Δεν ξέρω ποια είναι η σχέση σας με την όπερα, αλλά οφείλετε στον εαυτό σας να δείτε –εάν μπορείτε– αυτή την παραγωγή. Αν μη τι άλλο, για να παρακολουθήσετε με τα ίδια σας τα μάτια το καλύτερο ίσως φινάλε όπερας που έχουμε δει στην Ελλάδα (στα δικά μας τουλάχιστον χρόνια), δευτερευόντως για να συναισθανθείτε και το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται στα δίσεκτα αυτά έτη η Εθνική Λυρική Σκηνή.  

Μη σας τρομάζει, άλλωστε, ο «άγνωστος» τίτλος. Κάτω από αυτούς τους Μακρυκωσταίους & Κοντογιώργηδες της ιταλικής χερσονήσου, κρύβεται η αθάνατη ερωτική ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Σε μια εκδοχή της βέβαια η οποία έχει πλέον σχεδόν εκλείψει, μετά την παγκόσμια επιβολή του σαιξπηρικού προτύπου. 

Πίσω όμως στη δεκαετία του 1820, όταν ο Felice Romani έγραφε σε πρωτόλεια μορφή το κείμενο που το 1830 θα γινόταν λιμπρέτο για τους Καπουλέτους και Μοντέκκους, ο μέγας Σαίξπηρ ήταν ένας άγνωστος στην Ιταλία, η οποία είχε τις δικές της, δημοφιλέστατες, ιστορίες για τους περίφημους εραστές της Βερόνα –για παράδειγμα, τη νουβέλα Mariotto et Ganozza του Masuccio Salernitano, από την οποία άντλησε και ο ίδιος ο Σαίξπηρ (έτσι για να το πούμε κι αυτό, ο Salernitano επέμενε πως ήταν μια αληθινή ιστορία, που είχε εκτυλιχθεί στη Σιένα). Τα πράγματα λοιπόν εδώ δεν είναι όπως ακριβώς τα ξέρετε και μην περιμένετε επομένως το μπαλκόνι της Ιουλιέτας ή τη «διπλή μονομαχία»: ο Romani δεν γράφει για τον έρωτα των δύο νέων, μα για την τραγική του κατάληξη, όπως επισημαίνει και σε συνοδευτικό της παράστασης κείμενό του ο Νίκος Α. Δοντάς· ο σπουδαιότερος εν ζωή κριτικός κλασικής μουσικής στη χώρα μας. 

Kapoulet_2.jpg

Στην Ελλάδα είχαμε να δούμε τους Καπουλέτους και Μοντέκκους από το 1863/1864 και ίσως να υπάρχουν μερικοί καλοί λόγοι γι' αυτό, καθώς πολύ μελάνι έχει χυθεί για την αδυναμία του κειμένου του Romani να σταθεί ισάξια με την απαράμιλλης ρομαντικής ομορφιάς μουσική που έγραψε ο Vincenzo Bellini –έχουμε εδώ ένα από τα λαμπρότερα αριστουργήματα του ιταλικού μπελ κάντο, τρανό παράδειγμα της δύναμης του συνθέτη να παράγει πλατειές μελωδίες ποτισμένες με μια εντελώς προσωπική μελαγχολία (στοιχείο για το οποίο τον επαίνεσε κάποτε και ο Βέρντι). Ο Γάλλος σκηνοθέτης Arnaud Bernard είχε λοιπόν πολύ περισσότερα να λύσει από ένα απλό ζήτημα παρουσίασης. Και αποδείχθηκαν καταλυτικής σημασίας οι αποφάσεις του, για το πόσο μπόρεσε να μας συναρπάσει η συγκεκριμένη όπερα, «καρφώνοντάς» μας στις θέσεις μας στο Μέγαρο Μουσικής. 

Σε πρώτο λοιπόν πλάνο, ο Bernard δεν μας μεταφέρει στη Βερόνα του 15ου αιώνα: παραμένουμε στο οικείο σήμερά μας, σε ένα κλειστό μουσείο γεμάτο αναγεννησιακά εκθέματα, όπου γίνονται εκτεταμένες εργασίες συντήρησης. Διάφοροι πίνακες μεταφέρονται πέρα-δώθε και ξαφνικά κάποιοι από αυτούς ζωντανεύουν, ξετυλίγοντας μια πόλη-κράτος σπαρασσόμενη από τον εμφύλιο μεταξύ των υποστηρικτών του Πάπα (Καπουλέτοι) και των συμμάχων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (Μοντέκκοι): η Ιουλιέτα είναι η κόρη του αρχηγού των Καπουλέτων, ο Ρωμαίος είναι ο αρχηγός των Μοντέκκων. 

Kapoulet_3.jpg

Το εύρημα του Bernard δεν είναι απλά μια χαριτωμενιά, μια πινελιά αναγκαίου νεοτερισμού για να μη βαριέται το σύγχρονο κοινό, όπως έλεγε μια ενθουσιώδης μα προφανώς ανίδεη φίλη του μπελ κάντο στον σύζυγό της, στο διάλειμμα. Μέσω αυτού, ο Γάλλος σκηνοθέτης πραγματοποιεί μια καίρια παρεμβολή στο λιμπρέτο του Romani, «καδράροντας» τη δράση: φέρνει έτσι σε πρώτο πλάνο τη σφοδρότητα των συγκρούσεων των δύο φατριών (που στο αρχικό κείμενο είναι χλιαρές) και αποτυπώνει έναν πιο γενναίο και αποφασιστικό Ρωμαίο, δίπλα σε μια Ιουλιέτα λιγότερο χλωμή. Με αποτέλεσμα να «σπρώχνει» την υπόθεση και προς κάτι με το οποίο μπορεί ευκολότερα να ταυτιστεί ο σημερινός θεατής –που, μην ξεχνάμε, έχει πια πολλά κινηματογραφικά και τηλεοπτικά πρότυπα– μα και προς κάτι που διαθέτει (τελικά) αρμονικότερη σχέση με την ίδια τη μουσική του Bellini. 

Η απαιτούμενη ακινησία του θιάσου είχε επίσης κομβική σημασία για τη «μετάβασή» μας από το χθες στο σήμερα και έδωσε και μερικά από τα πιο συναρπαστικά, οπτικώς, στιγμιότυπα της βραδιάς. Με απαράμιλλο βέβαια, όπως ήδη προανέφερα, το φινάλε. Εκεί, σε απόλυτη σύμπνοια με την κορύφωση της τραγωδίας, έχουμε μια μεγαλειώδη αντιστροφή: ο θίασος ακινητοποιείται πάνω από τα άψυχα σώματα των δύο νέων κι ένα τεράστιο χρυσό πλαίσιο πέφτει, σαν αυλαία της παράστασης, μετατρέποντάς τους σε έναν από τους πίνακες του μουσείου. Κάτι ίσως μπορείτε να καταλάβετε από τη φωτογραφία του Βασίλη Μακρή, όμως πρέπει να το δείτε· θα νιώσετε την τρίχα σας να σηκώνεται και θα βρείτε πως είναι δύσκολο να συγκεντρωθείτε ακόμα και στο δίκαιο χειροκρότημα των συντελεστών. 

Kapoulet_4.jpg

Αν όμως ο Bernard είχε να λύσει τα δικά του διλήμματα, τα είχαν και οι θεατές. Όπως και να το κάνουμε, ξενίζει να βλέπεις μια γυναίκα να παίζει τον Ρωμαίο –χώρια τις συμβάσεις, έχουμε πολύ ισχυρές παραστάσεις και φύλου μα και του συγκεκριμένου ερωτικού διδύμου, για να το δεχτούμε έτσι απλά. Ήταν κάτι άλλωστε που είχε ενοχλήσει ακόμα και τον μεγάλο Claudio Abbado, ο οποίος στα 1966 δοκίμασε την ανατροπή, δίνοντας τον ρόλο στον τενόρο Giacomo Aragall: τα αποτελέσματα ήταν τόσο αποτυχημένα, ώστε έκτοτε αποθαρρύνθηκαν ανάλογα «πραξικοπήματα» κατά του Bellini. Στην εποχή του άλλωστε, ο συνθέτης ήξερε καλά πως κάτι τέτοιο ήδη αποτελούσε αναχρονισμό· για όποιον λόγο κι αν έκανε λοιπόν την επιλογή, έχτισε ανάλογα τις άριες. Αποτελεί έτσι τεράστια επιτυχία για τη μεσόφωνο Μαίρη-Έλεν Νέζη που προσωπικά παρακολούθησα (στη δεύτερη διανομή παίζει η Ειρήνη Καράγιαννη), το ότι πολύ γρήγορα μας απάλλαξε με την εξαιρετική της σκηνική και φωνητική ερμηνεία από κάθε τι το άβολο. Τηρουμένων των αναλογιών, έφερε επί σκηνής κάτι από τον εκφραστικό πλούτο της Elina Garanča συνδυασμένο με τη φλόγα της Vivica Genaux.

Kapoulet_5.jpg

Κανείς, όμως, δεν υστέρησε στον άριστο αυτό θίασο. Η Ρουμάνα υψίφωνος Μιχαέλα Μάρκου αποτύπωσε γλαφυρά την ευγενή απελπισία μιας Ιουλιέτας σκισμένης στα δύο μεταξύ έρωτα και καθήκοντος, ο βαθύφωνος Τάσος Αποστόλου έπλασε έναν αρχοντικό, βροντερό Καπέλλιο –έναν πραγματικό ηγέτη– ο Γιάννης Χριστόπουλος υπήρξε ιδανικός Τεμπάλντο και ως φυσιογνωμία και ως φωνή, θυμίζοντάς μου προσωπικά τον Μεξικάνο τενόρο Ramón Vargas, ενώ ο Πέτρος Μαγουλάς ανέδειξε έναν πειστικό Λορέντζο, στον οποίον εμφύσησε μια πινελιά αρχαίου τραγικού προσώπου, σοφόκλειας έμπνευσης.

Kapoulet_6.jpg

Αλλά ο θρίαμβος στον οποίον έφτασε η Λυρική Σκηνή πατώντας πάνω στο οικοδόμημα του Bernard θα έμενε ανολοκλήρωτος αν η Ορχήστρα και η Χορωδία της αποδεικνύονταν κατώτερες των περιστάσεων στη μουσική επιτέλεση. Με δυναμική όμως διεύθυνση από τον Λουκά Καρυτινό, έφεραν την αποστολή σε πέρας με μεγάλη επιτυχία, αποδίδοντας τόσο το μανιασμένο σφρίγος των πιο έντονων σημείων της παρτιτούρας και το «ροσίνειο» άρωμα της εισαγωγικής ουβερτούρας, όσο και τη χαρακτηριστική «μπελλίνεια» μελαγχολία. Ίσως βέβαια ο λυρισμός να αποδόθηκε σε μερικά σημεία κατά τι πιο αιχμηρός από ό,τι προστάζει ο Μπελλίνι (ή θα ήθελα κι εγώ), ωστόσο πρέπει κι αυτό να αποτιμηθεί ως συμβατό με το γενικότερο πλαίσιο της οπτικής του Bernard για την εν λόγω όπερα. 

Μπράβο στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Οι Καπουλέτοι και Μοντέκκοι αποδεικνύουν πως σε καιρούς ισχνών αγελάδων για την όπερα στην Ελλάδα και για την Ελλάδα γενικότερα, υπάρχουν εκεί άνθρωποι με εκτόπισμα και σε ταλέντο, μα και σε άποψη.

{youtube}7o28zMRrpwo{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured