Παραδοσιακά, η Δευτέρα είναι περίεργη μέρα για την πραγματοποίηση συναυλίας. Ευτυχώς, το υγρό και απότομα συννεφιασμένο απόγευμα εναρμονίστηκε με τον σκοτεινό –με χαραμάδες μόνο φωτός– μεταπανκικό ήχο των Girls Names, πείθοντας νομίζω ακόμη και τους μέχρι τότε αναποφάσιστους να ακολουθήσουν τους υπόλοιπους φίλους της μπάντας στην τρίτη και μάλλον πιο αδύναμη εμφάνισή της στην Αθήνα.

104e_2.jpg

Τη βραδιά ανέλαβαν να ανοίξουν οι «δικοί μας» lo-fi/noise poppers Acid Barretts, βγαίνοντας στη σκηνή λίγο μετά τις 21:30, μπροστά σε ήδη μπόλικο κοινό. Πολύ φοβάμαι, όμως, πως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που είχαν να επιδείξουν στο μισάωρο set τους, ήταν το έξυπνο όνομά τους. Και τα 5 κομμάτια που μας παρουσίασε η δυάδα (πλέον) ποντάρουν αποκλειστικά στον παράγοντα ατμόσφαιρα, η οποία πλάθεται με έναν πολύ συγκεκριμένο και μονοδιάστατο τρόπο: extra-fuzzy κιθάρες (ορισμός της δημιουργικής ασάφειας) και μίνιμαλ μπασογραμμές, πατάνε πάνω σε ένα πολύ στάνταρ ρυθμικό μοτίβο προερχόμενο από drum machine, με τα φωνητικά να ηχούν το ίδιο ξεθωριασμένα.

Προφανώς, η προσέγγιση αυτή βασίζεται στην κληρονομιά ιστορικών 1990s σχημάτων που «ενημερώνουν» τον ήχο της μπάντας. Aλλά η δικιά τους αποτύπωση αποδείχθηκε αρκετά φτωχότερη, με το χτίσιμο των συνθέσεων να είναι αναιμικό, αδυνατώντας να δικαιολογήσει τις εξάρσεις που ακολουθούσαν. Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, μέσα σε όλα αυτά υπήρχαν και κάποια αξιόλογα στοιχεία, όπως ορισμένα ευφάνταστα καθαρά riffs και το γεγονός ότι οι Acid Barretts καλλιέργησαν τελικά το mood που επιθυμούσαν. Απλώς θεωρώ πως, για να ξεχωρίσουν από τη μέση μπάντα του συγκεκριμένου ήχου, θα πρέπει να ενσωματώσουν και άλλες, πιο δημιουργικές αρετές, στο μείγμα τους.

104e_3.jpg

Με τη Death Disco να έχει σχεδόν γεμίσει από κόσμο κάθε ηλικίας –σπάνιο και υγιές φαινόμενο για το live μίας τόσο «φρέσκιας» μπάντας– το τετραμελές σχήμα από το Mπέλφαστ έκανε την εμφάνισή του μετά από μισή ώρα χωρίς συναυλιακή δράση. Η πλουραλιστική σχέση αγάπης που έχει αναπτύξει το εγχώριο κοινό με τους Βορειοϊρλανδούς εξηγείται φυσικά πολύ εύκολα, αφού η ηχητική τους αισθητική έχει αναβιωτικό χαρακτήρα, θυμίζοντας πληθώρα βρετανικών συγκροτημάτων της Rough Trade, της Factory και της Postcard, εκεί στο μεταίχμιο των δεκαετιών του 1970 και 1980. Ταυτόχρονα, επιχειρεί και νύξεις με έναν πιο μοντέρνο, indie τρόπο έκφρασης ιδεών.

104e_4.jpg

Δυστυχώς, η τρίτη τους εμφάνιση στην Αθήνα, χωρίς να είναι σε καμία περίπτωση κακή ή αδιάφορη, δεν έπιασε τα επίπεδα των δύο προηγούμενων στο Six d.o.g.s. και (ακόμη περισσότερο) στο Plisskën του 2013. Το γεγονός αυτό οφείλεται αφενός στον μπουκωμένο ήχο που έφτανε στα αυτιά μας, μην επιτρέποντας να διαφανούν τα μελωδικά στοιχεία της μπάντας –τα οποία και τη διαχωρίζουν από τον οχετό– κι αφετέρου στο ότι το υλικό που μας παρουσίασαν προερχόταν κατά κύριο λόγο από τον περσινό, και μάλλον ανίσχυρο δίσκο Arms Around Vision.

104e_5.jpg

Μέσα σε μωβ φωτισμό, η κιθαριστική υστερία του “Retinence” και η απειλητική μπασογραμμή της Claire Miskimmin (με Who Killed Franklyn? t-shirt, αν διέκρινα σωστά) στο “Take Out The Hand” είχαν περισσότερο εισαγωγικό χαρακτήρα, μέχρι να περάσουμε στην πρώτη σημαντική στιγμή της βραδιάς με το “Desire Oscillations”. Σε αυτό μάλιστα έγινε πρώτη φορά εμφανής η διαφοροποιημένη, live προσέγγιση της μπάντας, με τον  frontman Cathal Cully να αφήνει στην άκρη αρκετές φορές την κιθάρα του ώστε να ασχοληθεί με τα κουμπάκια και τα μπιμπιλίκια της κονσόλας, απλώνοντας  βιομηχανικά, synth εφέ στον αέρα.

104e_6.jpg

Ακολούθησε μία πιο μαζεμένη (και πιο αδιάφορη, επίσης) εκδοχή του 11λεπτου τελευταίου single “Zero Triptych”, ενώ αμέσως μετά, στον πρόλογο του Cully για το “Hypnotic Regression”, ένας τύπος από το κοινό τον αιφνιδίασε, φωνάζοντας το άκυρο σύνθημα «Fuck The Police». Εκείνος τα χάνει στιγμιαία και του απαντάει «Yeah, Fuck The Police, right...», σα να σκέφτεται, «άσχετο, αλλά ΟΚ, γιατί όχι;». Από αυτό το σημείο και πέρα το live είχε μόνο ανοδική πορεία, χωρίς όμως να πιάσει κάποια κορυφή: οι σατανικοί αρπισμοί στο άνω μέρος της κιθάρας, πάνω από τα τάστα, στο “M##laga” και η χαρακτηριστική άρθρωση του Cully στους αυτοσαρκαστικούς στίχους του “A Hunger Artist”, προετοίμασαν το έδαφος για το θεατρικό κλείσιμο του “I Was You” μετά από τρία τέταρτα κανονικού set και μέσα σε έναν συνδυασμό από ζητωκραυγές και μεταλλικούς βόμβους από την κονσόλα.

104e_7.jpg

Μπορεί λοιπόν οι Girls Names να μην μας χάρισαν μία τόσο απολαυστική εμφάνιση σε σύγκριση με τις δύο προηγούμενες επισκέψεις τους, πάντως σε τέτοια επικά φινάλε σαν αυτό του encore με το “New Life”, δεν μας είχαν συνηθίσει. Στα τελευταία λεπτά του, μάλιστα, ο δεύτερος κιθαρίστας Philip Quinn κατέβηκε στο κέντρο της σκηνής χορεύοντας και χτυπώντας την κιθάρα του σε συγχρονισμό με τη μπασίστρια, όσο ο γκριζομάλλης ντράμερ Gib Cassidy έδινε το δικό του σόου, πετώντας τις μπαγκέτες του· ο Cully, πάλι, έβρισκε τις δικές του σκοτεινές γωνίες στη σκηνή για να προκαλέσει το προσωπικό του κιθαριστικό χάος.

Με αυτές τις εικόνες μας αποχαιρέτησαν οι Βορειοϊρλανδοί και ελπίζουμε, όταν τους ξαναδούμε στη χώρα μας, να μοιράσουν πιο ισορροπημένα τις φοβερές τους στιγμές.

{youtube}obKV0aqiuVo{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured