Ο δημιουργός του Fruitvale Station, ο 29χρονος Ryan Coogler, αναβιώνει τον κινηματογραφικό πρωταθλητισμό του Ρόκι, σε μια καλογυμνασμένη και στιβαρή περιπέτεια για θεατές κάθε ηλικίας και κάθε εθνότητας. Όπως ακριβώς συμβαίνει με το καλό λαϊκό σινεμά.
Στο επίκεντρο της 7ης προσθήκης στο αθλητικό saga του Ρόκι, βρίσκεται ο Adonis Johnson (τον υποδύεται με πειθαρχία ο Michael B. Jordan). Πρόκειται για τον χαμένο γιο του Apollo Creed. Ο νεόπλουτος πιτσιρικάς, θα παρατήσει την δουλειά του και τη βόλεψή του από την κληρονομιά του πατέρα του ώστε να κάνει κάτι με τη ζωή του. Επειδή όμως δεν βρισκόμαστε σε ένα «Woody Allen movie» αλλά σε ένα «Stallone Movie», ο ήρωας δεν θα αντιμετωπίσει τα πατρικά του συμπλέγματα, τα ζητήματα συμπεριφοράς με τον περίγυρο και τη σχέση του με το άλλο φύλλο με ψυχανάλυση, αλλά με γροθιές στο ρινγκ. Ο φέρελπις μποξέρ θα ζητήσει την βοήθεια του Ρόκι, του μόνου ανθρώπου που έζησε από κοντά τον πατέρα του -υπήρξαν αιώνιοι εχθροί και αιώνιοι φίλοι στο παρελθόν. Ο Ιταλός Επιβήτορας, ενώ ζει πλέον μια εφησυχασμένη ζωή, θα δεχθεί απρόθυμα, ίσως γιατί πάντα είχε φιλότιμο και υψηλό αίσθημα ηθικού χρέους.

12633236_10153815196229019_1456349293_o.jpg


Ο Σταλόνε συμπληρώνει 40 χρόνια στο ρόλο του ηλικιωμένου πυγμάχου. Η πρώτη ταινία της σειράς είχε αποσπάσει το όσκαρ καλύτερης ταινίας μέσα από τα χέρια μεγάλων ταινιών (και σίγουρα καλύτερων από το Ρόκι) όπως All the President's Men, Network και φυσικά το Taxi Driver. Πέρα από το ιστορικό παράδοξο αυτής της βράβευσης, η crowdpleasing ταινία με την ωραιοποιημένη Νέα Υόρκη, δόξαζε το Αμερικάνικο όνειρο, τα οικογενειακά ήθη και την δύναμη της θέλησης. Από το σίκουελ και για άλλες πέντε ταινίες, ο πυχμάχος με τις ατσαλένιες γροθιές και το μαλαματένιο ήθος, πέρασε σε μια all Red White & Blue αισθητική και right wing πολιτική φιλοσοφία. Ο καθημερινός ήρωας, με τη δυσχέρεια λόγου, το χιλιοχτυπημένο πρόσωπο, την αιώνια καλοσύνη και την παιδική αθωότητα, έγινε πασίγνωστο κινηματογραφικό είδωλο και απέκτησε θέση στην pop κουλτούρα, πολύ σπουδαιότερη από την κινηματογραφική αξία των ταινιών του. Η δεκαετία του 80 χρωματίστηκε έντονα από την τεχνοκρατική ψυχαγωγία του αθλητή που θα γυρίζει πάντα στο ρινγκ για μια τελευταία μάχη στην οποία θα τα έδινε όλα για όλα και που μετά από σκληρή προπόνηση θα θριάμβευε στην εκπνοή του αγώνα και της ταινίας. Ο Ρόκι εξασφάλιζε την ψυχαγωγία (είτε ένοχη είτε περήφανη) σε εκατομμύρια θεατές. Ο Ιταλός πυγμάχος με τα αγνά ιδανικά και το fair play, έγινε το Great White Hope απέναντι σε αιμοδιψείς αντιπάλους όπως ο θηριώδης Ρώσος, ο Mister T και ο Hulk Hogan. Η σημαία κυμάτιζε περήφανα στους τίτλους τέλους και περισσότερες από δυο γενιές γυμνάζονταν  με τους ήχους του Eye of The Tiger, ρίχνοντας γροθιές στον αέρα. Όχι μικρό κατόρθωμα για ένα κινηματογραφικό franchise.

Το Creed αναβιώνει τον αγέραστο μποξερικό μύθο με το έξυπνο εύρημα της σκυτάλης στον απόγονο του Apollo. Τα καλά νέα ξεκινούν από το γεγονός του ότι είναι το πρώτο Ρόκι που το σενάριο δεν υπογράφει ο Σταλόνε. Όμως ο δημιουργός της ταινίας σέβεται τη μυθολογία που επωμίζεται και υπηρετεί τα χαρακτηριστικά και τις συμβάσεις του είδους. Ο ήρωας χρειάζεται ένα καλό και υπομονετικό κορίτσι στο πλευρό του (όπως η Adrian), το οποίο θα τα παρατήσει όλα και θα στρέψει τη ζωή του ως προς αυτόν, για να νιώθει στήριγμα και υποστήριξη κατά τη δύσκολη προπόνηση. Το inspirational μοντάζ πριν την τελική μάχη θα είναι συγκινητικό (ευτυχώς δεν έχουμε τραγούδια σε ύφος  Burning Hearts). Ο αγώνας που θα κρίνει τα πάντα θα κάνει τους θεατές να νιώσουν ενθουσιασμό, ισάξιο με ένα μεγάλο ντέρμπι στην τηλεόραση.

12637054_10153815196264019_27247090_o.jpg



Ωστόσο ο Coogler, αν και αγκαλιάζει χωρίς περιστροφές το mainstream, αφήνει την προσωπική του γραφή να φανεί στην ταινία. Παρά την σπουδαία δουλειά του πρωταγωνιστή, την παράσταση κλέβει με τον τρόπο του ο Σταλόνε, όχι γιατί έδωσε μια ερμηνεία «μεθόδου» όπως είχε δώσει με εξαιρετικό τρόπο στο Copland, αλλά γιατί είναι πειθαρχημένος και συγκρατημένος ως προς το οργανικό σύνολο της αφήγησης. Ο πατρικός αλλά όχι πατερναλιστικός τρόπος που πλησιάζει τον πιτσιρικά Creed, είναι δοσμένος με τρυφερότητα και ανθρωπιά. Ο Μπαλμπόα, σαράντα χρόνια μετά την πρώτη του ταινία, ξαναφοράει το παλιό του καπελάκι, κρατάει το ήθος του και είναι το ίδιο διψασμένος για αγώνα και για ζωή. Ωστόσο εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα comeback από τη λήθη, όπως συνέβη με την ερμηνεία του Μίκι Ρουρκ στο The Wrestler (2008) ούτε για μια μάχη δαιμόνων όπως με τη μάχη των δυο αδερφών στο Warrior (2011). Το μόνο κίνητρο εδώ είναι η επιβεβαίωση και η δόξα. Η συναισθηματική ραγάδα του Σλάι δεν έχει προέλθει από αυτοκαταστροφή, αλλά τουλάχιστον κατάφερε να ερμηνεύσει ένα από τα αειθαλή alter ego του με ευαισθησία και με σεβασμό στην τεράστια φήμη του.

Την ίδια χρονιά λοιπόν που αναβίωσαν το "Star Wars" και το "Jurassic Park", φαίνεται ότι το κοινό ήθελα να θυμηθεί τους ξεχασμένους σάρκινους κινηματογραφικούς ήρωες. Φυσικά ο σπουδαιότερος ήρωας που μας ξαναβρήκε φέτος ήταν ο Mad Max. Το πεντάστερο heavy metal αριστούργημα από την κόλαση του George Miller, δεν μπαίνει φυσικά στην ίδια πρόταση με μια καλογυρισμένη αθλητική ταινία όπως το Creed. Ωστόσο η νέα προσθήκη στο Ρόκι αντιπροσωπεύει το πατροπαράδοτο λαϊκό σινεμά που τόσο μας έχει λείψει, μέσα σε ένα σύγχρονο, άχαρο ψηφιακό παρόν όπου ένας κανονικός χαρακτήρας πασχίζει να αναπνεύσει ανάμεσα στην καθεδρία της Marvel και των video games.
Το ουσιαστικό, κερδισμένο στοίχημα της ταινίας έρχεται από τις καλές προθέσεις –ερήμην του φιλοχρήματου Σλάι (μην ξεχνάμε ότι ο Σταλόνε στο μεταξύ βρίσκεται στο γυμναστήριο του και ετοιμάζει το Expandables 4 και το Reboot του Rambo). Αν το Ρόκι 3 και το Ρόκι 4 αντιπροσώπευαν το σινεμά της αστερόεσσας στην εποχή του Ρέιγκαν, το Creed είναι η εκδίκηση του λαϊκού σινεμά στην εποχή του Ομπάμα. Τον μαύρο ηρωισμό δηλαδή, ενώ το μαύρο χρώμα δεν είναι το μείζον θέμα της ιστορίας. 
 

12631009_10153815196214019_1747084998_o.jpg



 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured