Προσπερνώντας τους βαθύστομους αφορισμούς των θεωρητικών και χωρίς να υποπέσω σε «παλαιοκομματικές» αντιλήψεις περί «καλού σινεμά», μερικά βασικά αξιώματα παραμένουν ίδια. Μια ταινία δεν μπορεί να θεωρηθεί καλή όταν λειτουργεί μόνο υπό προϋποθέσεις ή όταν χρειάζεται υπερασπιστικές ατάκες όπως : «είναι μόνο για fan», «θα ξεδιπλώσει τα μυστικά στο σίκουελ», ή «όποιος έχει διαβάσει το βιβλίο θα καταλάβει καλύτερα». Με λίγα λόγια οι ταινίες κρίνονται αποκομμένες από το fan base και ανεξάρτητα από τη μυθολογία που τις περιβάλλει. Η τοποθέτηση μιας ταινίας σαν το Hunger Games ως προς την ποιότητά της και ως προς τη θέση της στο είδος και την εποχή που ανήκει, είναι μια “κριτική” ανάγκη όσων αγαπούν το σινεμά στο σύνολό του. Έχοντας το παραπάνω κατά νου, οι “Αγώνες Πείνας” είναι ένα ικανοποιητικό και «ψυχαγωγικό» saga, που όμως δεν αποτελείται από καλές επί μέρους ταινίες.

Αρχικά πρέπει να σημειωθεί ότι τα βιβλία της Σουζαν Κόλλινς είναι ευκολοδιάβαστα και χορταστικά. Όπως συναρπαστικά θεωρούνται τα βιβλία του Νταν Μπράουν γύρω από τα μυστικά του αρχαίου αποκρυφισμού και τα Twilight της Στέφνι Μάγιερ για τους βαμπιρικούς έρωτες στα θρανία – όμως φυσικά δεν πρόκειται για λογοτεχνία αξιώσεων. Στη συνέχεια να σημειωθεί και ότι το marketing και οι μηχανισμοί προώθησης του κινηματογραφικού προϊόντος δεν είναι κακό πράγμα. Είναι το συστατικό που κάνει τη βιομηχανία να ανασαίνει και την κινηματογραφία να αναπτύσσεται. Σε τόσο φιλόδοξα και δαπανηρά project όπως το Hunger Games δεν παίζουν με θέματα «σκηνοθεσίας» και η έννοια της «καλλιτεχνικής ακεραιότητας» είναι κόκκινο πανί στις στρατιές των λογιστών και δικηγόρων που πασχίζουν να μην αιμορραγήσει οικονομικά η επένδυση. Η υποθήκη του εκκολαπτόμενου franchise είναι τεράστια και οι παραγωγοί φιλοδοξούν να γίνει το μεγάλο εμπορικό χαρτί. 

1.jpg

Η απόσβεση του budget και η προοπτική κέρδους δεν είναι αστεία υπόθεση και σε αυτές τις περιπτώσει ο επαγγελματισμός και η υπευθυνότητα όσων ενεπλάκησαν στην «κατασκευή» της ταινίας είναι ζητήματα ζωής και θανάτου για τα studio. Κατανοούμε ότι ο σκηνοθέτης Francis Lawrence, όφειλε να κινηθεί απαρέγκλιτα σε μια απελπιστικά γραμμική και ευθεία αφήγηση. Πραγματικά το ένα γεγονός διαδέχεται το άλλο με επαγγελματισμό, τα γεγονότα είναι προσεκτικά τοποθετημένα στο χρονοδιάγραμμα της ταινίας και η ισόποση κατανομή του πρωτοεπίπεδου συναισθήματος (χαρά, λύπη, αγωνία.. μέχρι εκεί…) έχει πετύχει. Κανένα δεύτερο επίπεδο, τίποτα διφορούμενο και όλα ιδωμένα μέσα από ένα ελεγχόμενο νεύρο και μια αφήγηση που σε παίρνει από το χέρι και δεν αφήνει περιθώριο να σκεφτείς χωρίς καθοδήγηση.

Το ζήτημα βρίσκεται αλλού. Πλέον μια ταινία πια μπορεί να τελειώνει με το χαιρέκακο μειδίαμα του «κακού» (σε ύφος «θα σας δείξω εγώ») και κανείς δεν θορυβείται. Η τηλεόραση γαλούχησε μια νέα γενιά από θεατές που θέλουν «συνέχειες» και ταύτιση σε βάθος χρόνου. Τα 100-120 κινηματογραφικά λεπτά δείχνουν να μη χωράνε πια τις ιστορίες. Το φινάλε δεν νοείται να μην μείνει ανοιχτό, ώστε σε περίπτωση επιτυχίας να παραχθεί σίκουελ ή πρίκουελ ή ακόμα spin off και αστείες απόπειρες reboot (όπως στην περίπτωση των Spiderman και Hulk). Αν η επιτυχία διατηρηθεί και στο δεύτερο μέρος θα υποδείξει αν το τρίτο θα σπάσει σε part 1 και part 2 κ.ο.κ. Είναι αδύνατον να αντιμετωπίσεις αυτή την ταινία με όρους κριτικής, καθώς δεν διαθέτει αφήγηση αλλά αποτελεί ένα μακρόσυρτο επίλογο μιας ευρύτερης αφηγηματικής ομπρέλας. Εάν δεν έχεις εκτεθεί στη μυθολογία της σειράς, είσαι χαμένος. 

Πλέον θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε (με ένα γύρισμα και έναν προϋπολογισμό) μια ιστορία σπασμένη σε τρεις συνέχειες. Το άρμεγμα μιας χρυσοφόρας ιδέας δεν έχει τελειωμό και η «τηλεοπτική» λογική ανανέωσης της ιστορίας, μπήκε στα marketing plans των major πολυεθνικών. Αν σήμερα ο Κόπολα γύριζε τον «Νονό», δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα το προόριζε για μίνι σειρά στο HBO. Οι Moviegoers της τελευταίας δεκαετίας εκπαιδεύτηκαν πλέον τη λογική επεισοδίων στους κινηματογράφους και αποδέχονται ολόκληρες τριλογίες, όχι σαν επικό καλλιτεχνικό κατόρθωμα, αλλά σαν ετήσιο ραντεβού με την αγαπημένη τους ιστορία.

Σχετικά με το Hunger Games τώρα, οι ταινίες φαντασίας των περασμένων δεκαετιών -που συγγενεύουν με τους Αγώνες Πείνας, όπως το The Running Man (1987) ή το Logan’s Run (1967), δεν έπαιρναν τον εαυτό τους στα σοβαρά και είχαν μια B-movie γοητεία. Εδώ η επανάσταση της  Κάτνις Εβερντιν στο δρόμο για την Κάπιτολ από τα υπόγεια της βομβαρδισμένης Περιοχής 13 συνοδεύεται με dolby κρουστά και κύμβαλα που χτυπάνε βαρύγδουπα και στηρίζουν εμβληματικά συνθήματα. Απέναντί τους ένα κοινό που έχει γαλουχηθεί στις εικόνες βλέποντας αποκλειστικά σύγχρονης τηλεόρασης. 

++2.jpg

Στην πραγματικότητα η εισβολή της εύπεπτης και (συναρπαστικής είναι η αλήθεια) τηλεοπτικής πραγματικότητας στο σινεμά έχει διαβρώσει την αξία μηχανισμών αφήγησης. Ο mainstream κινηματογράφος στην εμπορική μάχη βαρέων βαρών, προσπαθεί να αντιγράψει και να ξαναπάρουν τα ηνία των αριθμών και τη μερίδα κοινού που τους έχει γυρίσει τη πλάτη την τελευταία δεκαετία και έπεσε με τα μούτρα στις ατελείωτες τηλεοπτικές σαιζόν.

Ο Francis Lawrence παρά την επιβεβλημένα «σωστή» και «πειθαρχημένη» ως προς το marketing plan δουλειά του (δεν λέω σκηνοθεσία), καταφέρνει και αποφεύγει πολλές κακοτοπιές. Δεν ξοδεύει χρόνο σε hi tech εντυπωσιασμούς ως προς την μεταλλαγμένη pop art του μέλλοντος όπως συνέβη το «Πέμπτο Στοιχείο», δεν κάνει περιττό θόρυβο για να μας τρίψει τα ειδικά εφέ στη μούρη όπως κάνει ο Μάικλ Μπει. Αναδεικνύεται έτσι το νέο πρωτοπαλίκαρο των studio και ο καλύτερο μαθητής του πρώτου θρανίου που θα πάρει άριστα για την άρτια δουλειά του, (στο ίδιο υλικό ο Τέρι Γκίλιαμ θα έπαιρνε αποβολή, ο Ντείβιντ Φίντσερ θα φρίκαρε τα πιτσιρίκια κάτω των 16). Με αυτή τη λογική λοιπόν, το franchise που έφτασε στο τέλος του, πέτυχε. Πολλοί θα μιλήσουν και για «συγκλονιστικό πολιτικό σχόλιο» ή «μετά-φεμινιστικό ακτιβισμό» στην ιστορία της Κοτσυφόκισσας, ανάγοντας την Κάτνις Εβερντιν σε μοντέρνο pop σύμβολο της επανάστασης απέναντι σε παγκόσμια καθεστώτα. Μη τους ακούτε, απλά απολαύστε το τελευταίο μέρος σαν ψυχαγωγικό επιστέγασμα μιας ενός δυστοπικού παραμυθιού.

Η διαφορά άλλωστε μεταξύ μιας «ταινίας που ψυχαγωγεί» και ενός «ψυχαγωγικού σινεμά» είναι τεράστια. Όση και η διαφορά μεταξύ κάποιου που είναι «ερωτευμένος» με τον κινηματογράφο με κάποιου που είναι «ταινιοφάγος». 

 

{youtube}F3hTW9e20d8{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured