To περίφημο “the stuff that dreams are made of” είναι μια σταθερή εμμονή στο Σπιλμπεργικό σύμπαν, εδώ και σαράντα χρόνια. Ο μεγάλος Αμερικάνος αφηγητής χειρίζεται με δεμένα τα μάτια το genre της ονειρόπλαστης περιπέτειας και παραμένει άφταστος δεξιοτέχνης στον τρόπο που καλλιεργεί εικόνες με εφιάλτες και ονειρότοπους, με τον τρόπο που τα καταγράφει η αθώα, παιδική ματιά – όσο πιο τραυματισμένη από την έλλειψη οικογενειακής θαλπωρής τόσο το καλύτερο. Προς τιμήν του, ο Σπίλμπεργκ έχει αφηγηθεί κάμποσες φαντασιόπληκτες εξτραβαγκάντζες όπου ο θεατής (ανεξαρτήτου ηλικίας) δεν νιώθει ασφαλής και προστατευμένος με τρόπο Ντισνεϊκό, με ελάχιστα στραβοπατήματα όπως στην περίπτωση του The Lost World (1997). Το σενάριο της ταινίας είχε δουλέψει η (εκλιπούσα από το 2015) Melissa Mathison, η οποία είχε υπογράψει και το E.T.: The Extraterrestrial (1982). Πρόκειται για μια ιστορία όπου ένα μικρό κορίτσι συναντά έναν καλοσυνάτο γίγαντας που παγιδεύει τα όνειρα (που μοιάζουν με πολύχρωμες πυγολαμπίδες) ανάμεσα σε ανεπιθύμητους εφιάλτες, για να τα εμφυσήσει σε μοναχικές, παιδικές καρδιές τις νύχτες, με την τρομπέτα του, πριν γυρίσει στην Γιγαντοχώρα με τους μόνιμα πεινασμένους και μοχθηρούς γίγαντες που λαχταρούν να καταβροχθίσουν ανθρώπους και επιδίδονται σε bulling στον αγαθό γίγαντα.

1gig.jpg

Στο BFG τα καρυκεύματα του παραμυθιού, ο Σπίλμπεργκ μπορεί να τα δανείζεται από μια πολυδιαβασμένη ιστορία του Ρόαλντ Νταλ (του συγγραφέα του «Ματίλντα» και του «Ο Τσάρλι και το Εργοστάσιο της Σοκολάτας») όμως δεν έχουμε να κάνουμε με μια ταινία βγαλμένη από θεματικό πάρκο της Disneyland ούτε με ένα «χάρτινο» animation που θα κάνει babysitting ώστε να αφήσουν ανενόχλητοι οι γονείς τα παιδιά τους για δυο ώρες. Ο συνδυασμός live action ερμηνειών και computer animation είναι απολαυστικός. Τα ανθρώπινα αποτυπώματα είναι φανερά στην κατασκευή του φιλμ. Ειδικότερα η ερμηνεία του Mark Rylance είναι «ορατή» καθώς πίσω από τον BFG ακούς μια καρδιά που χτυπάει, έτη φωτός μακριά από το φασαριόζικο σύμπαν της Marvel και της άψυχες φανφάρες της σχολής του Michael Bay. Οι συσπάσεις στο πρόσωπο του γίγαντα απεικονίζουν όλη την αγαθοσύνη και την τρυφερότητα του ντουνιά. Ο Σπίλμπεργκ απολαμβάνει την παιδαριώδη πλοκή και παράγει τρυφερό χιούμορ μέσα από μια ολόκληρη γλώσσα από υπέροχους αναγραμματισμούς και απολαυστικά γλωσσικά λάθη του καλοκάγαθου γίγαντα. Την μικρή Sophie υποδύεται με σχετική πειθώ η Ruby Barnhill, χωρίς να είναι υπερβολικά γλυκερή ή να παριστάνει την υπέρ του δέοντος αξιολάτρευτη.

2gig.jpg

Ο Σπίλπεργκ κάνει σινεμά και σε όποιες συνθήκες και να βλέπεις το φιλμ, ακόμα και μέσα από ένα smartphone, είναι αδύνατον να μην νιώσεις ενστικτωδώς την μυρωδιά του ποπ κορν να τυλίγεται γύρω από τη γνώριμη αίσθηση του αναπαυτικού βελούδινου καθίσματος. Εκεί είναι η διαφορά του «σκηνοθέτη» με τον «τεχνίτη εικόνων». Η διαφορά του «δημιουργού» με τον «συντονιστή των οπερατέρ». Παρόλη την αφηγηματική δεινότητα όμως και τις μικρές δόσεις μαγείας στην εικόνα, δεν πρόκειται για μια από τις δυνατές δουλειές του Σπίλμπεργκ. Η ιστορία δεν ανθίζει ποτέ και τελικά δεν αναβλύζει η φαντασία ενός σκηνοθέτη που έχει θρέψει τα κινηματογραφικά όνειρα τριών γενιών, τουλάχιστον. Το τελικό αποτέλεσμα δεν φιλοδοξεί να σκάψει βαθύτερα, όπως είχε κάνει για παράδειγμα το "Where the Wild Things Are" του Spike Jonze, για να δούμε σε βάθος την μελαγχολία πέρα από την πολύχρωμη επιφάνεια του συλλέκτη παιδικών ονείρων. Το αποτέλεσμα είναι ένα πλήρες crowdpleaser αλλά η φιλοδοξία του σταματάει εκεί. Πρόκειται για μια ταινία με μεγάλη καρδιά και για μια γιγαντιαία επίδειξη φιλμοκατασκευής. Όμως, στις επί μέρους λεπτομέρειες, οι άνισες και αμήχανες στιγμές (οι φυσαλίδες στο ποτό που προκαλούν αέρια στο Μπάκιγχαμ) είναι εμφανείς. Τελικά, ακόμα και όταν πρόκειται για θεόρατους γίγαντες, την αλήθεια την βρίσκεις κοιτώντας στις μικρές λεπτομέρειες.

3gig.jpg

{youtube}WadqkPGQ1lk{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured