Γύρω στη δεκάτη βραδινή, ένα βούισμα από την κιθάρα του τραγουδιστή (και κιθαρίστα προφανώς) ανέλαβε, αντί συστάσεων, να προϋπαντήσει τους Σαλονικιούς This Is Nowhere. Ταυτόχρονα και να προλογίσει με τρόπο σαφή και κατατοπιστικό αυτό που θα επακολουθούσε. Για τις επόμενες δυόμισι περίπου ώρες, η τετράδα των This Is Nowhere (αρχικά) και η τριάδα των White Hills (στη συνέχεια), θα τέσταραν αντοχές ακουστικών νευρώνων όντας αμφότεροι «οπλισμένοι» με τα ίδια όπλα –ήτοι, με κάμποσες οκάδες παραμόρφωση και με το γρέζι εκείνο που φαντάζει απαραίτητο για την πειστική απόδοση του ροκ εν ρολ κώδικα. Εντάσσεις στα κόκκινα λοιπόν κι ένα γρυλίζον ροκ από δύο συγκροτήματα τα οποία –καθένα με τον τρόπο του– άγγιξαν αρχετυπικά μοντέλα της ροκ εν ρολ ιδιοσυγκρασίας. 

Whiteh_2_This_Is_Nowhere

Τους This Is Nowhere τους γνώριζα μονάχα απ’ το περσινό 10’’ split, το οποίο κυκλοφόρησαν με τους επίσης Σαλονικιούς De Sades (με τους οποίους, ειρήσθω εν παρόδω, εκτός από μουσικούς τόπους μοιράζονται και τον κιθαρίστα). Μπάντα δεμένη, με ήχο που βαστάει μεν από χίλιες μεριές –τα ηλεκτρισμένα μπλουζ των 1970s, οι Sonic Youth, το grunge των 1990s, σύγχρονες μορφές ψυχεδελικού ροκ– αλλά διατηρεί τη λιτή συλλογιστική του· ένας τοίχος από παραμορφωμένο θόρυβο κι από μέσα ένα στιβαρό ρυθμικό κέντρο και ορισμένες έξυπνες μελωδίες, οι οποίες φτιάχνουν αρκετά ενδιαφέρουσες δομές και ακολουθίες. Ικανοί τόσο στις υψηλές στροφές, όσο και στις χαμηλές (ή ιδίως σ’ αυτές), οι This Is Nowhere πατούσαν γερά στο σανίδι, δείχνοντας επαρκή κατανόηση των δυναμικών (των μη στατικών δηλαδή) σχέσεων που επιβάλλει η λάιβ περίσταση. Κοινώς, ανάβλυζαν εκείνη την ενέργεια που το καλό ροκ εν ρολ οφείλει στον εαυτό του. Περιττό να πω ότι με το δυνατό, (σχεδόν) ωριαίο σετ υπέρ-καλύψαν τον ρόλο του «σαπόρτ» της βραδιάς.

Whiteh_3

Ο κόσμος όμως ο οποίος ήρθε Κυριακή βράδυ στο Six d.o.g.s. (το οποίο ήταν από μισογεμάτο ως σχεδόν γεμάτο), ήρθε κυρίως για τους Νεοϋορκέζους White Hills. Αυτοί εμφανίστηκαν ως τρίο στη σκηνή, με το βασικό ντούο των Dave W. (κιθάρα/φωνή) και Ego Sensation (μπάσο) να πλαισιώνεται από ντράμερ αγνώστων λοιπών στοιχείων. Και, χωρίς πολλά-πολλά, κατάφεραν από τα πρώτα λεπτά να αποδείξουν ότι το άξιζαν. Με έναν ήχο που χρωστά πολλά στο χαρντ ροκ και στις λοιπές εξελίξεις του σκληρού ήχου της δεκαετίας του 1990, αλλά και συχνές τις αναφορές στα μοτορικά πατρόν του kraut, έδωσαν ένα εξαιρετικό σόου.

Κινητήριος δύναμη βεβαίως ο λεπτοκαμωμένος Dave W., αφού από αυτόν ξεκινούσαν και σ’ αυτόν κατέληγαν όλα (στις καταλήξεις βάλτε και μπόλικα α-λα-1970s σολίδια, ευφυώς τοποθετημένα μέσα στη γενική ψυχεδέλεια). Έτερος πόλος ο ντράμερ, ο οποίος ξεχώριζε περισσότερο για τη δύναμη της ατάκας του και την εκδηλωτική κινησιολογία του, παρά για την πρωτοτυπία του στους χρονικούς διαμοιρασμούς, ενώ η Ego Sensation εκτελούσε κι εκείνη με δυναμισμό τα ρυθμικά της καθήκοντα. Είχε μπόλικο πάθος η ερμηνεία των White Hills· ήταν αναμφισβήτητα μία μπάντα που ήξερε τι ζητούσε από κάθε δεδομένη στιγμή ενός κομματιού και (το κυριότερο) ήξερε πώς να το πάρει. Ίσως κάπως υπερβολικοί σε ορισμένες εκφράσεις τους (Αμερικάνοι γαρ), ίσως και κάπως μονοδιάστατοι στον τρόπο με τον οποίον εξέλισσαν κάποια κομμάτια, πάντως με τον δυναμισμό τους σίγουρα κάλυπταν τα όποια ελαττώματά τους. Πιάστηκαν τόσο από κομμάτια του ζεστού ακόμα So You Are… So You’ll Be, όσο και από άλλα του πρόσφατου παρελθόντος, εκτελώντας τελικά ένα περίπου 80λεπτο σετ, με ελάχιστες ρωγμές.

Whiteh_4

Όταν οι ενισχυτές έκλεισαν (κάποια λεπτά μετά τα μεσάνυχτα), νομίζω πως όλοι αισθανόμασταν το ίδιο γεμάτοι ύστερα από δύο τόσο δυναμικά σετ. Χαλάλι και το επίμονο βούισμα στα αυτιά να σε ακολουθεί για το υπόλοιπο βράδυ…

{youtube}i48u4sJXkNY{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured