Κάποιοι από τους αριθμούς είναι εντυπωσιακοί: 13 χρόνια γυρισμάτων, περισσότεροι από 100 συνεντευξιαζόμενοι. Όμως το αποτέλεσμα, ένα ροκιμαντέρ (sic) για τους Ουαλούς Manic Street Preachers, δεν κυλάει ως η συνήθης ταινία σκιαγράφησης του μύθου που έχει δημιουργηθεί γύρω από το αντικείμενό της, ούτε χρησιμοποιεί με τον συνήθη τρόπο τα τρικ που ήδη γνωρίζουμε. Η Αμερικανίδα Elizabeth Marcus και ο συμπατριώτης της, παραγωγός Kurt Engfehr (με προϋπηρεσία και οι δυο τους στις ταινίες του Michael Moore) κατάφεραν με το πόνημά τους να δώσουν μια νέα πνοή σε παλιούς τρόπους και εργαλεία.

Θεωρητικά, το No Manifesto δεν κάνει τίποτε άλλο από το να πει την ιστορία των James Dean Bradfield, Richey Edwards, Nicky Wire & Sean Moore. Τους παρακολουθούμε, λοιπόν, από τα πρώτα-πρώτα συναυλιακά τους βήματα ως punk μπάντα επηρεασμένη από τους Clash (με το κοινό να τους γιουχάρει και το ξύλο επί σκηνής να πέφτει άφθονο), έπειτα τους βρίσκουμε να δισκογραφούν –αναγγέλλοντας το σχέδιό τους να πουλήσουν 16 εκατομμύρια αντίτυπα του ντεμπούτο τους και μετά να διαλυθούν– γινόμαστε μάρτυρες της εξαφάνισης του αυτοκαταστροφικού Edwards, της επιβίωσής τους από το σοκ, της τεράστιας μετέπειτα επιτυχίας τους με τα Everything Must Go και This Is My Truth, Tell Me Yours, του κάζου με το Lifeblood και της αναγέννησής τους με το Send Away The Tigers.

Manics_2.jpg

Όλα τα παραπάνω, η Marcus και το επιτελείο της μάς τα δίνουν με ενδιαφέροντες και ενίοτε αναπάντεχους τρόπους. Κατ’ αρχάς, η ιστορία δεν κυλάει γραμμικά αλλά με διάφορα χρονικά άλματα και in media res παλινδρομήσεις. Επιπλέον, χρησιμοποιείται έντονα από τη σκηνοθέτιδα η τεχνική του κολάζ: φιλμ των μελών της μπάντας να μιλούν, να παίζουν μουσική, να συναντούν φαν ή να αράζουν στα σπίτια τους, συγκρούονται με αποσπάσματα από αγαπημένες τους ταινίες και διαχωρίζονται από τσιτάτα γνωστών μεγάλων ανδρών, οδηγώντας σε ένα είδος αφήγησης η οποία είναι πάντα εκεί χωρίς να τραβάει την προσοχή, ενώ αφήνει να προκύψουν αβίαστα τα συμπεράσματα στα οποία θέλει να οδηγήσει τον θεατή/ακροατή.

Όμως το πιο σημαντικό και εμφατικό «παραστράτημα» του εν λόγω φιλμ είναι ότι αποφεύγει εντελώς να περιλάβει εντός του την οποιαδήποτε γνώμη δημοσιογράφου ή άλλου ειδικού περί τη μπάντα. Οι μόνοι σχολιαστές εδώ, πέραν των ίδιων των μελών, είναι οι φαν του συγκροτήματος: άνθρωποι που λένε την άποψή τους για τους Manics άλλοτε σα να μιλούν για τους κολλητούς τους κι άλλοτε με έντονα κριτική διάθεση. Αλλά και τα μέλη του συγκροτήματος δεν είναι ακριβώς υποταγμένα στις ορδές των οπαδών τους: από τη μία τους βλέπουμε διαθέσιμους να παραμείνουν για ώρα μετά το τέλος μιας εμφάνισής τους για να υπογράψουν αυτόγραφα (ο James Dean Bradfield θυμάται πώς ήταν όταν ο ίδιος περίμενε τους Echo And The Bunnymen στα νιάτα του), πετάνε, όμως, και κάτι σπόντες του τύπου «sometimes they despise us and sometimes we despise them».

Manics_3.jpg

Η Marcus εξασφάλισε σχεδόν εξ αρχής, πάντως, και την αμέριστη εμπιστοσύνη της ίδιας της μπάντας. Έτσι, είχε την ευκαιρία να τραβήξει τους Bradfield, Wire & Moore σε στιγμές χαλάρωσης μα και στο στούντιο, αποτυπώνοντας τον τρόπο με τον οποίον δουλεύουν, γράφοντας και προβάροντας. Και είναι τέτοια η πρόσβαση που είχε ο φακός της Αμερικανίδας στο backstage κομμάτι, ώστε έχουμε την ευκαιρία να γίνουμε μάρτυρες έντονων διαφωνιών, σχολίων για τις μέτριες ικανότητες του Wire στον χειρισμό του μπάσου, ακόμα και να δούμε τον Moore να εξασκείται στη σκοποβολή –ένα χόμπι που μάλλον δεν συνάδει με το πολιτικοποιημένο προφίλ της μπάντας...

Και μιας και φτάσαμε στην πολιτική, το No Manifesto προσπαθεί –και καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό– να παρουσιάσει τους Manic Street Preachers ως κάτι πολύ περισσότερο από μια απλώς έντονα πολιτικοποιημένη τριάδα. Παρότι ακούμε τον Bradfield να αφηγείται πώς οι απεργίες των μεταλλωρύχων στη γενέτειρά τους διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα τους και την ταξική τους συνείδηση, έχουμε στη συνέχεια την ευκαιρία να γίνουμε μάρτυρες έντονης αυτοκριτικής σχετικά με το πώς διαχειρίστηκαν το ταξίδι τους στην Κούβα ή για το βιντεοκλίπ του “The Love Of Richard Nixon” και τον τρόπο που αυτό παρουσίαζε τον μισητό Αμερικανό πρόεδρο.

Manics_4.jpg

Ένα χαρακτηριστικό του τρόπου γυρίσματος της Marcus έχει να κάνει με την εγγύτητα: ο φακός ζουμάρει στα πρόσωπα, σε κάνει να έρθεις πραγματικά κοντά τους –όχι για να τα μεγεθύνει, αλλά για να σε φέρει στο ίδιο επίπεδο με εκείνα. Δεν υπάρχει τίποτα το μυθοπλαστικό στο No Manifesto, ίσα ίσα που απομυθοποιεί τα είδωλά του, τα εξανθρωπίζει, αποπνέοντας μια ιδιαίτερα αβίαστη αίσθηση χιούμορ και αυτοσαρκασμού. Και μέσα σε αυτή τη λογική, χτυπάει και αρκετές φλέβες συγκίνησης, όπως στο σημείο όπου η κάμερα «κλειδώνει» στο πρόσωπο του Richey Edwards, καθώς ερωτάται σχετικά με το μέλλον για να απαντήσει: «Future… That’s a big nasty word, isn’t it?».

Στο τέλος, το No Manifesto προκύπτει όπως ακριβώς διαφημίζεται: ως ένα προϊόν πραγματικής αγάπης για το αντικείμενό του. Η Elizabeth Marcus, άλλωστε, είναι και η ίδια φαν των Manics και οδηγήθηκε σε αυτή τη δημιουργία ακριβώς επειδή θεωρεί ότι όλα τα βιβλία που έχουν γραφτεί για τους Ουαλούς τους παρουσιάζουν αποκλειστικά με όρους που έχουν να κάνουν με την ίντριγκα γύρω από τον Edwards, αγνοώντας τα υπόλοιπα. Αν μη τι άλλο, πέτυχε διάνα στον στόχο της, λοιπόν: οι Manic Street Preachers ξεπηδούν μέσα από το φιλμ της ζωντανοί, ανθρώπινοι και πάνω απ’ όλα πραγματικά άξιοι αγάπης και λόγου.

Ή, όπως το θέτει ένας φαν μπροστά στο φακό: «The more you find out about the Manics, the more human they become».

{youtube}bU1fQZk09HY{/youtube} 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured