχείρηση δολοφονίας του Μπιν Λάντεν ήταν αληθινή και πετυχημένη στο Zero Dark Thirty.

Στην 10η ταινία της, ασχολείται με τις βίαιες διαμάχες που αφορούσαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών στη δεκαετία του 1960. Ο φακός της βραβευμένης με 2 Όσκαρ Μπίγκελοου καταγράφει εντυπωσιακά την εξέγερση του Ντιτρόιτ το καλοκαίρι του 1967, η οποία έληξε μετά από ολική καταστροφή και την αναγκαστική παρέμβαση του στρατού και της εθνοφρουράς. Οι δρόμοι φλέγονται από την ιδρωμένη soul, τα πεζοδρόμια βράζουν στον ρατσιστικό πυρετό και η δεξιοτέχνις Μπίγκελοου ξέρει να απογειώνει το ψευδο-ντοκιμαντερίστικο στιλ με νευρικά, ιδρωμένα πλάνα.

71gMov_3.jpg

Τα προβλήματα της ταινίας ξεκινούν όταν η ντοκιμαντερίστικη αναβίωση δίνει τη θέση της στη μυθοπλασία που είναι βασισμένη σε μνήμες. Στα μισά της ταινίας, λοιπόν, ξετυλίγεται μια ιστορία αναίτιου βασανισμού. Μια αποθέωση της αστυνομικής βίας με μπάτσους των οποίων τα ρατσιστικά ένστικτα τους έχουν μεταμορφώσει σε σαδιστές δολοφόνους. Η περίτεχνη ένταση που έχει χτιστεί στο πρώτο μέρος εξατμίζεται παντελώς όταν η ιστορία πνίγεται σε μια κουταλιά πολιτικού διδακτισμού, με τα μελοδραματικά κλισέ να μην αφήνουν τίποτα στην κρίση του θεατή.

Ο ρατσισμός και η αστυνομική βία είναι αποτέλεσμα λίγων «κακών φρούτων», μας λέει έμμεσα το “Detroit”. Το απλοϊκό κοινωνιολογικό συμπέρασμα του φιλμ είναι πως στην αστυνομία τυγχάνει και παρεισφρέουν κάμποσοι ψυχωτικοί και χαλάνε την πιάτσα. Οι ήρωες χωρίζονται εύκολα σε καλούς και κακούς, σε μια σκηνή προκατασκευασμένου μελοδραματισμού για εύκολα δάκρυα, συνδυασμένη με μια απολιτίκ αίσθηση αδικίας, η οποία θυμίζει το Fruitvale Station. Μια χαμένη ευκαιρία για σινεμά αξιώσεων.

American Made

Οι εξωφρενικές ιστορίες εξαπάτησης και διαπλοκής, με την άνοδο και την πτώση του ήρωα, σπανίως είναι καταγγελτικές. Αντιθέτως, έχουν ένα δικό τους, κινηματογραφικό στυλ που μοιάζει με rollercoaster, ξεπατικωμένο από την περίτεχνη φιλμοκατασκευή του “Goodfellas”: σαρκαστικό voice over με αστεϊσμούς, κοφτό μοντάζ, φρενήρεις ρυθμοί και ήρωες σε τρελές καταστάσεις, αποτέλεσμα του παρανοϊκού τους lifestyle και της ύβρεως που διέπραξαν για να πιάσουν την καλή.

Άλλες φορές αυτές οι ταινίες γίνεται πειστικά (“Catch Me If You Can”), άλλες λιγότερο πειστικά (“Blow”), ενώ άλλες χάνονται στην ασημαντότητα (“War Dogs”). Το American Made βρίσκεται κάπου στη μέση. Ο Νταγκ Λίμαν αφηγείται με ωραίο στυλ την ιστορία του πιλότου Μπάρι Σιλ, ο οποίος βρέθηκε να δουλεύει ως πληροφοριοδότης της CIA και ταυτόχρονα ως λαθρέμπορος ναρκωτικών για το καρτέλ Εσκομπάρ στα ρεϊγκανικά χρόνια. Ο Λάιμαν είναι ικανός -έχει υπογράψει τον πρώτο Τζέισον Μπορν και το «Ο Κύριος και Κυρία Σμιθ»- μα φυσικά δεν είναι Σκορσέζε, με αποτέλεσμα η ιλιγγιώδης άνοδος και η κατακόρυφη πτώση του ήρωα να μην τον κάνει απόγονο του «Λύκου της Γουόλ Στριτ».

71gMov_4.JPG

Ο Τομ Κρουζ δεν νοιάζεται να χαθεί στον ρόλο και, είτε περιφέρει το αμήχανο χαμογελάκι του (απ’ το καλό του προφίλ, πάντα), είτε έχει τη «φάτσα πανικού», ελάχιστα μας κάνει να ενδιαφερθούμε για τον άβουλο αμοραλισμό των επιλογών ζωής του, πόσο μάλλον για τα ψέματα της αμερικανικής κυβέρνησης ή για το παρασκήνιο της CIA τα χρόνια που προμήθευε με όπλα τους Νικαραγουανούς που υποστήριζαν πολιτικά οι Η.Π.Α.

Ας επικεντρωθούμε επομένως στο αγνό και άκακο fun, όπου το American Made είναι απολαυστικό -αλλά όχι σε βαθμό που να αντέχει δεύτερη θέαση.
 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured