Θραύση έκανε, όπως λίγο-πολύ αναμενόταν, το πέρασμα του Sonisphere και των Big 4 από την Ελλάδα, μαζεύοντας στη Μαλακάσα ένα εντυπωσιακό πλήθος μεταλλάδων και φίλων του σκληρού ήχου. Για 28.000 άτομα έκανε επισήμως λόγο η διοργάνωση και τα όσα είδαμε συνηγορούν υπέρ της. Σημαντικός ο αριθμός, ακόμα πιο σημαντικό όμως είναι ότι παρακολουθήσαμε ένα εξαιρετικό φεστιβάλ, τόσο από την άποψη των βασικών σόου, όσο και από άποψη ήχου και συγκρότησης των δύο stages. Προς το τέλος ξέσπασε και βροχή, ούτε αυτή όμως δεν στάθηκε ικανή να πτοήσει το πλήθος από το να απολαύσει τους Metallica. Όπως συμφώνησαν οι παριστάμενοι στο Terra Vibe εκ μέρους του Avopolis, Νίκος Σβέρκος και Χάρης Συμβουλίδης, αποτελεί εμπειρία άλλου τύπου να ακούς το “For Whom The Bell Tolls” υπό βροχή...

Φωτογραφίες: Olga K, πλην Bullet For My Valentine (Χρήστος Κισσατζεκιάν) και Suicidal Angels

Suicidal Angels

Πέρα από τα φαντασμαγορικά φώτα της τηλεόρασης υπάρχει μια σκηνή στην Ελλάδα πολύ πιο ενεργητική από τα υπόλοιπα μπλαζέ «κινήματα». Και οι Suicidal Angels είναι η πιο τρανή απόδειξη αυτής της αλήθειας. Έχουν καταφέρει με μπόλικη δουλειά να ξεφύγουν από τα στενά όρια του εγχώριου τοπίου, έχουν γενναιόδωρο συμβόλαιο με τη Nuclear Blast και πλέον καλούνται να περιοδεύσουν στο εξωτερικό μαζί με μεγαθήρια, όπως τους Kreator και τους Exodus. Και το πιο σημαντικό: ότι δεν πρόκειται περί κάποιας δισκογραφικής φούσκας. Η εμφάνισή τους άλλωστε στο Sonisphere το επιβεβαίωσε χωρίς περιθώρια αμφιβολίας. Thrash metal υψηλών ταχυτήτων, αμόλυντο και επιθετικό προσέφεραν σε εκείνους που μέρα μεσημέρι βρέθηκαν στο Terra Vibe. Το μπόλικο υλικό από τις δυο full length δουλειές τους ζέστανε την ατμόσφαιρα και το moshing μπροστά από τη σκηνή παρέμενε αμείωτο, με τα ωραία riffs και το λυσσασμένο ρυθμικό μέρος να δίνουν κάθε φορά το έναυσμα. Η σκηνική παρουσία των Suicidal Angels αποτελεί προϊόν της σπουδαίας εμπειρίας που έχουν αποκτήσει, αλλά δεν αιθεροβατούν ούτε στέκονται απόμακροι σαν μερικούς-μερικούς, οι οποίοι βγάζουν έναν δίσκο και νομίζουν ότι έγιναν καρδινάλιοι κατά την εξέταση των γεννητικών οργάνων του νέου ποντίφικα. Ο δρόμος είναι λοιπόν ανοιχτός μπροστά τους και πρέπει να τον βαδίσουν.

Νίκος Σβέρκος

Bullet For My Valentine

Ένα μικρό σοκ έπαθαν όσοι –όπως ας πούμε εγώ– αναρωτιόνταν πόσοι πια φίλοι των Bullet For My Valentine θα έδιναν το παρών στο Terra Vibe, με δεδομένο ότι έπαιζαν νωρίς. Οι Ουαλοί διαθέτουν ευάριθμο και δικό τους κοινό, ούτε τόσο ηλικιακά περιορισμένο όσο νόμιζα, ούτε και στιλιστικά ομοιόμορφο –ταξικά μόνο ίσως, χρήζει ωστόσο μελέτης αυτό. Επί σκηνής αποδείχθηκαν επαγγελματίες και ειδικευμένοι «crowd pleasers». Ήξεραν τι ανέμενε ο κόσμος τους και του το έδωσαν, είτε ανεβάζοντας την ένταση, είτε φλερτάροντας ανοιχτά με τα emo κλισέ, οδηγώντας φράντζες και ζελεδάκια στο ξεσάλωμα. Το τελευταίο τους άλμπουμ Fever κατέλαβε σημαντικό μέρος του σετ, ήταν όμως στα “Tears Don’t Fall” και “Walking The Demon” όπου ακούστηκαν οι πιο ενθουσιώδεις ιαχές, όπως και στο φινάλε με το “Alone”. Παρόλα αυτά, δεν άλλαξα άποψη για τους Ουαλούς και τη μουσική τους. Όλα αυστηρά μελετημένα και τακτοποιημένα τα είχαν –κανένας αυθορμητισμός– όλα τα τραγούδια με λίγο-πολύ τον ίδιο τρόπο τα είπαν και ενώ η rhythm section τους έδειχνε ότι μπορούσε, αν την άφηνες, να πετύχει το κάτι παραπάνω, η ενέργειά της σταθερά κοβόταν στο καλύτερο προκειμένου να μπει στη μέση ο emo παράγοντας και τα μέτρια φωνητικά του Matt Tuck. Αίσθηση δηθενίλας, επίμονη αίσθηση.

Χάρης Συμβουλίδης

Stone Sour

Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Paul Gray, ο βραχύσωμος μπροστάρης των Slipknot αποφάσισε να ρίξει βάρος στο έτερο σχήμα του. Ποια καλύτερη ευκαιρία για να ενεργοποιήσει ξανά το ενδιαφέρον του κόσμου από μια συμμετοχή στο Sonisphere; Στην κεντρική σκηνή λοιπόν του φεστιβάλ ανέβηκαν οι πέντε και η εμφάνιση του Corey Taylor προκάλεσε τη λατρεία του κοινού, γεγονός που και ο ίδιος εκτίμησε σε κάθε ευκαιρία, ευχαριστώντας το πολλάκις. Ο Taylor, γνήσιο τέκνο της καρδιάς της Αμερικής, παρακινούσε τον κόσμο να ακολουθήσει τα τραγούδια κι έφτιαξε ένα όμορφο περιβάλλον, το οποίο αρμόζει σε μια support μπάντα. Ωστόσο κάτι μοιάζει να λείπει από τα τραγούδια των Stone Sour: δεν έχουν το στοιχείο εκείνο που θα σε συνεπάρει και θα σε κινητοποιήσει. Στο σύνολό της έτσι η ζωντανή αποτύπωση της μουσικής τους έμοιαζε άνευρη, ενώ τα νέα κομμάτια από τον επερχόμενο νέο δίσκο τους υπολείπονται ακόμα και της χλιαρής σπιρτάδας των καλύτερων παλαιότερων δημιουργιών τους. Καλύτερη στιγμή στάθηκε το “30/30-150” που έκλεισε και την εμφάνισή τους, η οποία –στο σύνολό της– ικανοποίησε τους φίλους τους μα δεν ενθουσίασε, ούτε κι ενόχλησε ιδιαίτερα, τους υπόλοιπους. Έπαιξαν δηλαδή τον ρόλο τους ικανοποιητικά οι Stone Sour και παρέδωσαν τα ηνία στους πρωταγωνιστές της ημέρας…

Νίκος Σβέρκος

Anthrax

Παρακινδυνευμένη η ακόλουθη διαπίστωση, αλλά αξίζει να ειπωθεί. Οι Anthrax χαίρουν μεγαλύτερης και ευρύτερης αποδοχής από τους Megadeth. Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι η έντονη απαίτηση του κοινού, όταν ανακοινώθηκε το αρχικό πρόγραμμα, «έσπρωξε» τελικά την εμφάνιση των Νεοϋορκέζων 4 ώρες αργότερα και (ευτυχώς) πάνω από τους Stone Sour. Η «τάξη» αποκαταστάθηκε και πάρα πολύς κόσμος στριμώχτηκε στο Saturn Stage για να τους παρακολουθήσει. Κι εκείνοι έδωσαν ένα πραγματικά πάρα πολύ καλό σόου. Ο Joey Belladonna, που κρατούσε το μικρόφωνο των Anthrax την εποχή όταν καθιερώθηκαν στους Big 4, κατέλαβε και πάλι τη θέση του και με το ποζερίζον attitude που τον διακρίνει έφερε ξανά στο μυαλό τις μέρες της δόξας. Στο εξαιρετικά συμπαγές «greatest hits» σετ ακούστηκαν όλα τα σημαίνοντα τραγούδια τους και οι χαρακτηριστικές διασκευές τους, με τα “Medusa”, “Caught In A Mosh”, “Be All, End All”, “Antisocial”, “Indians” και “Got The Time” να ξεχωρίζουν. Στις υπέροχες στιγμές συγκαταλέγεται η γενναία προσθήκη του “Heaven And Hell”, η οποία θύμισε τη μεγάλη απώλεια του metal, τον Ronnie James Dio. Οι fans (και μη) αποθέωσαν τον καραφλό διάβολο, Scott Ian, περισσότερο από όλους και η εμφάνιση των Anthrax θα μείνει στις συνειδήσεις. Το ψιλόβροχο που έπεφτε για λίγο έδωσε τη σειρά του στον ήλιο, αλλά κι αυτός δεν θα έμενε για πολύ…

Νίκος Σβέρκος

Slayer

Αυτό κι αν ήταν στοίχημα. Οι Slayer στο κεντρικό Apollo Stage με τον ήλιο να ξεφεύγει από τη συννεφιά και να λιάζει το Terra Vibe. Κάπως σαν το βιντεοκλίπ του “Seasons In The Abyss”! Η παρακαταθήκη των Slayer αλλά και το καλό πρόσφατο δισκογραφικό πόνημά τους δεν άφηναν πάντως και πολλά περιθώρια λοξοδρόμησης. Επιβεβαιώνοντας τα προγνωστικά, οι Καλιφορνέζοι –με 36 ενισχυτές στην πλάτη τους– έδωσαν στον λαό αυτό που ήθελε: μανιασμένο thrash, έστω και σε συσκευασία «μεγάλου γηπέδου». Τι να πρωτοξεχωρίσει κανείς. Τον Araya, ο οποίος ακόμα και σε ανάρρωση, έφτυνε τις λέξεις χωρίς να αγκομαχήσει στιγμή; Το δίδυμο του ολέθρου Hanneman-King, που συγκλόνισε κάθε κύτταρό μας με τα άρρωστα riffs και τα σχιζοφρενικά σόλο; Ή μήπως τον Dave Lombardo που, κατά το κοινώς λεγόμενον, έπαιζε «παπάδες»; Ψεγάδι από την πλευρά των Slayer δεν υπήρξε, παρά μόνον ο ήχος, ο οποίος ήταν φανερά χαμηλός (αργότερα δυνάμωσε λίγο) –προφανώς ελέω των συνηθισμένων επαγγελματικών συμβολαίων για τη διαφορά έντασης με τους εκάστοτε headliners. Όπως και να ’χει, ως καλύτερο κομμάτι του σετ στάθηκε, κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντος, το “Seasons In The Abyss”, ενώ στα “Mandatory Suicide”, “Angel Of Death” “South Of Heaven” και “Raining Blood” άκουγες ξεκάθαρα τα καζάνια της κολάσεως να βράζουν…

Νίκος Σβέρκος

Megadeth

Από τους Big 4, οι Megadeth ήταν εκείνοι που έπρεπε να πείσουν. Δεν είχαν σταθεί στα καλύτερά τους την τελευταία δεκαετία και υπήρχε ένα συναυλιακό ορόσημο πίσω τους –το Rockwave του 1997– που, κακά τα ψέματα, δύσκολα ισοφαρίζεται. Αρκετά μάτια τους παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον από απόσταση, καθώς οι περισσότεροι δεν έδειξαν διατεθειμένοι να αφήσουν τις θέσεις που είχαν καταλάβει για τους Metallica στο κεντρικό stage, κι έτσι κοντά τους συγκεντρώθηκαν αποκλειστικά οι οπαδοί, με τις σημαίες του Λιβάνου και της Ιορδανίας να δηλώνουν και διεθνείς παρουσίες ανάμεσά τους. Ο Mustaine φιγούρα με το λευκό του πουκάμισο –τον ξεχώριζε από τους μαυροντυμένους συνοδοιπόρους– και τη χαρακτηριστικά ξανθή του κόμη, πήρε θέση στο κέντρο της σκηνής, αλλά οι Megadeth ξεκίνησαν μουδιασμένα: ακόμα και το “Hangar 18” έχασε κάτι από τη thrash αίγλη του. Σταδιακά πάντως ανέβασαν στροφές, πιάνοντας καλές αποδόσεις στα “Symphony Of Destruction” και “Skin O’ My Teeth”, και δημιουργώντας ενθουσιασμό προς το κλείσιμο με το “Peace Sells” –παρότι πλέον έβρεχε τόσο, ώστε χρειάστηκε να ανοίξουμε ομπρέλες. Αν και σε καλύτερη κατάσταση και με τη φωνή του Mustaine να έχει ξαναβρεί τον πρωτογονισμό της, οι Megadeth υπήρξαν οι (συγκριτικά) κατώτεροι από τους Big 4. Και δεν έπαιξαν το “Countdown To Extinction”...

Χάρης Συμβουλίδης

Metallica

Τα φώτα έσβησαν απότομα και στις οθόνες η μνημειώδης σκηνή με το νεκροταφείο από το «Ο Καλός, Ο Κακός Και Ο Άσχημος» και η μουσική του Ennio Morricone σήμαναν την έναρξη. Οι Metallica βρίσκονταν επί σκηνής, μετά από το εννιάωρης διάρκειας «χαλί» που έστρωσαν οι υπόλοιπες μπάντες. Όσο υποτιμητικό και αν ακούγεται αυτό για τους άλλους τρεις των Big Four, δεν γίνεται να ξεφύγεις από μια τέτοια διαπίστωση. Γιατί το περίτεχνα δουλεμένο σόου των Metallica επισκίασε τα πάντα.

Η σχετικά ασθενής βροχή στο πρώτο “Creeping Death” έγινε δυνατή μπόρα και στο “For Whom The Bell Tolls” όλοι έγιναν μάρτυρες μιας συγκυρίας αποκαλυπτικής. Οι καμπάνες να ηχούν και οι ουρανοί να ανοίγουν... Επρόκειτο για την καλύτερη (αν και αντίξοη, υπό άλλο πρίσμα) συναυλιακή εμπειρία στην Ελλάδα. Τα εκπληκτικά στοιχεία δεν αρκέστηκαν όμως στα φυσικά φαινόμενα. Οι Hetfield, Hammett και Trujillo όργωναν τη σκηνή και άλλαζαν θέσεις όσο ο Ulrich –αυτός ο δαιμόνιος ιθύνων νους– βάραγε τα τύμπανα με την ορμή δεκαεξάρη. Πίσω τους μια τεράστια οθόνη, σε μήκος όσο η σκηνή, έπλεκε ένα σκηνοθετικά υπέροχο σόου. Και τα τραγούδια εναλλάσσονταν αμείλικτα: “Ride The Lightning”, “Harvester Of Sorrow” και “Fade To Black” έκαναν ένα απολαυστικότατο πισωγύρισμα στις τσιτωμένες μέρες της μπάντας, για να έρθουν κατόπιν τα “That Was Just Your Life” και “The End Of The Line” (από το καθαρτήριο Death Magnetic) να φτιάξουν τον συνδετικό κρίκο της επιστροφής στις ρίζες.

Σε εξαιρετική κατάσταση λοιπόν τα πάντα και οι πάντες. Ο Hammett ήταν ουσιαστικός και εργατικός όπως πάντα, ο Trujillo σε απόλυτη σύμπνοια με τους υπόλοιπους και ο Ulrich καθισμένος πίσω από τα drums αναπαρήγαγε πιστά ό,τι οδήγησε τη μπάντα μετά την απώλεια του Burton. Ο πρωταγωνιστής Hetfield ήταν τρομερά επικοινωνιακός με το κοινό κι έκανε τα δέοντα –ως γνήσιος Αμερικάνος performer– ώστε να κρατά την ένταση του κοινού ψηλά. Και αυτό με τη σειρά του προσκυνούσε της τετράδα. Και πως αλλιώς να κάνει, όταν το σετ είναι διαμορφωμένο λες και αφουγκράζεται την επιθυμία του καθενός. Στο “Sad But True” τα κεφάλια πήραν φωτιά, στο “Welcome Home (Sanitarium)” και στο “One” υποκλιθήκαμε στη μελωδική μαεστρία τους, στο “Broken, Beat And Scarred” λατρέψαμε τη φυγή τους από τον κόσμο της φθοράς και της αφθαρσίας, στα “Master Of Puppets” και “Blackened” οι κραυγές έφθαναν στη σκηνή, στα “Nothing Else Matters” και “Enter Sandman” θυμηθήκαμε πόσο τολμηρή στάθηκε η μπάντα στις αρχές των 1990s. Τόση στάθηκε η λατρεία του κοινού, που ο (σχεδόν αναγεννημένος) Hetfield δεν ήθελε να απομακρυνθεί από τη σκηνή.

Πρέπει να το ξαναπούμε: όλα μελετημένα, στην εντέλεια. Υπέροχο το παιχνίδι της κάμερας στο “Breadfan” των Budgie, το οποίο –με τα κοντινά πλάνα στις πρίζες, τα καλώδια και τα όργανα– έβγαζε τη μυρωδιά των προβάδικων, εκεί όπου χτίζονται οι μεγάλες μπάντες. Κινηματογραφικές οι φωτιές, που ξεσπούσαν εντυπωσιακά. Διασκεδαστικότατο το παιχνίδισμα της κάμερας, τη μια με τις εκφράσεις των μουσικών και την άλλη με το κοινό. Και απίστευτα εκτονωτικά τα “Motorbreath” και “Seek And Destroy”, με τα οποία έκλεισε το live.

Κοιτώντας τα πράγματα από την απόσταση μερικών 24ώρων, η τοποθέτηση καθίσταται όλο και πιο αμετακίνητη: είδαμε το καλύτερο σόου της τελευταίας δεκαετίας.

Νίκος Σβέρκος







 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured