Ανέκαθεν υπήρχε μία κατηγορία καλλιτεχνών, τα μέλη της οποίας (για λόγους όχι πάντοτε κοινούς ή εύκολα εντοπίσιμους) έχουν πραγματοποιήσει στην Ελλάδα δυσανάλογα μεγάλη επιτυχία σε σχέση με τη θέση τους στο παγκόσμιο στερέωμα, όπως λ.χ οι Ανατολικογερμανοί City, οι Tuxedomoon ή ακόμη και οι Scorpions (κατά κάποιον τρόπο). Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της συνομοταξίας αποτελούν και οι Pavlov's Dog, οι οποίοι έχουν αγαπηθεί από αρκετά μεγάλη μερίδα του ελληνικού κοινού, έτσι ώστε ένα live τους –40 και βάλε χρόνια μετά την επιτυχία που συνάντησε το διαχρονικό χιτάκι τους “Julia”, αλλά και το γκελ που έκαναν τα δύο πρώτα τους άλμπουμ στο ροκ ακροατήριο των 1970s– να αποτελεί αξιοπρόσεχτο γεγονός για το συναυλιακό ημερολόγιο της πόλης.

Pavlovsdog_2.JPG

Η σύνθεση του κόσμου που σχεδόν γέμισε το φιλικό και ζεστό (όχι στη θερμοκρασία, καθώς ο κλιματισμός λειτουργούσε άψογα) Κύτταρο, αντανακλούσε ακριβώς τα προαναφερθέντα στοιχεία: ήταν δηλαδή από την αρχή εμφανές πως, όσοι επέλεξαν να παραβρεθούν, γνώριζαν ακριβώς τον λόγο για τον οποίον ήρθαν, αλλά και το τι ήθελαν να προλάβουν από την επερχόμενη εμπειρία. Έβλεπες λοιπόν τους κάποτε 20άρηδες των mid-1970s και νυν γερόλυκους μαζί με ζευγαράκια στα δεύτερά τους -άντα να τραγουδάνε και να γνωρίζουν απ' έξω και ανακατωτά τα τραγούδια των δύο πρώτων κυκλοφοριών του 7μελούς σχήματος, τα οποία κατέλαβαν τη μισή setlist. Αντίθετα και αναμενόμενα, το κοινό φάνηκε πιο απαθές σε οτιδήποτε μεταγενέστερο παρουσίασαν οι Pavlov's Dog, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του David Surkamp (εμβληματικού ηγέτη και μοναδικού εναπομένοντος μέλους της αρχικής σύνθεσης) να δώσει μία βιωματική, αφηγηματική χροιά σε αυτά τα κομμάτια, προλογίζοντάς τα ώστε να τους προσδώσει έναν επιπλέον λόγο για να ασχοληθείς μαζί τους.

Pavlovsdog_3.JPG

Η μπάντα βγήκε λιτά και απέριττα στη σκηνή γύρω στις 22:00 και μπήκε κατευθείαν στο ψητό, αφού μετά το πρώτο αναγνωριστικό κομμάτι (που ο κόσμος υποδέχθηκε θερμά, κι ας ήταν από τα πιο φρέσκα και άγνωστα της δισκογραφίας τους), εκτέλεσε αξιοπρεπέστατα δύο από τα πιο σπουδαία τραγούδια της χρυσής τους εποχής: ο λόγος φυσικά για τα “Late November” και “Fast Gun”. Από τις πρώτες στιγμές της βραδιάς έγινε φανερό ότι το ηχητικό αποτέλεσμα στηριζόταν κυρίως στην εξαιρετική (τεχνικά μα και ενεργειακά) βιολίστρια Abbie Hainz Steiling, όπως και στη low profile αλλά δεξιοτεχνικά επαρκέστατη κιθαρίστρια από το Tenessee, Amanda McCoy. Φυσικά, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρισκόταν ο 64χρονος (από χθες!) Surkamp, παρόλο που ο χρόνος δεν έχει φερθεί με τον πιο ευγενικό τρόπο στην κάποτε ιδιόρρυθμη και σήμα κατατεθέν φωνή του. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, πέρα από την κατά τον νόμο τυπική απαγόρευση του καπνίσματος, έγινε ιδιαίτερη παράκληση των διοργανωτών για το θέμα, ώστε να μην επιβαρυνθεί παραπάνω.

Pavlovsdog_4.JPG

Γενικά η συναυλία θα μπορούσε να παρομοιαστεί με ένα rollercoaster έντασης και ανταπόκρισης του κοινού, στα ψηλότερα σημεία του οποίου συναντούσες τις πιο αναγνωρίσιμες και λατρεμένες συνθέσεις των Pavlov's Dog (“Preludin”, “Standing Here With You”, “Try To Hang On”), ενώ στα χαμηλότερα εκείνες που μάλλον έχουν περάσει απαρατήρητες από το μεγαλύτερο μέρος όσων μαζεύτηκαν το Σάββατο στο Κύτταρο. Το μουσικό εύρος απόδοσης όλων αυτών των τραγουδιών ήταν ιδιαίτερα μεγάλο, με τη μπάντα να υιοθετεί από hard rock και proggresive προσέγγιση μέχρι και τζαζ φιλοσοφία, κυρίως όταν πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν το βιολί και τα πλήκτρα.

Ανάμεσα στα λιγότερο γνωστά κομμάτια που ακούσαμε, ξεχώρισαν η ακυκλοφόρητη σύνθεση “Canadian Rain” (με το φοβερό σόλο του μπασίστα), το rock 'n' roll παλαιάς σχολής “Walk Away” (γραμμένο από την εποχή που ο Surkamp ηχογραφούσε με τον Iain Matthews των Fairport Convention ως Hi-Fi), τα country λογικής “One Of These Days” και “Wrong”, το αφιερωμένο σε δύο αποθανόντα αρχικά μέλη “We All Die Alone”, καθώς και η μπαλάντα “I Don’t Do So Good Without You”, που γράφτηκε για τη σύζυγο του Surkamp και μέλος του συγκροτήματος Sarah –η οποία και το ερμήνευσε, χωρίς όμως να σαγηνεύσει.

Pavlovsdog_5.jpg

Πλησιάζοντας προς το φινάλε της νοσταλγικής βραδιάς, το γκρουπ κλιμάκωσε τη συναισθηματική ένταση, παραδίδοντας ψυχωμένα τέσσερις από τις πιο ισχυρές του δημιουργίες: το “Episode”, με τη γλυκόπικρη εισαγωγή του Surkamp «ήμουν 17 όταν το έγραψα και τώρα κλείνω τα 64», το δεξιοτεχνικά εκτελεσμένο “Did You See Him Cry” –το οποίο σημειωτέον η μπάντα το εκτελεί για πρώτη φορά live, 40 χρόνια μετά τη σύνθεσή του– το οργασμικό “Song Dance” στο οποίο έγινε πραγματικός χαμός και τέλος το “Valkerie”, που βρήκε το κοινό να ταυτίζεται με το κεντρικό του μήνυμα και σε ομαδικό sing-along να επαναλαμβάνει με πάθος «bring back the good old days». Αναπολώντας προφανώς τις γλυκές, καλές μέρες των δικών του νιάτων και μίας διαφορετικής καθημερινότητας, που σήμερα αγνοείται.

Pavlovsdog_6.JPG

Το encore ξεκίνησε με τον Surkamp να βρίσκεται μοναχός στη σκηνή με την ακουστική του κιθάρα, ανοίγοντας διάλογο με το ακροατήριο για τις υπογραφές που είχε πάνω της –εν τέλει μάθαμε πως ανήκουν στον εμβληματικό κιθαρίστα Steven Lee Cropper των Booker T. & The M.G.’s, ο οποίος είναι συμπατριώτης του Surkamp (από το Μιζούρι) και στον συνθέτη/στιχουργό των Procol Harum, Keith Reid. Aυτό ήταν και το έναυσμα για να παίξει, εκτός της προγραμματισμένης ροής, ένα μέρος του θρυλικού "A Whiter Shade Of Pale", ανατριχιάζοντας το κοινό. To συναυλιακό γεγονός έκλεισε δυναμικά με την υπόλοιπη μπάντα να επιστρέφει κι εκείνη επί σκηνής, παίζοντας αρχικά το "Subway Sue" (που ζητήθηκε έντονα) και βέβαια το “Julia”. Το οποίο όμως δίχασε τον κόσμο, τόσο για την επιλογή του ως κλείσιμο του live (κλισέ), όσο και για την αισθητά απομαγευμένη ζωντανή του αποτύπωση, κυρίως λόγω της αλλοιωμένης φωνής του Surkamp, που αδυνατούσε να τη χρωματίσει πιο θηλυκά. 

Η αίσθηση λοιπόν που άφησε αυτή η βουτιά σε μία αθωότερη εποχή, ήταν πως μία ομάδα καλών μουσικών εκτέλεσε επαγγελματικά, τίμια και με μπόλικο συναίσθημα ένα σύνολο γνωστών και μη κομματιών, μπροστά σε ένα αφοσιωμένο και συνειδητοποιημένο κοινό. Τελικά όλοι, μουσικοί και θεατές, έφυγαν γεμάτοι και ικανοποιημένοι, χωρίς κανείς από τους τελευταίους να νιώσει εξαπατημένος από κάποιους ακόμη δεινόσαυρους, που ήρθαν για αρπαχτή της μίας βραδιάς.

{youtube}XrA64hFQ3M0{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured