Από την εναρκτήρια σεκάνς που μνημονεύει τα γνωστά γεγονότα που ενέπνευσαν το Amityville Horror, στην οποία η «δαιμονολόγος» Λορέιν Γουόρεν κινείται στον τόπο ενός εγκλήματος ξαναζώντας τους αποτρόπαιους φόνους από το point of view του δολοφόνου, φαίνεται ότι ο δημιουργός Τζέιμς Γουάν (“Insidious”, “Saw”) δεν νοιάζεται καθόλου για «βιντεοκλιπίτικες» λύσεις και εφηβικά “boo!” αλλά αντιμετωπίζει τον τρόμο και την παράδοση των horror movies σαν υψηλή τέχνη. 

Αυτή τη φορά η δράση μεταφέρεται στις εργατικές κατοικίες του βόρειου Λονδίνου (με τη βοήθεια των Clash στο soundtrack και εικόνες της Θατσερικής Αγγλίας), όπου η απειλή ενός ηλικιωμένου φαντάσματος σε ένα σπίτι, αναστατώνει την μητέρα και τα παιδιά της. Στα απειλητικά πλάνα του φιλμ, οι ήρωες αντικρίζουν έντρομοι την γκροτέσκα γεροντική φιγούρα που κάθεται στην πολυθρόνα του σπιτιού. Οι αγωνίες τους, μαζί με τις δικές μας, σύρονται στο υπόβαθρο της στρωτής μα καθόλα δυσοίωνης ιστορίας που μας παρασύρει μαζί τους σε μια σταδιακή βύθιση μας στις δικές μας εμμονές και φόβους - το μεγάλο επίτευγμα κάθε σπουδαίας ταινίας τρόμου.

1con.jpg

Η αδιέξοδη καταδίωξη από βουβές παρουσίες και νοσηρά πνεύματα (εξαιρετική σε σύλληψη η σατανική μορφή με το παρουσιαστικό καλόγριας) καταγράφεται με υπομονή, αλλά και με ολισθήματα σε εύκολες λύσεις (βιαστικό και μέτριο το φινάλε της επικράτησης επί του δαίμονα). Η κάμερα φωτίζει και σκιάζει διαδοχικά τις ανήμπορες να αντιδράσουν μικρές κόρες και διαχειρίζεται με κινηματογραφική γνώση τον ξέφρενα αναβλύζοντα τρόμο. Η ταινία μας φοράει κολάρο τους αρχέγονους φόβους μας με ένα τρόπο που μοιάζει με τελετουργικό στολισμό. Κοφτά απειλητικά πλάνα με εσωτερική ενέργεια που σε κάνουν να γδαρθείς από την ακανθώδη απειλή από «αυτό που είναι εκεί αλλά δεν το βλέπεις».

2con.jpg

Από τη στιγμή που οι μεταφυσικές δραστηριότητες εντός της οικίας των Χότζον αποκτούν καθημερινή συχνότητα, οι εφιάλτες-παραισθητικές ενοράσεις της Λορέιν Γουόρεν, την εξορίζουν από την θνητή φύση της και την κάνουν διώκτη του κακού και ικανή να ξεκλειδώσει το μυστήριο.  Όμως εκεί έγκειται το μεγάλο πρόβλημα του φιλμ. Το διερευνητικό κομμάτι στην ιστορία απουσιάζει. Δεν μαθαίνουμε ποτέ κάτι παραπάνω για το γέρικο φάντασμα στην πολυθρόνα ή για την ταυτότητα της απόκοσμης καλόγριας. Ως θεατές δεν ικανοποιούμε την περιέργειά μας ενώ γνωρίζουμε ότι καταναλώνουμε «αληθινά γεγονότα» εξαρχής. Έτσι, η ταινία δεν διεκδικεί μια θέση ανάμεσα στα all-time classics του είδους, ενώ θα μπορούσε, γιατί τα νοσηρά φαντάσματα στις μεγάλες ταινίες του είδους, πάντα οι σκηνοθέτες τα υπαινίσσονταν. Η έκθεσή τους στα μάτια μας απαιτεί ένα κάποιο μέτρο. Αντιθέτως ο Γουάν δεν νοιάζεται να δώσει πειστικές απαντήσεις και γι’ αυτό παρατραβάει τις μεταφυσικές ακρότητες με κάθε ευκαιρία.

3con.jpg

Το Conjuring 2 είναι μια έξυπνη ταινία που όμως βασίζεται σε απλοϊκά τρικ του σινεμά του τρόμου. Διαθέτει οξύνοια στη σκηνοθεσία η οποία όμως βασίζεται αισθητικά στην θορυβώδη σοβαροφάνεια του σύγχρονου νέο-συντηρητικού τρόμου (η απειλή θα διασπάσει την οικογένεια, η εκκλησία είναι σωτήριο καταφύγιο). Πρόκειται για ένα στυλιζαρισμένο πάντρεμα του γράν γκινιόλ και του γοτθικού τρόμου με απόκοσμες φιγούρες και μακάβριες εικόνες. Ο Γουαν συστήνει και διαχειρίζεται τα νοσηρά πνεύματα και τους νόμους της αντιύλης με τρόπο που κλείνει το μάτι σε ταινίες όπως τον «Εξορκιστή» (1973), το Changeling (1980) και το Poltergeist (1982). 

4con.jpg

Το ατυχές είναι πως η ταινία βασίζεται τόσο πολύ στα παραδοσιακά κλισέ με αποτέλεσμα η καλοχωνεμένη παράδοση της horror και goth μυθολογίας στο τέλος να αποτελεί βαρίδιο και ο σκηνοθέτης να μην νοιάζεται να κάνει την υπέρβαση. Το Conjuring 2 είναι εμφανές πως δεν μπορεί να ξεφύγει από το στεγανό του προσεγμένου b-movie. Στο τέλος όμως δεν μένει καμία ελπίδα για τις καταραμένες ψυχές και καμία ελπίδα και για τους ήρωες οι οποίοι γίνονται κοινωνοί των ανείπωτων φόβων μας, αυτών που έχουμε πλέξει στη φαντασία μας στα σκοτάδια.

{youtube}KyA9AtUOqRM{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured