Αν υπάρχει ένας δίσκος της εγχώριας δισκογραφίας των τελευταίων χρόνων που σε μία ιδανική πολιτισμένη και μουσικά καλλιεργημένη ελληνική κοινωνία θα έπρεπε να είχε καθολική αποδοχή αυτός είναι ο περσινός άθλος των Sigmatropic, τα περίφημα για εμάς “Δεκαέξι Χαϊκού και Άλλες Ιστορίες”. Τώρα, με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του πλέον φιλόδοξου project, της διεθνής εκδοχής του δίσκου με δεκάδες σπουδαίους καλεσμένους τραγουδιστές, βρήκαμε την ευκαιρία να συναντήσουμε τον άνθρωπο πίσω από τους Sigmatropic, τον καθ’ όλα ενδιαφέροντα Άκη Μπογιατζή. Ένας καλλιτέχνης-επιστήμονας, ας μας επιτρέψει, με μία πολύχρονη και σημαντική πορεία στην ελληνική ανεξάρτητη μουσική σκηνή, ο οποίος ειδικά ύστερα από τα «Χαϊκού» κέρδισε την απεριόριστη εκτίμησή μας. Με ένα ποτηράκι κόκκινο κρασί στα Εξάρχεια μας έκανε την τιμή…

Πρώτα απ’όλα, προτού αναφερθούμε στη πρόσφατη κυκλοφορία, θα ήθελα να πάω τον Άκη Μπογιατζή αρκετά χρόνια πίσω, «τόσα όσα να φανεί η ηλικία μου» όπως χαριτολογώντας παρατήρησε.

Αφετηρία της πολύχρονης πορείας του στην ελληνική μουσική πραγματικότητα;

Πρωτοχρονιά του ’81 με τους Captain Νέφος
Η κατάσταση του τότε με το τώρα δεν έχει καμία σχέση. Η μέρα με την νύχτα πραγματικά. Υπήρχαν μεν αρκετά συγκροτήματα, αλλά το καθεστώς ήταν να παίζουν σε επίπεδο γειτονιάς περισσότερο. Ακόμα και αν πήγαιναν λίγο παραπέρα, δεν ήταν δυνατόν να ξεφύγουν από το φάσμα των Κυριακάτικων συναυλιών που διοργανωνόντουσαν από κάποια σχολεία και καλούσαν τα τοπικά συγκροτήματα ή τέλος πάντων συγκροτήματα που ήξεραν μόνο κάποιες μικρές παρέες. Όμως αυτή ήταν η μόνη διέξοδος που είχαμε ως νέοι μουσικοί να παίξουμε και να μας ακούσουν κάποιοι. Εκείνη την εποχή όμως άρχισε να διαφαίνεται μία πιο οργανωμένη σκηνή. Τότε που δειλά δειλά το punk και το New Wave έσκασαν και στην Ελλάδα. Κάπου υπήρχαν κάποιες δειλές προσπάθειες, ηρωικές βέβαια, όπου δημιουργήθηκαν κάποιες σκηνές και μιλάω κυρίως για την Σοφίτα στην Πλάκα. Ύπήρχε και λίγο παραδίπλα και η Λύδρα, η οποία όμως ήταν πιο ελληνοκεντρική ας πούμε, και μετά βέβαια ήταν ο Πήγασος. Ύστερα από όλα αυτά εμφανίστηκε το Ρόδον και το Αν. Αλλά την δεκαετία του ‘80 ουσιαστικά σφυρηλατήθηκε η σκηνή που βλέπουμε τώρα, εκεί, δύσκολα, αργά με όλες τις στερήσεις.

Σήμερα τα πράγματα είναι πιο κατασταλαγμένα με την καλή και την κακή έννοια όμως. Είναι σίγουρα καλύτερα γιατί υπάρχουν συγκροτήματα που ουσιαστικά ξέρουν rock’n’roll, σε αντίθεση με τη δεκαετία του ’80 όπου τα συγκροτήματα ακόμα το μαθαίνανε. Σήμερα, ας πούμε, βλέπεις κάποιους μουσικούς, που μπορεί να μην είναι ούτε καν εικοσάρηδες, οι οποίοι πραγματικά παίζουν rock’n’roll, το παίζουν σαν να είναι γνώστες από καιρό! Δεν ξέρω από πού το μάθανε και πως…

Από την άλλη βλέπω ότι παρά τον βομβαρδισμό πληροφοριών που δέχονται, πολλά νέα παιδιά έχουν το κριτήριο να φιλτράρουν σωστά την κάθε πληροφορία και αυτό το αναγνωρίζω. Κάποια παιδιά, αντιπρόσωποι της νέας γενιάς, μπορούν και το κάνουν αυτό πολύ καλά και για να είμαι και ειλικρινής τους θαυμάζω. Έχω έρθει σε επαφή με παιδιά, για μένα σίγουρα είναι παιδιά, και έχω μείνει έκπληκτος! Κάποια πράγματα που παρακολουθούνε, που ξέρουνε, που φιλτράρουνε είναι αξιοθαύμαστα.

Μήπως όμως τελικά πρόκειται για μία πολύ μικρή μειοψηφία η οποία χάνεται;

Μειοψηφία ήταν πάντα. Νομίζω όμως ότι τα ποσοστά έχουν ανεβεί. Ο κόσμος που μπορεί να συντηρήσει μερικούς καλούς δίσκους που βγαίνουνε νομίζω ότι υπάρχει. Ένας καλός δίσκος μπορεί πλέον να συντηρηθεί από ένα κοινό. Δεν μιλάω βέβαια για τίποτα θεαματικά πράγματα. Όμως τότε στη δεκαετία του ’80 μιλάγαμε για 500 άτομα. Τώρα μιλάμε για 5.000. Τα νούμερα είναι λίγο αυθαίρετα αλλά νομίζω ότι αυτή είναι η τάξη μεγέθους η οποία ισχύει.

Έχει κάθε δικαίωμα να μιλάει για το παρελθόν και ειδικά για την δεκαετία του ’80 ο Άκης Μπογιατζής. Ένας δίσκος και ένα single με τους Captain Νέφος, τρεις δίσκοι με τους Libido Blume και πολλές συναυλίες δεν είναι λίγο πράγμα. Τι καλές και τι κακές στιγμές έχει να θυμάται τώρα από όλες αυτές τις φάσεις της μουσικής ζωής του;

Και oι καλές και οι κακές έχουν να κάνουν με τα live. Όσο δύσκολο ήταν να παίζουμε τότε live, τόσο εύκολο ήταν σε σχέση με τώρα. Τότε έπρεπε πραγματικά να οργώσουμε όλη την Αθήνα, και έξω από αυτήν, για να μπορέσουμε να κάνουμε κάτι. Παρ’ όλα αυτά τα καταφέρναμε και παίζαμε ακόμα και εκτός πρωτεύουσας, ίσως διότι κάπου υπήρχε και ένα ενδιαφέρον, ήμασταν ένα ζωντανό group. Οι δυσκολίες των συνθηκών της εποχής όμως, ουσιαστικά σκληραγωγούν το group, τον άνθρωπο, τον εργάτη της μουσικής.

Για αρκετά χρόνια όμως είχε εξαφανιστεί. Από τα τέλη Οκτωβρίου του 1987 και έως την 1η Ιανουαρίου του 1990 έλειψε στην Αμερική. Μετά επιστροφή Ελλάδα, στρατός και ύστερα για μισό περίπου χρόνο Καναδάς. «Μουσικές περιπλανήσεις στο εξωτερικό;» θα αναρωτηθεί κάποιος. Όχι ακριβώς. Πιο πολύ αυτό που λέμε «επαγγελματικοί λόγοι» ήταν αυτοί που τον ώθησαν στο εξωτερικό και ειδικότερα οι περαιτέρω σπουδές του πάνω στην άλλη μεγάλη του αγάπη, την Χημεία. Ο Διδάκτωρ Μπογιατζής άλλωστε βάφτισε το group του από έναν όρο δανεισμένο από τα κιτάπια της Χημείας.

O όρος Sigmatropic χαρακτηρίζει ένα είδος χημικών αντιδράσεων. Με την Χημεία υπάρχει το εξής ζήτημα, το οποίο μπορεί μερικές φορές να είναι και πρόβλημα. Δεν ασχολούμαι με την Χημεία απλώς για να ζήσω, αλλά επειδή μου αρέσει. Το προχωράω με τον ίδιο ρυθμό που προχωράω και την μουσική. Προσπαθώ συνέχεια να είμαι στο μέτωπο. Δεν το κάνω απλά για να συντηρήσω μία κατάσταση. Με τη χημεία κυρίως κάνω έρευνα, αλλά και διδάσκω εφόσον μου δίνεται η ευκαιρία, και τελευταία διδάσκω περισσότερο από ότι παλαιότερα, οπότε έτσι ανακάλυψα ότι μου αρέσει πάρα πολύ αυτή η αλληλεπίδραση με τα παιδιά. Τελικά καταλήγω τελευταία να βρίσκω μία ισορροπία μεταξύ των δύο. Παλιότερα η ισορροπία αυτή δεν είχε βρεθεί γιατί ουσιαστικά το ένα έτρωγε τον χρόνο του άλλου. Τώρα μέσω των δύο μπορώ να εκφράζομαι καλύτερα.

Μουσική και Χημεία λοιπόν. Υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο;

Μόνο στο μυαλό μου!

“Δεκαέξι Χαϊκού και Άλλες Ιστορίες” λοιπόν. Η δουλειά του Άκη Μπογιατζή που ξεχωρίζει και τον θέτει στην αφρόκρεμα των Ελλήνων δημιουργών. Άραγε συμφωνεί με εμάς; Μπορεί να πει ότι πρόκειται για την καλύτερη δουλειά του, αυτή που τον αντιπροσωπεύει, στα 23 πλέον χρόνια μουσικής πορείας;

Μπορώ ναι! Η καλύτερη και με διαφορά! Το λέω αυτό γιατί όταν ξεκίνησε, το project ήταν κάποια κομμάτια μικρά, γρήγορα, αυτόματα με τους στίχους να έχουν κάποιο ρυθμό από μόνοι τους και με μία δεδομένη μελωδία. Αυτό ήταν. Σιγά σιγά αυτό το πράγμα άρχισε να ντύνεται. Αλλά η αρχική λογική ήταν κάτι πολύ γρήγορο και άμεσο, κάτι το οποίο νομίζω ότι σε κάποιο βαθμό τηρήθηκε. Στην διεθνή παραγωγή βέβαια το όλο πράγμα γιγαντώθηκε και λόγω των συμμετοχών αλλά και επειδή αντιμετωπίστηκε διαφορετικά και στο ίδιο το υπόβαθρο το μουσικό. Παρ’ όλα αυτά η ουσία των κομματιών επειδή είναι πάρα πολύ άμεση και πάρα πολύ απλή, χωρίς κάποια πολύπλοκη ανάπτυξη, «μία στο καρφί και μια πέταλο» όπως λέω. Γι’αυτό και θεωρώ ότι αυτή η δουλειά με αντιπροσωπεύει καλύτερα.

Απρόσμενη, πρωτότυπη και πανέξυπνη ως σύλληψη ιδέας και καταπληκτικό αποτέλεσμα κατά τη γνώμη μας.

Αντανακλά την φύση μου. Επειδή είμαι εκ φύσεως «σκληροπυρηνικός» όταν μπορώ να κάνω κάτι ακραίο το κάνω. Επειδή επίσης δεν μ’αρέσει να πρέπει να κάνω συμβιβασμούς ρίχνοντας νερό στο κρασί μου, και ακόμα περισσότερο να το αφήσω για να ασχοληθώ με κάτι που μπορεί να με βγάλει σε πιο εύκολα μονοπάτια συνέλαβα αυτή την ιδέα.

Αυτή η ιδέα λοιπόν έχει και μία προϊστορία, όταν το 1991 είχα ξανασχοληθεί με κάποια ποιήματα που μου αρέσουν, μεταξύ αυτών και κάποια του Σεφέρη. Αυτά τα κομμάτια είναι στο δίσκο, το «Ζεστό νερό» (“Σχέδια για ένα καλοκαίρι”) και το “[Τούτο το Σώμα]”. Αυτά τα κομμάτια λοιπόν, τα είχα δουλέψει και είχαν μείνει στο συρτάρι. Κάποια στιγμή, ειδικά με όλη την ιστορία που είχε γίνει με το Έτος Σεφέρη, το 2000, σκέφτηκα, «για κοίτα να δεις, έχω κάνει και εγώ κομμάτια του Σεφέρη! Να δω αν μπορώ να κάνω κάτι περισσότερο». Ξεφύλλιζα τις συλλογές λοιπόν, και λέω «αυτά τα Χαϊκού που μου αρέσουν, μήπως μπορώ να τα κάνω;» Και το θέμα είναι ότι δεν ήθελα να κάνω δύο ή τρία Χαϊκού, αυτά που μου αρέσουν περισσότερο, αλλά ήθελα να κάνω και τα δεκαέξι! Να αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. Όποτε το αποφάσισα.

Κάποια από αυτά, ομολογώ ότι με δυσκόλεψαν παραπάνω από κάποια άλλα, όμως στην πλειονότητά τους η έμπνευση ήρθε σχεδόν αυτόματα. Τα πιο πολλά από αυτά έγιναν μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας. Οπότε ουσιαστικά πιστεύω ότι είναι μία τρελή ιδέα η οποία διαμορφώθηκε σχετικά σύντομα. Σε λίγες μέρες το όλο πράγμα είχε τελειώσει! Μιλάμε πάντα για τον σκελετό της δουλειάς.

Εντυπωσιακό σίγουρο. Ακόμα πιο εντυπωσιακό όμως είναι το διεθνές project που στήθηκε από τον Μπογιατζή. Πώς όμως από “Δεκαέξη Χαϊκού Και Άλλες Ιστορίες” έγινε… “Sixteen Haiku & Other Stories”;

Η ιδέα για την διεθνή παραγωγή ρίχτηκε από την Hitch Hyke, όταν ακόμα ήμασταν στα τελειώματα του ελληνικού δίσκου. Η εταιρία είδε το τελικό demo, προτού το τελικό remix και το post production που έκαναν ο Coti K και Αντώνης Λιβιεράτος, και ενθουσιάστηκε με το όλο αποτέλεσμα και αποφάσισε ότι θα ήταν κρίμα αυτή η δουλειά να μην βγει παραέξω. Όποτε έριξε την ιδέα να κάνουμε κάτι με κάποιους καλεσμένους τραγουδιστές. Αρχικά προτάθηκε η Carla και ο Jim Sclavunos. Και οι δύο ακούσανε το πρώτο draft, δέχτηκαν αμέσως, και η Carla μάλιστα ήρθε αμέσως στην Ελλάδα για να ηχογραφήσει τα κομμάτια της, τον Ιούνιο, εφτά περίπου μήνες προτού κυκλοφορήσει στην αγορά ο ελληνικός δίσκος! Μόλις τελείωσε λοιπόν το post production από τον Coti και τον Αντώνη, γράψαμε τα κομμάτια της, και πήγαμε και στην Πάτμο για λίγες μέρες όπου γυρίσαμε και το video clip. H πρώτο στάδιο ήταν αυτό.

Το δεύτερο στάδιο όμως, παίχτηκε μόλις κυκλοφόρησε ο ελληνικός δίσκος. Τον ακούσανε από την αγγλική Tongue Master Records, και αφού ακούσανε και την ιδέα της Hitch Hyke, είπαν ότι εδώ μπορούσε να γίνει κάτι πραγματικά πολύ μεγάλο. Προτάθηκε λοιπόν μία πολύ μεγάλη γκάμα τραγουδιστών, οι οποίοι όλοι πήραν τα κομμάτια, και οι περισσότεροι δέχτηκαν να κάνουν κάτι. Έτσι έγινε αυτό που έχουμε σήμερα.

Cat Power, Mark Eitzel, Alejandro Escovedo, Edith Frost, Howe Gelb, Alex Gordon, John Grant, James William Hindle, Simon Joyner, Pinkie Maclure, Mark Mulcahy, Lee Ranaldo, Martine Roberts, Laetitia Sadier, Jim Sclavunos, Carla Torgerson, Robert Wyatt, Steve Wynn… Δεκαοχτώ διαφορετικοί σπουδαίοι μουσικοί, δεκαοχτώ σπουδαίοι μπελάδες όταν προσπαθείς να στήσεις ένα project με όλους αυτούς. Πως πέτυχε η επικοινωνία και η συνεργασία με όλους αυτούς;

Δεν επικοινώνησα άμεσα με όλους. Οι πιο πολλοί είχαν κάποια επικοινωνία μαζί μου, περισσότερο μέσω e-mail, και λιγότερο τηλεφωνικά. Όμως αρκετοί από αυτούς δεν ακούσανε ποτέ την φωνή μου, δεν μιλήσαμε ποτέ με e-mail. Τα είχε αναλάβει όλα η Tongue Master.

Καλά όμως… Και ο Robert Wyatt; Ο μουσικός αυτός θρύλος ηχογράφησε μόλις οκτώ albums μέσα σε 32 χρόνια, μπορούμε να φανταστούμε πόσο δύσκολος ήταν για να πειστεί να χαρίσει την κλασική του φωνή στο εισαγωγικό κομμάτι των Χαικού. Ή μήπως δεν ήταν;

Ειδικά για τον Wyatt, πραγματικά δεν το πίστευα όταν έστειλα κανονικά γράμμα με το ταχυδρομείο λέγοντας ότι του αρέσει πολύ η ιδέα, και αφού επέλεξε εκείνος το κομμάτι που ήθελε, το κομμάτι της εισαγωγής, από αυτά που του προτείναμε, δέχθηκε να το κάνει. Μάλιστα, ήταν από τους πρώτους που έστειλαν την ταινία τους!

Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι όλοι οι καλλιτέχνες-καλεσμένοι δεν ηχογράφησαν μόνο ένα τραγούδι, αλλά αρκετά ακόμα, από τα οποία ο Μπογιατζής είχε την τύχη αλλά και την ατυχία ταυτόχρονα να επιλέξει την καλύτερη εκτέλεση για κάθε ένα κομμάτι.

Η Carla όταν ήρθε εδώ έκανε πέντε κομμάτια. Η Edith Frost έκανε έντεκα! Το πήρε πάρα πολύ πατριωτικά. Έχουμε πάρα πολλά κομμάτια από όλους και εδώ υπάρχει ένα ζήτημα. Πραγματικά στεναχωριέμαι γιατί κάποιοι καλλιτέχνες θα άξιζαν να είχαν περισσότερο κομμάτια στο δίσκο. Η Edith Frost βέβαια έχει και ένα κομμάτι στο bonus disc που κυκλοφόρησε, άρα στο όλο πακέτο έχει ουσιαστικά δύο κομμάτια από τα έντεκα που ηχογράφησε. Επίσης ένα ακόμα κομμάτι της θα κυκλοφορήσει με το cd του επόμενου τεύχους του βρετανικού περιοδικού – fanzine “Comes With A Smile”.

Υπάρχει μία επιφύλαξη, από αυτούς τους καλλιτέχνες που έκαναν τόση δουλειά να δώσουμε και άλλα κομμάτια. Γενικά όμως, η ιδέα αρχικά ήταν να έχουμε ένα κομμάτι από κάθε ένα καλλιτέχνη. Αυτό λίγο πολύ τηρήθηκε, με κάποιες μικρές εξαιρέσεις βέβαια, όπως με τον Lee Ranaldo, που έχει δύο κομμάτια

Οι συναυλίες για να υποστηριχθεί αυτό το project θα πρέπει επίσης να είναι ιδιαίτερες…

Για τα live υπάρχει μία λογική, του να κάνουμε ανά τακτά διαστήματα live με κάποιους από τους guest καλλιτέχνες του δίσκου. Συζητάμε πολλά, με την Carla να ξεκινάει πρώτη στις 8-9 Νοεμβρίου στο Μικρό Μουσικό Θέατρο, θα ακολουθήσει η Pinkie Maclure τον Δεκέμβριο, και λίγο αργότερα και ο Lee Ranaldo και βλέπουμε.

Να δούμε και τον Robert Wyatt σε κανένα Μικρό Μουσικό Θέατρο, και δεν θέλω τίποτα άλλο…

Όμως υπάρχει ένα σημαντικό ερώτημα το οποίο έχει να κάνει μεταξύ των δύο εκδοχών του ίδιου album. Όσο και να είναι δικαιολογημένα εντυπωσιακή η διεθνής εκδοχή, προσωπικά πάντα επιστρέφω στην περσινή ελληνική εκδοχή. Ο ίδιος ο δημιουργός όμως, αν του έλεγαν ποια από τις δύο εκδοχές των “Χαϊκού” προτιμάει τι θα έλεγε;

Α μπράβο! Αυτή είναι μία πάρα πολύ καλή ερώτηση και περίμενα να μου την κάνει κάποιος, όποτε χαίρομαι που μου δίνεις την ευκαιρία να απαντήσω. Η ελληνική εκδοχή είναι πραγματικά το μεγάλο στοίχημα. Γιατί είναι μία μουσική που δεν είναι ελληνική. Είναι μία μουσική που δεν έχει σχέση με αυτό που ονομάζεται καθιερωμένο ελληνικό rock. H μουσική στα ελληνικά Χαϊκού δεν παραπέμπει σε τίποτα που να έχει προηγηθεί από ελληνική προσπάθεια, για να το πω πολύ γενικά.

Μπήκανε πάνω σε αυτή την μουσική λοιπόν, κάποια ελληνικά φωνητικά, τα οποία πιστέψτε με, έχουν δουλευτεί πάρα πολύ για να κολλήσουνε και να μην προδώσουνε το ύφος της μουσικής. Βασικά η μουσική έχτισε το ύφος και την ατμόσφαιρα, και οι φωνές δουλεύτηκαν με σκοπό να το προσεγγίσουν. Νομίζω ότι σε μεγάλο βαθμό με αντιπροσωπεύει και εκεί παίχτηκε και το μεγάλο στοίχημα.

Τώρα, η διεθνής παραγωγή ουσιαστικά δουλεύει πάνω σε ένα προλειασμένο έδαφος, με την έννοια ότι η μουσική αυτή έχει μία ατμόσφαιρα που de facto δέχεται πιο εύκολα ένα αγγλικό παρά ένα ελληνικό φωνητικό. Οπότε κόλλησε πολύ πιο εύκολα. Παρότι λοιπόν το διεθνές να είναι πιο πετυχημένο ως τελικό αποτέλεσμα, το ελληνικό ήταν το μεγάλο στοίχημα. Γι’ αυτό είναι και η μεγάλη μου αγάπη.

Πέρα από το προσωπικό στοίχημα του δημιουργού, το οποίο λίγο ενδιαφέρει για να λέμε την αλήθεια τον μέσο ακροατή, η προτίμηση στην ελληνική εκδοχή έχει πιο πολύ να κάνει με τη γλώσσα. Όσο πετυχημένη και να είναι η μετάφραση των ποιημάτων του Γιώργου Σεφέρη στην αγγλική γλώσσα, χάνουν αυτό το κάτι άλλο, αυτό που μας κέρδισε όταν ακούγαμε τον τρόπο που η ελληνικότητα των Χαϊκού ερχόντουσαν σε μία δημιουργική συναρπαστική σύγκρουση με την κάθε άλλο παρά ελληνική μουσική των Sigmatropic.

Αυτό είναι το ζήτημα της ποίησης. Στην ελληνική εκδοχή βρίσκεται η πραγματική ποίηση. Στη μετάφραση, όπως και σε κάθε μετάφραση χάνει την ποιητικότητα. Γι’αυτό και εμείς προτιμάμε να λέμε στα Χαϊκού ότι έγινε μία μεταφορά στα Αγγλικά, και όχι ακριβώς μετάφραση, που ουσιαστικά μεταφέρονται κάποια νοήματα. Έχουνε γίνει ίσως και κάποιες αποκλίσεις με σκοπό να προσεγγίσουν και την ρυθμολογία της μουσικής που ήταν άλλωστε δεδομένη και δεν μπορούσε να αλλάξει. Άρα λοιπόν, τα ελληνικά Χαϊκού έχουν και αυτό το αβαντάζ. Μιλάμε για πραγματική ποίηση.

Πέρα από την ιδέα, την μουσική και την μουσική, αυτό που μας αφήνει άφωνους όσους φορές και να ακούσουμε όποια από τις δύο εκδοχές των «Χαϊκού» των Sigmatropic, είναι η αρτιότητα και η ομορφιά της παραγωγής. Σπανιότατο χαρακτηριστικό για τις εγχώριες παράγωγες, που συνήθως ο χαρακτηρισμός «άρπα –κόλλα» ταιριάζει απόλυτα. Όχι όμως εδώ…

Η παραγωγή είναι η παράμετρος που έχει προσεχθεί περισσότερο και στα ελληνικά και στα διεθνή Χαϊκού, με ένα βασικό γνώμονα: την αισθητική. Η αισθητική λοιπόν είναι κάτι που χτίζεται και που έχω αφομοιώσει με τα άπειρα ακούσματα τα οποία συνεχώς εμπλουτίζουν την εμπειρία στο υποσυνείδητο αλλά και μία γενικότερη παρατηρητικότητα που έχω στα πράγματα, από ομιλίες ανθρώπων, κινήσεις αλλά και από όλη τη φύση γύρω μας. Όλα αυτά συνθέτουν μία αισθητική την οποία είχα διαμορφώσει στο μυαλό μου, και αποτέλεσε ουσιαστικά το καλούπι, μέσα στο οποίο μπήκε η μουσική. Αυτό ήταν το Α και Ω.

Και το δεύτερο βασικό σκέλος της παραγωγής ήταν οι ώρες δουλειάς. Πραγματικά μιλάμε για πάρα πολλές ώρες. Το όλο πράγμα έχει βασανιστεί πάρα πολύ. Προηγουμένως είπα ότι ο σκελετός του δίσκου φτιάχτηκε σε λίγα λεπτά και ότι τα κομμάτια φτιάχτηκαν σε ώρες. Πραγματικά ο αντίποδας είναι η δουλειά που επενδύθηκε στο να φτιαχτεί το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα.

Βοήθησε πάρα πολύ η τεχνολογία, κακά τα ψέματα. Αυτός ο δίσκος δεν θα μπορούσε να βγει πριν από δέκα χρόνια. Ακόμα χειρότερο πριν από δεκαπέντε χρόνια, παρά το γεγονός ότι από τότε λέγαμε για τεχνολογία και ηλεκτρονική μουσική.

Στα ελληνικά και στα διεθνή Χαϊκού η παραγωγή έχει παίξει πάρα πολύ σημαντικό ρόλο. Ο Coti και ο Αντώνης Λιβιεράτος έχουν βάλει την υπογραφή τους και το χρυσό τους χέρι παρά το γεγονός ότι είχαν να δουλέψουν με ένα υλικό πάρα πολύ περιοριστικό γι’ αυτούς. Με την έννοια ότι από μένα έφυγαν έτοιμες λύσεις και ο Coti είχε να προσθέσει αλλά είχε και να αφαιρέσει. Πιο πολλές φορές βέβαια αφαίρεσε, και πρέπει να ξέρετε ότι για τον δημιουργό το να αφαιρεί είναι σχεδόν αδύνατο. Εγώ συγκεκριμένο δεν μπορώ να αφαιρέσω πράγματα από το δικό μου υλικό. Οπότε ο μόνος που μπορεί να αφαιρέσει είναι κάποιος που είναι ξένος και αποστασιοποιημένος. Όμως δεν μπορείς να εμπιστευθείς τον οποιονδήποτε να αφαιρέσει πράγματα από την δουλειά σου. Ο Coti λοιπόν έκανε αυτή την χρυσή δουλειά με τέτοια σοφία που πραγματικά του βγάζω το καπέλο. Αντίστοιχα πράγματα συνέβησαν και με τον Αντώνη τον Λιβιεράτο, με τον οποίο ουσιαστικά μοιραστήκαμε το post production.

Το στοίχημα λοιπόν το κέρδισε ο Μπογιατζής, και μάλιστα εις διπλούν. Τώρα που έχει θέση τον πήχη όμως τόσο ψηλά, ποιο θα μπορούσε να είναι το επόμενο δημιουργικό του βήμα;

Αυτή είναι μία δύσκολη ερώτηση, και να σου πω την αλήθεια κάθισα και την σκέφτηκα την απάντηση. Ο τίτλος της απάντησης είναι «Αποφόρτιση». Εννοώ δηλαδή ότι μετά από κάτι τόσο φορτισμένο ο μόνος τρόπος για να μπορέσεις να κάνεις κάτι είναι ή να πας αλλού ή να μικρύνεις πάρα πολύ. Ο στόχος των Χαϊκού ήταν πολύ μεγάλος. Και μένα ακόμα στην αρχή με γέμισε δέος, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν κόλλησα πουθενά. Το προχώρησα και πολλές φορές κάνοντας και τα στραβά μάτια, είτε στην ποίηση του Σεφέρη στην ελληνική εκδοχή, είτε στο ότι έχω να δουλέψω την φωνή του Wyatt, της Carla, του Gelb και τόσων άλλων στην διεθνή. Έπρεπε μετά από κάποια στιγμή να ξεχάσω ότι έχω να μεταχειριστώ υλικό που μου είχανε δώσει με κάθε ευκολία όλοι αυτοί οι σπουδαίοι μουσικοί, να ξεπεράσω τον φόβο της ευθύνης και να συνεχίσω και να προχωρήσω γιατί αλλιώς δεν θα πήγαινε πουθενά το πράγμα.

Μετά από όλη αυτή την φόρτιση πρέπει να πάω αλλού. Έχω λοιπόν δύο project στα σκαριά, ένα με διασκευές, πολύ πειραγμένες φυσικά, και ένα με κομμάτια Sigmatropic τα οποία όμως θα έχουν πολύ αυστηρούς περιορισμούς, μόνο για παράδειγμα ακουστικά όργανα, κάτι πολύ συγκεκριμένο στο χαρακτήρα του.

Ποια όμως η θέση των Sigmatropic και των «Χαϊκού» στην σύγχρονη ελληνικά πραγματικότητα με τα ακούσματα που κυριαρχούνε;

Δύσκολη ερώτηση επίσης. Θα μπορούσε, δεν ξέρω αν το κάνει, να προσθέσει κάποιες πινελιές για να χρωματίσει λίγο το τοπίο. Αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει ένα ακόμα πράγμα να γίνει επίσης. Να ακουστεί από περισσότερο κόσμο, γιατί δεν έχει ακουστεί πραγματικά. Είναι ένα υλικό που με ένα ή δύο ακούσματα ίσως και να χάνει τον κόσμο. Δεν ξέρω τι συμβαίνει στα πεπειραμένα αυτιά, όμως από κάποιους φίλους, γνωστούς ή και άγνωστους, έχω ακούσει ότι όλοι συμφωνούν στο εξής: ότι ανακαλύψανε πράγματα στο δίσκο ύστερα από το τρίτο και τέταρτο άκουσμα. Οπότε κάπου υπάρχει κάτι άδικο σε γενικές γραμμές για τέτοιο υλικό, το οποίο δυστυχώς δεν καταφέρνει να ακούγεται πάρα πολύ από το ραδιόφωνο και γενικότερα από τα media, αλλά και από τα μεγάφωνα της πόλης, εάν υπήρχε τέτοιο πράγμα. Η θέση του πιστεύω ότι είναι στο χώρο της μουσικής που κινούνται οι μουσικόφιλοι αρκεί βέβαια να δίνονται οι ευκαιρίες να ακούγεται αυτό το υλικό.. Αυτή τη στιγμή η πρόσβαση κυρίως γίνεται από στόμα σε στόμα, το οποίο όμως λειτουργεί σε ένα κλειστό κύκλωμα. Μόνο υπό άλλες προϋποθέσεις μπορεί το υλικό να πάρει μεγάλες διαστάσεις.

Μήπως όμως δεν υπήρξαν οι κατάλληλες κινήσεις από τον ίδιο και από την εταιρία οι οποίες βοηθούσαν το υλικό να φτάσει στους ακροατές που πρέπει και να πάρει τις διαστάσεις που δικαιούται;

Υπήρξαν πολλές ιδέες. Στον ελληνικό δίσκο, όπως αποδείχτηκε, ήταν τελικά λίγο δειλές και διστακτικές. Τώρα, με την διεθνή εκδοχή, υπάρχει πιο μεγάλη διάθεση και από εμάς σαν group αλλά και από την εταιρία, και αυτό θα έχει σαν επακόλουθο πιστεύω να τραβήξει και τον ελληνικό δίσκο μαζί.
To ελπίζω.

Download

Sigmatropic with Mark Mulkahy - Haiku Three (In the Museum Garden) [MP3 - 128 kbps - 31 secs - 485kb]
Sigmatropic with Cat Power - Haiku Ten [MP3 - 128 kbps - 30 secs - 384 kb]
Sigmatropic with John Grant (Czars) - Haiku Fourteen (b) [MP3 - 128 kbps - 24 secs - 384 kb]

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured