Χαλαρά, και σε γενικές γραμμές κάπως «ανάλατα» τα πράγματα για την 7η ημέρα του φετινού Release Athens, η οποία κύλησε στο μεγαλύτερο μέρος της χωρίς εξάρσεις για τα 3 πρώτα συγκροτήματα του line-up, μόνο με μερικές μικρές στιγμές αναλαμπής. Το σκηνικό ανατράπηκε όμως με την επέλαση του Ιρλανδού τραγουδοποιού Hozier, ο οποίος αποθεώθηκε από ένα μικρό, αλλά φανατικό κοινό, που τον υποδέχτηκε στην πρώτη του εμφάνιση στην Ελλάδα. 

Κι ενώ ο λιγοστός κόσμος στα πρώτα ονόματα των ελληνικών φεστιβάλ έχει πάψει δυστυχώς να εκπλήσσει, στην περίπτωση της 7ης ημέρας του Release Athens απέκτησε ενδιαφέρον, αφού το πέρασμα της ώρας επηρέασε σε μικρό βαθμό την «τελική καταμέτρηση»: όσοι συγκεντρώθηκαν, δεν κατάφεραν να καλύψουν ομοιόμορφα ούτε την περιοχή μπροστά από τους ηχολήπτες

Από την άλλη, βέβαια, η εικόνα αυτή μαρτυρά ένα κοινό πολύ αφοσιωμένο, που από τις 18:00 έπιασε τα μπροστινά κάγκελα της Πλατείας Νερού, για να ζήσει όλη τη δυναμική της βραδιάς, μέχρι το αποκορύφωμα της υποδοχής του Ιρλανδού headliner. 

Πρώτοι εμφανίστηκαν οι JoyCut μπροστά στους λιγοστούς που επέμεναν κάτω από τον ήλιο από νωρίς· στήνοντας ένα συμπαγές, σκληροτράχηλο σκηνικό ηλεκτρονικών στοιχείων, στο οποίο τον κύριο λόγο είχαν τα tribal κρουστά και τα «σκοτεινά» synths. 

Χτίζοντας δυναμικά τα δικά τους ambient ηχοτοπία, μόνο και μόνο για να τα φέρουν σε μετωπική σύγκρουση με τον σκληρό post-rock ήχο της πόλης, το τρίο από τη Μπολόνια έπαιξε για σχεδόν 1 ώρα και 10 λεπτά, θυσιάζοντας φυσικά μεγάλο μέρος της «αίγλης» του κάτω από το φως του ήλιου, που όχι μόνο του στέρησε τον εντυπωσιασμό των visuals που είχαν στις αποσκευές τους, αλλά και τη σκοτεινή ατμόσφαιρα την οποία επενδύει ο ήχος τους. Παρόλα αυτά ο κόσμος στάθηκε εξαιρετικά θερμός απέναντί τους, με χειροκροτήματα και επευφημίες ακόμα και στα Ιταλικά, στις οποίες οι JoyCut ανταποκρίθηκαν με αξιοσημείωτη ευγνωμοσύνη και ταπεινότητα.  

Κι ενώ η σκηνή ακόμη έκαιγε από τον καλοκαιρινό ήλιο, οι Hooverphonic έκαναν την εμφάνισή τους 5 χρόνια έπειτα από την τελευταία τους συναυλία στην Αθήνα, με νέα τραγουδίστρια και νέο υλικό, για μία από τις πιο γλυκόπικρες εμφανίσεις της 7ης ημέρας του Release Athens 2019. Ξεκινώντας από την πικρία, αυτή έγκειται περισσότερο στη στενάχωρη συνειδητοποίηση πως η σαγήνη και η ανατριχιαστική ατμοσφαιρικότητα των Hooverphonic των 1990s, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Κι αυτό φάνηκε μάλιστα ακόμα πιο έντονα λόγω του ότι το αγαπημένο στο ελληνικό κοινό συγκρότημα από το Βέλγιο χώρισε τρόπον τινά το πρόγραμμά του σε προ- και μετά-Luka Cruysberghs εποχή. 

Η νέα τραγουδίστρια των Hooverphonic είναι σίγουρα μια ευχάριστη και σκηνικά προσήκουσα παρουσία, με την ερμηνεία της όμως να υπολείπεται ωριμότητας. Κάτι που δυστυχώς προδίδεται εύκολα και γρήγορα στο πλευρό ενός συγκροτήματος με 25ετή πορεία, τα τραγούδια του οποίου έχουν ακουστεί και έχουν χρωματιστεί ήδη με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Τον τρόπο αυτόν δυστυχώς δεν κατάφερε να προσεγγίσει η 18χρονη Cruysberghs, με αποτέλεσμα τα πιο γνωστά κομμάτια του βέλγικου συγκροτήματος, όπως τα "Jackie Cane", "2 Wicky" και "Eden", να περνάνε στα αζήτητα. Δυστυχώς το ίδιο ίσχυσε και για το μεγάλο hit της μπάντας, το πολυαναμενόμενο "Mad About You", το οποίο προσωπικά βρήκα τόσο αδιάφορο, ώστε βρήκα αφορμή για να απομακρυνθώ και να αγοράσω ένα μπουκαλάκι νερό. 

Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να κάνει κάποιος τα στραβά μάτια και να πιστεύει ότι ο ήχος των Hooverphonic άλλαξε τώρα. Οι trip hop απαρχές έχουν γνωρίσει πολλές μεταμορφώσεις μέσα στα χρόνια, φλερτάροντας όλο και πιο έντονα με pop χορευτικά στοιχεία, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας. Στα πλαίσια λοιπόν της συγκεκριμένης «στροφής», μπορεί να πει κανείς ότι η επιλογή της νέας φωνής ήρθε να εφαρμόσει μια χαρά, μιας και η χροιά, αλλά και το εφηβικό στυλ της Cruysberghs, ταιριάζουν γάντι σε τραγούδια όπως τα "Babadoum", "Uptight" και "Looking For Stars". Φάνηκε άλλωστε κι από την αυτοπεποίθησή της, η οποία ανέβηκε αισθητά, συνοδεία ενός ασημένιου ολόλαμπρου πάντσο, το οποίο ήρθε να συνυπογράψει και ενδυματολογικά τη γενικότερη στροφή της διάθεσης στο τελευταίο μέρος της εμφάνισής τους. 

Η επιλογή αυτή της Cruysberghs έμελλε πάντως να αποδειχθεί αμελητέα μπροστά στην ενδυματολογική πανδαισία που συνέθεσε λίγο αργότερα η Róisin Murphy. Η οποία εμφανίστηκε με τη δύση του ηλίου στην Πλατεία Νερού, με το τουπέ και την αξεπέραστη παραστατική της αυτοπεποίθηση –στοιχεία που ωστόσο δεν βρήκαν τη θέση τους σε κάποια «συναυλία που δεν θα ξεχάσουμε». Με ένα ψάθινο καπέλο, γυαλιά ηλίου, δύο λευκά γάντια και μια εμπριμέ φούστα, η Murphy ξεκίνησε επί σκηνής ένα ντόμινο μεταμφιέσεων υπό τα beats του "House Of Glass", το οποίο ωστόσο της έδινε κατά καιρούς τον χαρακτηρισμό της «γραφικής» στις τριγύρω κουβέντες. Παρόλα αυτά ο διάλογος της μουσικής της με τον χώρο της μόδας είναι από τα χαρακτηριστικά των εμφανίσεών της, χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι δεν μπορεί ένα βασικό γνώρισμα να πέσει στην παγίδα του «κλισέ». 

Κρατώντας σχετικά επίπεδο τέμπο, χωρίς κορυφώσεις και ρυθμικές εξάρσεις, η Murphy παρουσίασε κυρίως κομμάτια στο φάσμα της pop-electronic dance φάσης της από την πρόσφατη δισκογραφία της, όπως τα "Gimme Back My Life", "Demon Lover", "Ten Miles High", "Incapable", "Plaything" και "Overpowered". Έτσι, το καπέλο διαδέχθηκε το jockey, η φούστα έγινε κάπα, ένα πολύχρωμο φουρό στόλισε τον λαιμό της, μια ασημί βινύλ κούκλα ταλανιζόταν στα χέρια της, κι αργότερα ένας στόχος ήρθε να καλύψει το πρόσωπό της. 

Στα χρόνια των Moloko είχαμε τελικά ελάχιστες επισκέψεις, όπως το "Forever More", ενώ το τέλος του set τη βρήκε ξαπλωμένη στο πάτωμα, τραγουδώντας το "Flash Οf Light". Κάπως έτσι η περσόνα της Róisin Murphy πέρασε από τη σκηνή του Release Athens δίνοντας έμφαση στην ηλεκτρονική της πλευρά, με funky beats και ήχους της ζούγκλας να επενδύουν τη χορευτική της διάθεση. Δεν κατάφερε πάντως να ξεσηκώσει το κοινό, το οποίο ως επί το πλείστον έβλεπε σχεδόν ακίνητο –το μέγεθός του, άλλωστε, ευνοούσε πολύ την παρακολούθησή του, καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς.  

Στον επίλογο της 7ης ημέρας του Release Athens έλαμψε το πρόσωπο του Hozier, με τη σχεδόν αγγελική, στεντόρεια χροιά του να ξεσηκώνει έξαλλες τις φωνές του κοινού από τους πρώτους κιόλας στίχους: οι παρευρισκόμενοι στην Πλατεία Νερού κρέμονταν κυριολεκτικά από την εντυπωσιακή, αλαβάστρινη φιγούρα του. 

Η πολυαναμενόμενη επίσκεψη του Ιρλανδού τραγουδοποιού, όχι μόνο βρήκε κόσμο να τη στηρίξει κάθε στιγμή της 1 ώρας και 20 λεπτών που διήρκεσε η συναυλία, αλλά δεν απογοήτευσε ούτε στο ελάχιστο. Ευχάριστες παρουσίες, μεστές ερμηνείες, εντυπωσιακές πολυφωνίες και μια λεπτή ευαισθησία –η οποία πατάει ωστόσο πολύ γερά στα πόδια της, εκφράζοντας τον εαυτό της και διεκδικώντας να ακουστεί– ήταν τα στοιχεία που συνέθεσαν την εμφάνιση του στην Πλατεία Νερού. Αμέριστη δε ήταν η συμμετοχή του κόσμου, όχι μόνο στα παλιότερα κομμάτια, όπως το "From Eden", το "Work Song" και το "Someone New", αλλά και σε τραγούδια του φετινού άλμπουμ Wasteland Baby! όπως τα "Nina Cried Power", "Movement", "Talk", "Dinner & Diatribes". Και ήταν πραγματικά εκπληκτικό πώς σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα το κοινό αφομοίωσε στιχουργικά αλλά και συναισθηματικά έναν ολόκληρο δίσκο.

Αδιαμφισβήτητα λοιπόν ο Hozier έχει αποκτήσει αξιοθαύμαστο πυρήνα οπαδών στην Ελλάδα, συσπειρωμένο και ενθουσιώδη με έναν κάπως παιδικό –και μάλλον γι' αυτό αδιαπραγμάτευτο– θαυμασμό προς το πρόσωπό του, μα και τις ιδέες για τις οποίες μάχεται μέσα από την τέχνη του. Η μουσική του, αλλά και ο ίδιος, ήταν άλλωστε πάντοτε (και συνεχίζει να είναι) ισχυρή φωνή και ζωντανό παράδειγμα κοινωνικού ακτιβισμού στον χώρο της μουσικής, τραγουδώντας υπέρ των ανθρώπινων δικαιωμάτων και κατά της ομοφοβίας, του σεξισμού και της βίας. Η επιλογή μάλιστα των λέξεών του στην επικοινωνία του με το κοινό είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, με ενδεικτικό παράδειγμα τη φράση «I’m gonna ask you not to hide your voices», όταν ζητούσε από το πλήθος να τον συνοδεύσει. 

Το φινάλε της επίσκεψής του υπέγραψε λίγο μετά τις 00:30 με το κομμάτι που πυροδότησε την επιτυχία του (και) στη χώρα μας, "Take Me To Church". Μια επιτυχία που δεν ξεφούσκωσε, αλλά κρατά έναν πυρήνα δυνατό και αδιάσπαστο, εδώ και περίπου μια εξαετία. 

Σε ένα γενικότερο απολογισμό, λοιπόν, θα έλεγε κανείς ότι οι βετεράνοι του line-up έπεσαν θύματα των φαντασμάτων του παρελθόντος τους, αφού δεν κατάφεραν να θέσουν κάποιον ιδιαίτερα υψηλό πήχη στη ροή της βραδιάς, ούτε, επομένως, να εξαργυρώσουν τις επιταγές της επιτυχίας τους. Η φωνή ωστόσο του νεότερου Hozier ήχησε από τη μία ως την άλλη άκρη της μαρίνας, διεκδικώντας ευαισθησία, σεβασμό και ορατότητα, σε έναν κόσμο που μισεί, επιτίθεται και φοβάται. 

{youtube}Yj-CGUWCncs{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured