Για τη 2η μέρα του φετινού Borderline, η Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών φιλοξένησε έναν ορμαθό καλλιτεχνών που παρουσιάζουν το τώρα της πειραματικής μουσικής. Η βραδιά βρέθηκε να περπατά όλο το φάσμα της στερεοτυπικά ανορθόδοξης παραγωγής –από τα ηλεκτρονικά μέσα, μέχρι την απόλυτη οργανικότητα της ανθρώπινης φωνής. Το δε διεθνές ρόστερ της δεν ξένισε καθόλου, μιας και η τέχνη που κοινωνεί ο κάθε συντελεστής μιλά σε ένα βαθύτερο πλέγμα συνείδησης από αυτό της καταγωγής και των αναφορών της. Είναι μουσική, δηλαδή, που αναφέρεται στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης. Οπότε, σαν τέτοια, μπορεί να φωλιάσει μέσα σε κάθε ακροατή, ανεξαρτήτως background.

Bordr_2.jpg

Αυτό βέβαια αντικατοπτρίστηκε και στο κοινό της βραδιάς, που ήταν πιο διεθνές κι από συνέλευση του ΟΗΕ, με ελάχιστες παρουσίες Ελλήνων. Πράγμα όχι παράξενο μα σίγουρα αποκαρδιωτικό, μιας και η τέχνη που μοιράστηκαν μαζί μας οι καλλιτέχνες δεν αποτελεί μορφή διασκέδασης, αλλά εκπαίδευσης. Για να επιζήσεις λοιπόν μιας τέτοιας βραδιάς, επιβάλλεται να έρθεις με τα αυτιά ανοιχτά και με το μυαλό να ζυγιάζεται μεταξύ εγρήγορσης και νήδυμου· κάτι για το οποίο το ελληνικό κοινό ομολογουμένως δεν φημίζεται.

Bordr_3.jpg

Bordr_4.jpg

Πρώτη στη μικρή σκηνή της Στέγης εμφανίστηκε η Αιθιοπο-Σουηδή βοκαλίστρια Sofia Jernberg, αντιπροσωπεύοντας την πλήρως οργανική άκρη του φάσματος. Χρησιμοποιώντας και αντιμετωπίζοντας τη φωνή της σαν όργανο, η Jernberg επιδόθηκε σε ζωώδεις ολογυγμούς και ουριασμούς, συρίσματα, βόμβους και κρότους. Δανειζόμενη στοιχείων από τεχνικές όπως το overtone singing, εξέπληξε με τον άριστο έλεγχο στον αέρα. Εν μέσω δε γρήγορων αλλαγών σε ύφος και συχνότητα, δεν έπαψε στιγμή να ελίσσεται μεταξύ μακροσκελών εκπνοών, παράγοντας διαδοχές από κελαρύσματα, γουργουρητά, συριγμούς και τριξίματα. Αν και η σωρεία αυτών των ήχων θα ήταν αρκετή για να γεμίσει τα 35 λεπτά της performance της, η Jernberg ενσωμάτωσε στο act της όχι μόνο το φωνητικό της φάσμα, αλλά και τα επιμέρους σωματικά στοιχεία παραγωγής ήχου –όπως τα μάγουλα, τα χείλη, τη γλώσσα, αλλά και τα δόντια της. Το μέχρι τότε ολιγάριθμο κοινό επεφύλασσε θερμή ανταπόκριση στο χειροκρότημά του.

Bordr_5.jpg

Bordr_6.jpg

Τη σκυτάλη πήρε ο Αμερικάνος Robert Beatty, ή αλλιώς Three Legged Race, ο οποίος σέρβιρε τον μινιμαλιστικό, κλειστοφοβικό του ψηφιακό ήχο με συνοδεία ψυχεδελικών animation, τα οποία καθρέφτιζαν τις υψές και τις πολυεπίπεδες (αν και απλές) δομές της μουσικής. Κατά κύριο λόγο, ο Beatty λειτούργησε σε δύο ηχητικούς αξονες, με τον πρώτο να κρατάει ένα ελάχιστα μεταβαλλόμενο μακρόσυρτο ίσο και τον δεύτερο να αποτελεί τον ψηφιακό αντίποδα, που διάνθιζε το ηχητικό σύνολο με κλασματικά bleeps και clicks. Όσο αναπτυσσόταν η σκέψη του Αμερικάνου, η προβολή του animation ξεδιπλωνόταν σαν ένα ψευδο-τριεπίπεδο θέαμα, με τη μουσική να ακολουθεί το νωχελικό πρόσταγμα των εικόνων. Το set τελικά έληξε σε επιθετικότερη νότα απ’ εκείνη που θα περίμενε κανείς, με ένα ψηφιακό κρεσέντο. Μεταξύ αυτού του set και του επόμενου μεσολάβησε performance της Stine Janvin Motland, που συνδύασε τη δωρική σωματικότητα με την ομιλία (βλέπε κεντρική φωτογραφία).

Bordr_7.jpg

Bordr_8.jpg

Τελευταία σε σειρά ήρθε η Jana Winderen, η οποία προσπάθησε να αναπαράγει, να ανακατασκευάσει και να αποδώσει τους ήχους που φαντάζεται πως δημιουργεί ή συναντά το πλαγκτόν καθώς ταξιδεύει στον Βορρά. Ονομάζοντας την προσπάθειά της αυτή The Wanderer, η Νορβηγίδα όντως αναπαρήγαγε συχνότητες υγρές, μακρόσυρτες και νωθρές, συρμένες θαρρείς από τα βάθη των βόρειων θαλασσών. Οι οργανικοί ήχοι τεντώνονταν νωχελικά και υπόκωφα, διανθισμένοι με απόκοσμα μουρμουρητά και θροΐσματα. Οι ψυχρές, κρυσταλλωμένες δομές της Winderen (πόσο χειμωνιάτικα ηχεί το ίδιο το επίθετό της!) ακολουθούσαν πετυχημένα τη λογική του παγετού, με τις αργές, απρόθυμες μεταβολές τους. Το τέλος της βραδιάς ήρθε με τη θερμότατη ανταπόκριση της (πλέον) γεμάτης Στέγης.

{youtube}JBhv4DgVpPw{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured