Επί 3 ώρες, δεν κοίταξα ούτε στιγμή το ρολόι. Και ας ίσχυαν για την πρεμιέρα της φετινής Ταράτσας του Φοίβου όλες οι γνωστές παράμετροι που συναντάτε στις δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις των συναυλιών –ναι, ήταν καθημερινή, ναι ήταν και εργάσιμη άρα είχα κι εγώ κάμποση δουλειά πριν και δεν προσήλθα «φρέσκος»· ναι, δεν άρχισε 21.00 αλλά περίπου 21.20.

Μικροπράγματα, ίσως πείτε. Αντί να μας γράψεις για τη δράση, τα σκετς, τα κοστούμια, τα σκηνικά, το πρόγραμμα, για τον Φοίβο Δεληβοριά, για το άστρο του Θανάση Αλευρά, εσύ μας λες για το ρολόι σου. Μικροπράγματα, μπορεί... Αλλά ξέρετε τι λένε για τις λεπτομέρειες και τον Διάβολο. Και απ' όλες τις λεπτομέρειες, αυτή είναι η πιο κρίσιμη.

Γιατί; Επειδή πιστοποιεί αμέσως-αμέσως δύο βασικά συμπεράσματα για την Ταράτσα του Φοίβου, τα οποία έχουν να κάνουν με τη βαθύτερη υπόστασή της. Με την αιτία δηλαδή που δεν είναι απλά άλλο ένα ωραίο πρόγραμμα σε μία ιδιότυπη μουσική σκηνή, μα μία πρόταση διασκέδασης στην οποία, πέρα από τη σκέψη, τη φροντίδα και τον επαγγελματισμό, θα διακρίνεις και τη ζωντανή της σχέση με τις ρίζες της.

29aFvs_2.jpg

Θέλω να πω ότι η Ταράτσα του Φοίβου έχει μεγάλη επίγνωση του τι είναι –να το ένα συμπέρασμα, το πιο άμεσο. Το είπε ο ίδιος ο  Δεληβοριάς, στο τμήμα της πρεμιέρας που ήταν αφιερωμένο στον Λουκιανό Κηλαηδόνη: πρόκειται για ένα εγγόνι του. Εκεί στα ψηλά της Ιεράς Οδού έχει φτιάξει δηλαδή έναν μακρινό απόγονο της Μάντρας, των Πεύκων, της Όασης, του Αλκαζάρ, του Άλσους, της Κεφάλας του Αρία· ένα σύγχρονο βαριετέ, το οποίο εμπεριέχει τα λαϊκά αναψυκτήρια, τον Κηλαηδόνη της Βουλιαγμένης, όλα όσα διαμόρφωσαν τον ίδιο τον τραγουδοποιό από την εγχώρια εμπειρία και τις διεθνείς περιπλανήσεις των αυτιών του. Και βαριετέ σημαίνει, πάνω απ' όλα, ότι ο θεατής δεν πρέπει να στρέφει το βλέμμα μακριά από τη σκηνή, άσχετα αν εκεί έχει τραγούδι, πρόζα, ομαδικά σκετς, ζογκλέρ ή χορευτικά. Άσχετα αν ακούει μια ηλεκτρισμένη, rock εκτέλεση στο "Η Κική Κάθε Βράδυ" ή βλέπει τον Αλευρά να διηγείται στο κοινό τι γινόταν σε μια άλλη δεκαετία, όταν ο κόσμος πάρκαρε στη Συγγρού και πήγαινε γονατιστός όχι στην Παναγιά της Τήνου, αλλά στην Άντζελα Δημητρίου.

Το δεύτερο συμπέρασμα (το πιο έμμεσο, ας το πούμε), έχει να κάνει με την ικανότητα του Δεληβοριά να ανακατεύει την τράπουλα, ανανεώνοντας την πίστη των παλιών και κερδίζοντας την εκτίμηση της νεότερης γενιάς. Το απέδειξε το ηλικιακά μεικτό κοινό το οποίο κατέκλυσε την Ταράτσα στη φετινή της πρεμιέρα –μόνο το δικό μου τραπέζι να κοίταγα, καθόμουν μαζί με άτομα καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερά μου και καμιά εικοσαριά μικρότερά μου. Ποτέ βέβαια δεν του έλειπε η ευφυΐα του Δεληβοριά. Αλλά εδώ μιλάμε περισσότερο για αντανακλαστικά: για ένα καλλιτεχνικό ένστικτο που του επιτρέπει να παραμένει σχετικός, διατηρώντας συνάμα ό,τι τον κάνει «οικείο». Ίσως το καταφέρνει επειδή στίβει το μυαλό του για το πώς θα βάλει καινούρια ρούχα σε όσα τον καίνε διαχρονικά, αντί να τρέχει να καβαλήσει το τάδε χιπ τρένο ή να κάνει τα καραγκιοζιλίκια του Jean Luc Godard στα ύστερα 1960s.

29aFvs_3.jpg

Επίσης, ο Δεληβοριάς δεν είναι μοναχικός ταξιδιώτης. Μπορεί η Ταράτσα να φέρει το δικό του μικρό όνομα, μπορεί να λάμπει ως αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής κάνοντας μιμήσεις του Λευτέρη Παπαδόπουλου και του Νίκου Πορτοκάλογλου, τραγουδώντας τον "Καθρέφτη" ή κρατώντας τον ρόλο του κονφερασιέ, μα δίπλα του έχει μια πολυάριθμη ομάδα συντελεστών. Και είναι όλοι τους ένας κι ένας. Η ορχήστρα, πρώτα-πρώτα. Θοδωρής Κότσυφας στις κιθάρες, Yoel Soto στο μπάσο, Σωτήρης Ντούβας στα τύμπανα και Κωστής Χριστοδούλου στα τύμπανα, είναι μουσικοί εκλεκτοί, ικανοί να δώσουν στην παράσταση ό,τι ακριβώς πρέπει, είτε «πειράζουν» την ενορχήστρωση στη "Μπόσα Νόβα Του Ησαΐα", είτε παίζουν το "Fuego" της Ελένης Φουρέιρα.

Μετά είναι βέβαια ο βασικός θίασος. Ο θαυμάσιος μίμος Alex De Paris (κατά κόσμον Αλέξανδρος Χωματιανός) δεν χρειάζεται να πει κουβέντα για να σε κρατήσει στα σκετς του. Η La Dandizette κλέβει την παράσταση ακόμα και από τον Δεληβοριά όταν εμφανίζεται ως Μεσογειακή Αφροδίτη με φόντο ένα τεράστιο, πολύχρωμο κοχύλι, πετυχαίνοντας να γεφυρώσει τα μπουρλέσκ της Belle Époque με μια ρετρό αισθητική που διαθέτει και κάτι από τα αμερικάνικα 1950s. Και η Νεφέλη Φασούλη φέρνει επί σκηνής τη δροσιά της, αν και θα πρέπει νομίζω –στα δεδομένα πλαίσια του ρόλου της– να βρει τον απαραίτητο χώρο έκφρασης και για κάτι λιγότερο «νιάου νιάου».

29aFvs_4.jpg

Άφησα τον Θανάση Αλευρά για ξεχωριστή μνεία, γιατί γίνεται βαρύ πυροβολικό σε πολλά σημεία, παίρνοντας την παράσταση στους ώμους του. Η εξέλιξή του μέσα στα χρόνια είναι ραγδαία και φέτος νομίζω βρίσκεται στα καλύτερά του, και στα αέρινα χορευτικά (πρέπει να τον δείτε στο "Single Ladies (Put Α Ring Οn It)" της Beyoncé) και στις πρόζες και στις περιστάσεις όπου γίνεται δίδυμο με τον Δεληβοριά. Έχοντας ενσωματώσει τον θυελλώδη Γιώργο Μαρίνο της Μέδουσας, στέκει πλέον στη σκηνή ως σύγχρονος κωμικός-πολυεργαλείο. Το γεγονός ότι απέναντι σε μια τόσο θυελλώδη performance δεν έσβησε από τη μνήμη μας η guest παρουσία της ομάδας Κωμικό Μπουμ νωρίς στην παράσταση (Δημήτρης Μακαλιάς, Ζήσης Ρούμπος, Γιάννης Σαρακατσάνης & Γιώργος Αγγελόπουλος), σημαίνει ότι τα πήγαν κι εκείνοι μια χαρά.

29aFvs_5.jpg

Η πρεμιέρα, όμως, επεφύλασσε και ένα αφιέρωμα στον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον «δικό μας βασιλιά της Αθήνας», όπως τον χαρακτήρισε ο Δεληβοριάς. Και ήταν ένα ωραίο και φροντισμένο αφιέρωμα, στο οποίο ζωντάνεψαν ξανά τραγούδια σαν τον "Ύμνο Των Μαύρων Σκυλιών", το "Είμαι Ένας Φτωχός Και Μόνος Καουμπόι", το "Κάπου Την Έχουμε Πατήσει", το "Είδα Τη Ρίτα" ή το "Πού Βαδίζουμε Κύριοι;", δίνοντάς μας την ευκαιρία να στοχαστούμε ξανά στο πόσο αβίαστα έβρισκε ο δημιουργός τους μαγικούς σχεδόν κωδικούς διασύνδεσης μιας άμεσα αναγνωρίσιμης μικροαστικής καθημερινότητας με την οπτική και τα αιτήματα μιας νεολαίας που σκεφτόταν έξω από τα καλούπια της. Ο Φοίβος Δεληβοριάς, ως συγγενής τραγουδοποιός, δεν θα μπορούσε παρά να τον τιμήσει επάξια.

Χώρια που το αφιέρωμα επεφύλασσε και Αφροδίτη Μάνου, να γίνεται αληθώς συγκλονιστική Μαίρη Παναγιωταρά καθώς ερμήνευε το "Μια Μέρα Μιας Μαίρης", αλλά και Μαρία Κηλαηδόνη: τη μικρότερη κόρη του εκλιπόντος τραγουδοποιού, η οποία κέρδισε εντυπώσεις και χειροκροτήματα με το τρακ της, την κρυφή συγκίνησή της καθώς παίζονταν τα τραγούδια του πατέρα της, αλλά και με το δικό της "Ηράκλειο", ένα πραγματικά ωραίο άσμα με δεληβοριοκηλαηδονική συνταγή και ελαφριούς country απόηχους.

29aFvs_6.jpg

Οπωσδήποτε, μία παράσταση που αλλάζει πρόσωπα στην τρίμηνη διάρκειά της θα κριθεί εν τέλει συνολικά. Ασφαλή συμπεράσματα μπορεί λοιπόν να βγάλει μόνο όποιος πάει σε όλες ή έστω στις περισσότερες ημερομηνίες. Με βάση πάντως τα όσα είδα στη φετινή πρεμιέρα, ίσως κάποτε έρθουν καιροί στους οποίους η Ταράτσα θα μνημονεύεται ως ορόσημο της αθηναϊκής βραδινής διασκέδασης. Ακόμα κι αν μιλάμε για μια εποχή κατακερματισμένη σαν τη σημερινή, η οποία τείνει στις μικρές, προσωπικές αφηγήσεις με τον περιορισμένο εξ ορισμού ορίζοντα, έχοντας εν πολλοίς πάψει να παράγει κοινά σημεία αναφοράς με ευρεία απήχηση.

{youtube}fsvclHrXXWw{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured