Η τελευταία Hellfest μέρα σημείωσε τις λιγότερες απώλειες, μιας και η επιμέλεια της προσωπικής μας υγιεινής στοίχησε μεμονωμένα την εμφάνιση των Nidingr. Το γρασίδι που πλαισίωνε το μεγαλύτερο κομμάτι του φεστιβαλικού χώρου υποβοηθούσε άριστα την εξάλειψη της σκόνης, έτσι ώστε ο βραδινός ύπνος να μοιάζει ξεκούραστος και το πρωινό εγερτήριο αρκούντως εφικτό. Οι τελευταίες μας ώρες στο camping μετρούσαν άλλωστε αντίστροφα, μιας και το τρένο μας από τη Nantes για το αεροδρόμιο του Παρισιού αναχωρούσε τα χαράματα της επόμενης μέρας. 

Hellfest15-3_2.jpg

Το βάρος της έναρξης του προγράμματος έπεσε στους Σουηδούς death metallers Tribulation, τους οποίους τυγχάνει να παρακολουθώ από τις πρώτες Repugnant-infused μέρες τους. Η λύσσα των πρώιμων έργων άφησε βέβαια τη θέση της σε προοδευτικές κατευθύνσεις καθ' οδόν, αλλά και σε πιο ατμοσφαιρικά rock πρότυπα, που ξένισαν κατά τίνι τρόπω σημαντική μερίδα του κοινού τους. Προσωπικά, αποδέχομαι την πορεία τους μέχρι και το άφθαστο The Formulas Οf Death, το οποίο αποτελεί ένα 1970s prog-death διαμάντι. Η σκηνική παρουσία, ωστόσο, παραμένει ηγετική ανεξαρτήτως προσωπικών προτιμήσεων –έστω κι αν ο Jonathan Hultén κινείται λες και συμμετέχει σε μια αμιγώς glam rock μπάντα.

Hellfest15-3_3.jpg

 Συνέχεια με τους The Great Old Ones, για να διαπιστώσουμε πως ο κανόνας της άφθαρτης γαλλικής ποιότητας επιβεβαιώνεται σε κάθε μαυρομεταλλική της έκφανση. Με το εξαιρετικό, περσινό Tekeli-li στις αποσκευές τους, παρουσίασαν ένα set στο οποίο βιώσαμε ορμητικές ατμόσφαιρες, υποβοηθούμενες άρτια από την εξαιρετική σκηνική τους παρουσία. Αντιλαμβάνομαι βέβαια πως το post-black metal τους θα φάνταζε παράταιρο σε σχέση με τις υπόλοιπες black metal επιλογές του billing. Έμοιαζε όμως τραγικά αδύνατον να αφήσουν ασυγκίνητο ακόμα και τον πιο δυσπρόσιτο ακροατή, ελέω του διαυγούς βάθους της ζωντανής μετάδοσής του.

Hellfest15-3_4.jpg

Ο Marco Aro ανέκαθεν ήταν συμπαθέστατη φυσιογνωμία, έστω κι αν είναι ο Peter Dolving που εδραίωσε το ιδιάζoν στίγμα των Haunted. Αντικειμενικά, όμως, αποτελούν ανώτερη μπάντα σε συναυλιακή απόδοση στην τωρινή τους μορφή, γιατί οι ιδιαιτερότητες του Dolving υπολείπονται αρκετά από την πυγμή που απαιτεί το μελωδικό thrash/death ύφος το οποίο εκλύουν. Ο αγαπητός Aro προσέδωσε χαρακτήρα αρκετά συμβατό, ώστε να κερδίσει πίσω πολλούς πρώιμους οπαδούς –μεταξύ τους τυγχάνει να συγκαταλέγεται και ο υποφαινόμενος. Μήπως δεν είναι χαρακτηριστικό ότι η πρώτη μου κίνηση μόλις έφθασα στο σπίτι ήταν να ακούσω το "Downward Spiral", που είχα λησμονημένο βαθιά; Έστω κι αν δεν το έπαιξαν ζωντανά, τη δεδομένη στιγμή προσποιήθηκα πως το είχα ακούσει...

Στην πορεία ο χρόνος μας μοιράστηκε ανάμεσα στους Dark Tranquility και τους Ne Obliviscaris, τηρώντας τη διαφορετικότητα ανάμεσα στις προσχεδιασμένες δομές τους. Ο Mikael Stanne, από την πλευρά του, αποτέλεσε τον καταλύτη των Σουηδών, αποδεικνύοντας κραταιά πως συγκαταλέγεται στους χαρισματικότερους frontmen. Οι δομές των Dark Tranquility είναι άλλωστε τέτοιες, ώστε στηρίζονται σε καλογραμμένα riffs, πιασάρικες μελωδικές γραμμές, αλλά και στην άριστη επικοινωνία, με στόχο τoν παλμό που σταδιακά μεγεθύνουν.

Hellfest15-3_5.jpeg

Οι Αυστραλοί Ne Obleviscaris στηρίχθηκαν στο σύνολο, αποσπώντας την προσοχή μου χάριν του άρτιου εκτελεστικού τους ταλέντου. Η αλήθεια είναι πως επέλεξα να τους παρακολουθήσω από αγνή περιέργεια, μιας και αποτελούν ένα καθ' όλα ανερχόμενο όνομα· αλλά ο τρόπος με τον οποίον το βιολί συναντούσε τα ακραία metal στοιχεία, φάνταζε άκρως συναρπαστικός. Η τραγουδοποιία τους αποκάλυπτε επίσης υπολογίσιμο βάθος στη σύνθεση, τέτοιο που η σκηνική τους περσόνα καταλήγει εντυπωσιακή όταν κάθε νότα εκτελείται σε ανατριχιαστική εντέλεια.

Hellfest15-3_6.jpg

Ενόσω τα διαφορετικά πρόσωπα του μελωδικού death metal συναγωνίζονταν, οι Αμερικανοί Russian Circles έκλεβαν τη παράσταση στο Valley αποδίδοντας με αποστομωτική εντέλεια το άφθαστο, instrumental post-rock τους. Μιας όμως και ο υδράργυρος είχε αρχίσει να ανεβαίνει, δεν κρύβω πως το ξηρό γρασίδι παρείχε την ιδανική στρώση προς χαλάρωση, ενόσω οι ξεχωριστές τους ατμόσφαιρες μας ταξίδευαν στους εκάστοτε δισκογραφικούς τους σταθμούς. Το επόμενο δεκάλεπτο –γιατί έτσι φάνηκε στις εντυπώσεις μου– αποτέλεσε το πιο ψυχεδελικό τριπάρισμα, τέτοιο που σπάνια συναντάς ακόμα και στις αρτιότερες μπάντες του ιδιώματος.

Η όποια επαφή μου με την περίπτωση των Carach Angren παραμένει επιδερμική, μιας και το ύφος τους μετρά χιλιομετρική διαφορά από τις προσωπικές μου προτιμήσεις. Όντας όμως όνομα ανερχόμενο και με χαρακτηριστικά ιδιόμορφα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τη δυναμική με την οποία υποστήριξαν ζωντανά τη θεατρική ιδιαιτερότητα του στούντιο υλικού τους. Έστω κι αν το συμφωνικό black metal τους παραείναι καρναβαλικό (για να το θέσουμε λαϊκά), η περιρρέουσα αισθητική κατέληγε αρεστά ισοσταθμισμένη, χάρη στις σκελετωμένες, horror punk μορφές τους. Προσθέστε σε αυτά τις καλοπροβαρισμένες εκτελέσεις, αλλά και τις ικανοποιητικές αντιδράσεις από πλευράς κοινού, και θα έχετε πλήρη εικόνα μιας ομολογουμένως εξαιρετικής εμφάνισης.

Hellfest15-3_7.jpg

Το έτερο μέλος του team των ανταποκριτών επέλεξε εντωμεταξύ να παραμείνει στο Valley για την εμφάνιση των sludge γεωργών Weedeater. Βλέποντας για πρώτη φορά το τριμελές σχήμα, διαπίστωσα πως αποτελούν μια ξεκάθαρα live μπάντα –σε βαθμό που δύναται να πυροδοτήσει τις πιο ξέφρενες αντιδράσεις. Ο νέος τους ντράμερ Travis Owen έμενε στα πλάγια, επιδιδόμενος με μανία στα τύμπανά του, ενόσω ο Shep φάνταζε το πιο cool μέλος επί σκηνής, αποδίδοντας διαρκώς τις δυσθεώρητες sludge riffάρες του. Ο παλαβός Dixie, βέβαια, θα μπορούσε από μόνος του να κλέψει την παράσταση, έτσι όπως χοροπηδούσε παρέα με το μπάσο του, αποτυπώνοντας τις εκφραστικές γκριμάτσες που σταθερά τον χαρακτηρίζουν. Βάλτος, groovy μπασογραμμές και γρέζι στη φωνή υπήρξαν τα στοιχεία μιας απολαυστικής εμφάνισης· σε σημείο να μετανιώνω που δεν είχα παρευρεθεί στην πρόσφατη επίσκεψή τους στην Αθήνα.

Το κομμάτι αναφορικά με την εμφάνιση των Σουηδών The Crown περιλαμβάνει κοσμογονικές εκπλήξεις. Κατ' αρχήν, να ξεκαθαρίσουμε πως το σχιζοφρενικό drumming του Janne Saarenpää δεν έλειψε, μιας και ο Henrik Axelsson αποτελεί άξιο session αντικαταστάτη. Δεδομένα, απογοητευτήκαμε ελαφρώς από τη φυγή του Marcus Sunesson, αλλά ο Robin Sörqvist φαίνεται να έχει ταλέντο αρκετό για να ταιριάξει στα βαριά του παπούτσια. Ούτως ή άλλως, ο αρχηγός της μπάντας είναι ο μπασίστας Magnus Olsfelt, μιας και αποτελεί τον βασικό της συνθέτη, με τους Marko Tervonen και Johan Lindstrand να έρχονται σε δεύτερο ρόλο συμπλήρωσης του κλασικού τους line-up.

Hellfest15-3_8.jpg

Θα μου πείτε, πώς δύναται η φωνή του Lindstrand να έρχεται σε δεύτερη μοίρα; Αφενός, οι Crown βρήκαν τον ιδανικό αντικαταστάτη στη μορφή του Jonas Stålhammar, αφετέρου οι φωνητικές του δυνατότητες (τα τελευταία πολλά χρόνια) είναι καταβεβλημένες, σε σημείο ώστε αδυνατεί να αποδώσει το ίδιο εύρος φωνητικών. Θέλετε όμως να πρόσεχε τον εαυτό του το τελευταίο διάστημα ή απλά να προετοιμάστηκε για μια σύντομη σε διάρκεια setlist; Από το ξεκίνημα με το εμβληματικό "Deathexplosion", η φωνή κατάπινε όλη αυτό το σκοτάδι που περικλείει τους Σουηδούς, αναδεικνύοντας μια απόδοση καθ' όλα πιστή στον στούντιο χαρακτήρα τους. 

Η setlist από εκεί και έπειτα περιείχε μόνο απίστευτες επιλογές: "Under Τhe Whip", "At Τhe End", "Total Satan", "Zombiefied!" και το καλύτερο κομμάτι τους, δηλαδή το "Rebel Angel" –το οποίο και μας πήρε τα κεφάλια, μιας και σπάνια επιλέγεται για ζωντανές αποδόσεις. Ως μοναδικό ψεγάδι, σημειώστε την προσθήκη ενός αχρείαστου τραγουδιού από τον περιττό νέο τους δίσκο, όπως και το ότι θα μπορούσαν να συμπεριλάβουν πολλές καλύτερες συνθέσεις στη θέση του (όπως τα "The Poison" και "1999 - Revolution 666").

Hellfest15-3_9.jpg

Στη συνέχεια πήραμε μια τζούρα από Exodus, ό,τι προλάβαμε δηλαδή έπειτα από την ισοπεδωτική εμφάνιση των Crown. Η επιστροφή του Steve "Zetro" Souza προσέδωσε αέρα νέας δυναμικής στη μπάντα, αντικαθιστώντας τον άδοξα παραγνωρισμένο Rob Dukes, ακριβώς 10 έτη έπειτα από τη δεύτερη αποχώρησή του. Εν συγκρίσει με τη δεύτερη επίσκεψή τους στην Ελλάδα (και τη βιντεοσκοπημένη εκείνη συναυλία στο Ρόδον), ο "Zetro" ήταν σαφώς πιο κεφάτος, με περισσότερη ενέργεια επί σκηνής, αλλά και με φωνή εμφανώς καταβεβλημένη. Αναγνωρίζουμε ασφαλώς την υπερβατική του προσπάθεια μέχρι τέλους, αλλά αυτό δεν αναιρεί πως το μεταξύ τους reunion ήταν απαραίτητο να συμβεί αρκετά φεγγάρια πίσω.

Hellfest15-3_10.jpg

Η συνέχεια με τους Grave Pleasures (πρώην Beastmilk) ενδεχομένως να άφησε γεύση ίδια με την προηγούμενη περσόνα τους, μιας και η προσωπικότητα του Johann "Goatspeed" Snell δύναται να καλυφθεί κατάλληλα στις ζωντανές τους αποδόσεις. Προσωπικά, θεωρώ πως οι Grave Pleasures εντυπώνονται καλύτεροι ζωντανά, για το λόγο πως προτιμώ τις παραγωγές τους στα 7ιντσα, αντί της εκφραστικότητας του πρώτου ολοκληρωμένου τους δίσκου. Επιφυλάσσομαι, βέβαια, μιας και η νέα τους δουλειά βρίσκεται προ των πυλών, χωρίς να έχω ακούσει νότα από το αποτέλεσμα. Όπως και να 'χει, ευελπιστώ να ακολουθήσουν μια πιο εσωστρεφή οδό, καθ' όλα συγγενή στα πρώτα τους δημιουργικά βήματα.

Hellfest15-3_11.jpg

Η μάχη ανάμεσα στους Eyehategod και Nuclear Assault απεδείχθη αιματηρή, με τη μάζα να έχει διασπαστεί σε δύο στρατόπεδα, μιας και οι περιοδείες των δεύτερων αποτελούν φαινόμενο σπάνιο τα τελευταία υπολογίσιμα χρόνια. Οι Eyehategod αφενός παρέδωσαν σήψη σε πανομοιότυπα, ισοπεδωτικά στάνταρ, ενόσω οι Nuclear Assault εκτελούσαν τα πάντα στην εντέλεια, κρατώντας ψηλά το λάβαρο του 1980s thrash metal. Υπό άλλες συνθήκες, θα έγραφα πολύ πιο εμφατικούς διθυράμβους, αλλά έπειτα από τέσσερεις φετινές εμφανίσεις των Eyhategod σε διάφορα μέρη ανά την Ευρώπη δεν έχω να γράψω κάτι το πολύ διαφορετικό. Οι δε Nuclear Assault με απογοήτευσαν ελαφρώς, ελέω της πρόωρης λήξης του σετ τους, που άφησε πολύ λαό στις τάξεις τους χαρακτηριστικά απορημένο. 

Hellfest15-3_12.jpg

Καθώς αναζητούσαμε τα μέλη της παρέας, αναγκαστήκαμε να παρακολουθήσουμε και δύο τραγούδια των Alestorm, για τα οποία θα μιλήσω υποκειμενικά: δεν έχω δει έως σήμερα κάτι πιο αισχρό σε ολόκληρη τη ζωή μου. Για αρχή, εμφανίστηκε ένας τύπος ντυμένος ...πειρατής, κάτι σαν τον φτωχό συγγενή του Jack Sparrow, ένα πράγμα. Έπειτα, παρατηρήσαμε πως φόραγε φούστα και μάλιστα μακριά φούστα, υποτίθεται βέβαια ότι ήταν κιλτ. Κι εκεί που νόμιζες ότι το σκηνικό είχε ήδη γίνει αρκετά περίεργο, άρχισε να παίζει ένα guitar/synth o-Θεός-να-το-κάνει-όργανο, μπροστά στο οποίο τα Ζουζούνια μοιάζουν σκληρό industrial grind. Και έπειτα ανέβηκαν κι οι υπόλοιποι επί σκηνής και άρχισαν να παίζουν το πιο χαζοχαρούμενο πράγμα που έχετε ακούσει ποτέ στη ζωή σας. Ειλικρινά, θέλετε να συνεχίσω;

Προσπαθώντας να συνέλθουμε από το δυσάρεστο σοκ, πήραμε από ένα πιάτο με ρύζι και κατευθυνθήκαμε προς τους Cavalera Conspiracy, οι οποίοι ήδη σφυροκοπούσαν το main stage. Η αλήθεια είναι πως δεν είχα και πολύ διάθεση να τους παρακολουθήσω, μιας και οι τελευταίες εμφανίσεις του Max είχαν μια αίσθηση συνταξιοδοτική: έμοιαζε καταπονημένος, σε σημείο πλήρους εξάντλησης. Απορρίπτοντας όμως μερικώς το σύνδρομο Βασίλη Πακακωνσταντίνου για αυτή τη φορά («έλα, πάμε, χέρια ψηλά, κιθάρα διακοσμητική»), αλλά και υιοθετώντας ισχυρότερη thrash προσέγγιση, απέδωσε το υλικό τους με εμφανώς αξιοπρεπέστερο τρόπο. Όταν δε έκαναν την εμφάνισή τους τα "Beneath Τhe Remains", "Desperate Cry" και "Dead Embryonic Cells", ένας μικρός κρατήρας άνοιξε στο επίκεντρο της αρένας.

Hellfest15-3_13.jpeg

Οι Life Of Agony αποτελούν υπεραγαπημένο συγκρότημα, το οποίο και περίμενα αναρίθμητα έτη να παρακολουθήσω. Δεν σας κρύβω όμως πως η εγχείρηση αλλαγής φύλου του Keith Caputo προσέδιδε μια αίσθηση περίεργη, η οποία ξεπεράστηκε πάντως ταχύτατα από την κολοσσιαία απόδοσή τους. Setlist άλλωστε με "Weeds" και "Through And Through" στα καπάκια σχεδόν, τη στιγμή που το βάρος πέφτει στο επικυρίαρχο ντεμπούτο, είναι πράγματα που δεν βλέπεις εύκολα να συμβαίνουν. Δεδομένης και της άφθαρτης ενέργειας των μελών, δεν νομίζω πως θα ζητούσα περισσότερα –ίσως μόνο να έπαιζαν και το "Let's Pretend", μιας και αποτελεί το καλύτερο τραγούδι του Ugly.

Το ότι οι Samael επρόκειτο να παρουσιάσουν ζωντανά το Ceremony Οf Τhe Opposites στην ολότητά του, δεν το γνωρίζαμε. Αυτό είναι και το καλύτερο με τις συναυλιακές εκπλήξεις, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η νοοτροπία «παίζουμε τον τάδε γνωστό δίσκο μας» έχει αρχίσει να φθείρεται ανεπανόρθωτα. Εκεί λοιπόν που σκάνε οι κιθάρες του "Celebration Οf Τhe Fourth", νιώθεις να ανασύρονται οι πιο σκοτεινές μνήμες από τα έγκατα των mid-1990s, την εποχή που μόνο οι Samael μπορούσαν να μετουσιώσουν το ελληνικό riffing των αρχέγονων Rotting Christ. Αν συνυπολογίσουμε και τον κρυστάλλινο ήχο και το ότι η μπάντα βρίσκεται σε top συναυλιακή φόρμα, αντιλαμβάνεστε πως φτάσαμε σύντομα σε σημείο ατέρμονου παραμιλητού. 

Hellfest15-3_14.jpeg

Οι Limp Bizkit θα μπορούσαν να ανήκουν στα highlights του φετινού Hellfest, αν δεν δαπανούσαν τόσο πολύ χρόνο ανάμεσα στα κομμάτια. Αντιλαμβάνομαι τη διάθεσή τους για jamming και για τη δημιουργία ενός χαλαρού κλίματος επί σκηνής, αλλά η αίσθηση της υπερβολής μπορεί κάλλιστα να πλήξει τη ροή μιας εμφάνισης, επιφέροντας αρκετά ανεπιθύμητα σκαμπανεβάσματα. Τουλάχιστον, όση ώρα έπαιζαν στάθηκαν άκρως απολαυστικοί, με επιλογές γεμάτες από κλασικά hit-singles. Ανάμεσα πάντως στα "My Generation" και "Rollin' (Air Raid Vehicle)", θα επιλέξω το προσωπικά αγαπημένο μου "Re-Arranged" ως απόλυτο highlight, όπως και την εξαίρετη διασκευή στο "Killing Ιn Τhe Name" των Rage Against The Machine.

Hellfest15-3_15.jpeg

Συνέχεια με τους Saint Vitus και τον τιτάνα Scott Reagers, έστω κι αν περιμέναμε τον Scott "Wino" Weinrich να τον συντροφεύσει. Ούτε που ξέραμε πως τον έπιασαν «φορτωμένο» κάπου στη Νορβηγία, με τα επακόλουθα νομικά προβλήματα, μιας και η αρχική ανακοίνωση ανέφερε πως θα περιόδευε το καλοκαίρι κανονικά με τους Vitus. Από την άλλη, κάθε εμπόδιο είναι για καλό, επειδή κατά τίνι τρόπω απολαύσαμε περισσότερο την παρουσία του Reagers –ευκαιρία σπάνια, που δεν γνωρίζουμε πότε και αν πρόκειται γενικά να επαναληφθεί. Το ότι επικεντρώθηκαν στο ομώνυμο ντεμπούτο, τη στιγμή που το "Born Too Late" έμοιαζε να μας αποχαιρετά, είναι κάτι που κάθε φίλος του παραδοσιακού doom θα επιθυμούσε να βιώσει. Πόσο μάλλον όταν ο Reagers εξακολουθεί να εντυπώνεται ακμαίος, διατηρώντας ανέπαφη την κραταιή του metal παραδοχή.

Hellfest15-3_16.jpeg

Οι In Flames αποτελούν φαινόμενο μοναδικό στα συναυλιακά δρώμενα. Οκτώ έτη έπειτα από την απίστευτη εμφάνισή τους στο Clayman, έμελλε να τους πετύχω ξανά στο Hellfest 2008, κατά την περιοδεία για το –ευρύτερα κατακριτέο– A Sense Οf Purpose. Αναλογιζόμενος λοιπόν τα υπερβατικά επίπεδα που άγγιξαν με ρουκέτες, φωτιές και έναν Anders Fridén να δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας, θα θεωρούσε κανείς πως θα ήταν δύσκολο να επαναληφθεί το ίδιο μέγεθος επιτυχίας, από μια σύνθεση σαφώς αποδεκατισμένη. Και όμως, η φυγή του Jesper Strömblad από την κιθαριστική επίθεση άφησε κενό στον συνθετικό τομέα, γιατί ο Fridén έδειχνε πως δεν πέρασε ούτε μέρα από τις ένδοξες συναυλιακές τους αποδόσεις. Ο ζωτικός παλμός των In Flames είναι παρών όσο ποτέ, σε σημείο που μοιάζει κραταιά ισχυρός, ιδιαίτερα στις φάσεις που ο ίδιος ο Fridén βουτά ανυπολόγιστα στο κοινό, μοιράζοντας απλόχερα το μικρόφωνο.

Hellfest15-3_17.jpeg

Η πολυαναμενόμενη εμφάνιση των Korn άφησε πολύ ανάμεικτα συναισθήματα. Αν εξαιρέσουμε τη δυνατή τους setlist, η καθυστέρηση της εισόδου τους, η απότομη διακοπή του ήχου, αλλά και η απλά ικανοποιητική απόδοση μετέτρεψαν μια δυνητικά μνημειώδη εμπειρία σε μια απλά ευχάριστη συναυλία. Λακωνική η περιγραφή, το ομολογώ, αλλά οι εντυπώσεις μας κατέληγαν απερίγραπτα ανάμεικτες. Δεν καθυστερήσαμε, δηλαδή, να κατευθυνθούμε προς την κατεύθυνση των Superjoint Ritual, αφήνοντας την άνω τελεία να σημειωθεί για προφανέστατους λόγους...

Θυμάστε αυτό που είπαμε πως το Hellfest ειθίσταται να κλείνει ιδιαίτερα ονόματα από την άλλη όχθη του Ατλαντικού; Η εμφάνιση των Superjoint Ritual ήταν η μοναδική, αλλά και η πρώτη στην ιστορία τους επί ευρωπαϊκού εδάφους. Αν συνυπολογίσουμε τώρα πως ο Phil Anselmo έχει επισκεφθεί την Clisson όσες φορές και με όσα σχήματα είναι ανθρωπίνως δυνατό, δεν ήταν απρόσμενη η εξαιρετικά εύθυμη διάθεσή του, ούτε τα κοφτερά αστεία που τόνιζαν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της στιγμής.

Hellfest15-3_18.jpeg

«You're so full of shit, είμαι σίγουρος πως ποτέ δεν είχατε ακούσει Superjoint Ritual...» ανέφερε καυστικά, για να μετανοήσει στη συνέχεια: «τελικά βλέπω πολλοί στο κοινό τραγουδάτε στίχους, ευχαριστώ πολύ γι' αυτό...». Και πώς να μη συνέβαινε κάτι τέτοιο, αφότου αποφάσισαν να εστιάσουν στον πρώτο δίσκο Use Once And Destroy, με τις καταχρήσεις να αφήνουν άκρατη, ασθενική οσμή; Ξεκινώντας από άσματα του τύπου "The Alcoholik", "The Introvert" και "Drug Your Love" για να κλείσουν τον κύκλο με το ομώνυμο "Superjoint Ritual", η μία ώρα της setlist συνοδεύτηκε από ακραίο mosh, αίμα και λάσπη, αλλά και επικείμενη σήψη, η οποία έμοιαζε ολοένα, σταδιακά να προσχωρεί.

Hellfest15-3_19.jpeg

Αναχωρώντας από το Valley για να κατευθυνθούμε στο πανηγύρι των NΟFX, αντικρίσαμε μια κορδέλα να φράζει την είσοδο του Warzone. Οι εκτάκτως ακυρωθέντες Rise Against αντικαταστάθηκαν από τους προσφιλείς ska-punkηδες στο χρονοδιάγραμμα, αφήνοντας μας άναυδους, με ελάχιστες επιλογές για τη λήξη της βραδιάς. Nightwish ή In Extremo; Το δίλημμα φάνταζε ωσάν Σκύλλα ή Χάρυβδη –και δεν είναι περίεργο, έτσι, που αρκετοί κατευθύνθηκαν ευθέως για ξεκούραση στο camping.

Hellfest15-3_20.jpeg

Η διαμονή μας στην Clisson έμελλε να λήξει λοιπόν με την εμφάνιση των Nightwish, οι οποίοι αποδεδειγμένα φαντάζουν σαφώς ανώτεροι με τη Floor Jansen στα φωνητικά. Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν εκτίμησα την υπερβολή της Tarja Turunen, μιας και το οπερετικό της ύφος εντυπώνεται σχετικά υπερφίαλο, τη στιγμή που η Jansen καταλήγει γήινα ικανή να προσαρμόσει τις συνθέσεις στα δικά της μέτρα. Σχετικά με τη setlist δεν μπορώ να εκφέρω σαφή γνώμη, μιας και παρακολουθήσαμε 40 λεπτά της εμφάνισης, στα οποία αρκετό υλικό φάνταζε δύσκολο προς αναγνώριση. Έστω όμως και αν είχα να ακούσω πολλά χρόνια Nightwish, αμέσως αναγνώρισα το "Ghost Love Score", την άφθαστη ενορχήστρωση του οποίου είναι αδύνατον να μην παραδεχθεί ακόμη και η πιο επιδερμική πλευρά των ακροατών τους...

{youtube}xZfWF4PaToU{/youtube} 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured