Άγγελος Κλειτσίκας

Στην εκπνοή του 2016, ο αινιγματικός Αθηναίος πίσω από το τόσο αστικό ψευδώνυμο, κυκλοφόρησε έναν από τους πιο ξεχωριστούς ελληνόφωνους δίσκους που ακούσαμε τα τελευταία χρόνια. Τριάντα κομμάτια που δεν φοβούνται να περπατήσουν κάθε λογής μουσικό χωράφι και παράλληλα τριάντα ιστορίες προερχόμενες από «συγκεκριμένα» αττικά διαμερίσματα, συνδιαμορφώνουν μια δουλειά που σε κάθε της γωνία μεταφέρει την εμπειρία της πρωτεύουσας. Αφορμή αρκετή, λοιπόν, για να συζητήσουμε μαζί του για τον έρωτα, τη μνήμη, τις αντιφάσεις της ζωής και την πόλη την οποία αγαπάει...

Ποια είναι η ιστορία πίσω από τη σύλληψη και την πραγμάτωση της νέας σου δουλειάς; Τι σε πυροδότησε να «κρυφοκοιτάξεις» σε 30 αττικά διαμερίσματα και να αφηγηθείς τις ιστορίες από το καθένα;

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αυτό που μου άρεσε περισσότερο είναι να παρατηρώ τους ανθρώπους –στην Ξύλευση του Μπέρνχαρτ θα ήμουν σίγουρα ο αφηγητής. Όσο περνάνε τα χρόνια, διαπιστώνω πως συνδέονται σιγά σιγά οι συμπεριφορές μας, σαν να συμπληρώνεται λίγο περισσότερο το παζλ της ζωής. Μπορώ εύκολα να αναβιώσω την αίσθηση που είχα όταν ήμουν 10 και παράλληλα να υποθέσω το πώς θα είμαι στα 50. Οπότε, καθώς έγραφα τα τραγούδια αυτά, προέκυπτε απολύτως φυσικά το να αναφέρομαι σε διάφορα στιγμιότυπα που, ημερολογιακά, μπορεί να φαίνεται ότι απέχουν πολύ.

Μεταξύ άλλων, στην περιγραφή του νέου σου δίσκου αναφέρεται: «Καλωσορίσατε στα "Συγκεκριμένα Διαμερίσματα", το soundtrack της Αθήνας». Τι κάνει τον δίσκο να ηχεί ως μία τόσο έντονη αττική εμπειρία;

Τα Δελτία Τύπου είναι αναγκαίο κακό, οπότε έγραψα κάτι σε ύφος trailer ταινίας, πιο πολύ σαν παιχνίδι. Θα προτιμούσα να μην υπήρχαν καθόλου, είναι άχρηστες πληροφορίες. Ο καθένας θα προσέγγιζε με πιο ουσιαστικό τρόπο τη μουσική, αν άκουγε τα άλμπουμ χωρίς την παραμικρή καθοδήγηση· φοβάμαι ότι πολλοί, από ακροατές της μουσικής, έχουν μεταλλαχθεί σε αναγνώστες της. Όπως και να 'χει, αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι αυτά τα τραγούδια είναι μια προέκταση του εαυτού μου, ένα –άλλες φορές λιγότερο, άλλες περισσότερο– κρυπτογραφημένο ημερολόγιο με σκέψεις και περιστατικά από τη ζωή μου. Από εκεί και πέρα, το αν και με ποιον τρόπο το αποτέλεσμα είναι για κάποιον μια «έντονη αττική εμπειρία», μάλλον είμαι ο τελευταίος που μπορεί να το απαντήσει.

008cKtiria_2.jpg

Ο δίσκος αποτελεί ένα μεταμοντέρνο ηχητικό κολλάζ από πολλά μουσικά είδη. Επιχείρησες να συμπυκνώσεις σε αυτό όλα τα ερεθίσματα και τις καταβολές σου;

Δεν ήταν αυτή η πρόθεση. Κάθε κομμάτι το νιώθω σαν μια σκηνή από ένα έργο, μια φωτογραφία από ένα δωμάτιο ή μια σεκάνς από πλάνα που συνδέονται συνειρμικά. Και, κάπως έτσι, φτιάχνω τα σκηνικά, φωτίζω με διάφορους τρόπους τον χώρο και σκηνοθετώ τις μελωδίες. Δεν έχω ποτέ στον νου μου την εικόνα ενός οργάνου που παίζεται –όταν ας πούμε χρησιμοποιώ ένα πιάνο, για μένα σημειολογικά αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Δεν σκέφτομαι με βάση τα μουσικά είδη, μάλλον επειδή δεν τα γνωρίζω και τόσο καλά. Κάποιες φορές μπορεί να χρειαστεί να φτιάξω έναν νέο ήχο, κάτι που κάνω με μεγάλη ευχαρίστηση και παιδική περιέργεια. Οπότε, ήταν η πρώτη ύλη του συγκεκριμένου άλμπουμ που ζητούσε μια τέτοια διαχείριση και κάπως έτσι προέκυψαν τα ανάλογα ηχοχρώματα.

Έγραψες το άλμπουμ από τη θέση του πρωταγωνιστή ή του παρατηρητή των ιστοριών σου;

Συνυπάρχουν και οι δύο οπτικές γωνίες. Ακόμα και μέσα στο ίδιο κομμάτι, μπορεί οι στίχοι να είναι από τη μεριά του πρωταγωνιστή, αλλά κάποια στοιχεία στη μουσική να κρατάνε τον ρόλο του παρατηρητή και αντίστροφα. Επίσης, μέσα στο ίδιο το κείμενο μπορεί να αλλάζει η θέση, όπως π.χ. συμβαίνει στο "Θέλω Να Σε Δω Γυμνή".
 
Ορισμένες μελωδίες είναι τόσο πιασάρικες, ώστε νοιώθει κανείς την επιθυμία να τις σιγοτραγουδήσει ασυναίσθητα στον δρόμο. Αλλά την ίδια στιγμή οι στίχοι μοιάζουν σουρεαλιστικοί και μακάβριοι (π.χ. «σπάσ’ του τα κόκαλα στα δύο», «η έξοδος κινδύνου είναι εκτός λειτουργίας», «είμαστε σε ένα χειρουργείο»). Τι σκοπό εξυπηρετεί αυτή η αντίφαση;

Νομίζω ότι, γενικότερα, οι μουσικές μου είναι πολύ απλές. Τις μελωδίες που ανέφερες ως παραδείγματα φαίνεται ότι είναι πιο εύκολο να τις εμπεδώσει κανείς με την πρώτη, επειδή επαναλαμβάνονται –καθεμία για διαφορετικούς λόγους. Αλλά, όποιος δώσει λίγο παραπάνω χρόνο για να ακούσει τον δίσκο, δεν θα τις βρει περισσότερο εύπεπτες από τις υπόλοιπες. Η αντίφαση υπάρχει έτσι κι αλλιώς, ως στοιχείο της πραγματικότητας. Για παράδειγμα, το "Καθώς Ξημερώνει Η Δευτέρα", όπου μια μελωδία σαν παιδικό τραγούδι συνδυάζεται με ένα (ας το πούμε) ενήλικο κείμενο, είναι ένα σχόλιο: ότι τα χαριτωμένα παιδάκια που βλέπεις στο προαύλιο είναι κατά βάθος τέρατα, τα οποία μπορούν να σου φερθούν πολύ σκληρά. 

008cKtiria_3.jpg

Ποια είναι η ιστορία πίσω από το νοσταλγικό εξώφυλλο του άλμπουμ;

Είναι μια φωτογραφία από τα μέσα των 1980s, τραβηγμένη στην ταράτσα του πατρικού μου σπιτιού –το κομμάτι που ανοίγει τον δίσκο είναι για εκείνο το διαμέρισμα. Σε εκείνη τη θέα και τον ακάλυπτο ακριβώς από κάτω έχω αναφερθεί πολλές φορές στα τραγούδια μου. Αυτή η φωτογραφία παίζει με το στοιχείο της κλίμακας, τον άνθρωπο και την πόλη, το αστείο και το σοβαρό, οπότε αυτομάτως μου φάνηκε πολύ ταιριαστή για εξώφυλλο. Συν τοις άλλοις, με ιντριγκάρει η ιδέα του να χρησιμοποιείται κάτι με έναν τρόπο διαφορετικό απ’ αυτόν για τον οποίο αρχικά προοριζόταν, κάτι που κάνω συχνά και με αντικείμενα που χρησιμοποιώ στις ηχογραφήσεις. Έτσι, η συγκεκριμένη φωτογραφία ήταν καταχωνιασμένη σε ένα συρτάρι και σίγουρα κανείς δεν θα φανταζόταν ότι θα μπορούσε, 30 χρόνια μετά, να γίνει εξώφυλλο δίσκου.
 
Η μουσική σου ακούγεται πολύ σύγχρονη, έχει αναφορικότητα κατά κάποιον τρόπο στο εδώ και στο τώρα. Πού πιστεύεις ότι οφείλεται το γεγονός ότι η μουσική δημιουργία χαρακτηρίζεται από μία ευρύτερη τάση ρετρολαγνείας; Γιατί απουσιάζει η άμεση δημιουργική αντίδραση σε ερεθίσματα του παρόντος;

Νομίζω ότι πάντα υπήρχε άμεση δημιουργική αντίδραση που εκφραζόταν μέσα από σύγχρονες ιδέες και τάσεις, αλλά ο περισσότερος κόσμος και η πλειονότητα των μουσικοκριτικών ποτέ δεν είχαν γρήγορα αντανακλαστικά για να ανακαλύψουν και να εκτιμήσουν αυτό που συνέβαινε στον εκάστοτε παρόντα χρόνο. Πόσο μάλλον σήμερα, που έχουμε χάσει τη μπάλα μέσα από αυτή τη βίαιη αλλαγή στο τοπίο της πληροφορίας.

Μέχρι ο σύγχρονος άνθρωπος να εξελιχθεί σε κάτι άλλο, θα του είναι πιο βολικό να μένει στα κεκτημένα, για να μην αποδεχτεί την αμηχανία του μπροστά σε κάτι νέο.

Οι ακροατές θα ζητάνε κάτι που να μην τους πολυζορίζει, κάτι που να μπορεί να αφομοιωθεί στα πρώτα 10 δευτερόλεπτα και οι μουσικοί, αν θέλουν να υπάρχει άμεσο πρακτικό αντίκρισμα, θα δημιουργούν κάτι γνώριμο και προβλέψιμο. Τι πιο εύκολο, λοιπόν, απ’ το να αναπαράγεις δοκιμασμένες συνταγές.

Σήμερα, ας πούμε, γίνεσαι talk of the town αν παίζεις ψυχεδελικό ροκ τέλη 1960s/αρχών 1970s· παλιότερα ήταν η electropop, αύριο θα είναι κάτι άλλο. Το πρόβλημα με τη ρετρολαγνεία, όπως τουλάχιστον εκφράζεται σήμερα, είναι ότι δεν πρόκειται για ενσωμάτωση κάποιων στοιχείων στο τώρα, αλλά για μια τάση όσο πιο πιστής μίμησης στο περιτύλιγμα, αφήνοντας εκτός την ουσία που είχε το εκάστοτε ρεύμα.

Κι έτσι, ενώ η μουσική εκ φύσεως μπορεί να είναι μια συναρπαστική εμπειρία, απρόβλεπτη σε κάθε δευτερόλεπτο, να σου ανοίγει έναν δρόμο να βγεις απ’ τον εαυτό σου και να εκτεθείς σε νέες αισθήσεις, τελικά προβάλλεται η συμμαζεμένη εκδοχή της: αυτή που δεν θα κάνει κανέναν να νιώσει άβολα.

Ακούγεται σαν ανέκδοτο.

008cKtiria_4.jpg

Ο κεντρικός κορμός των όσων ακούμε στα Συγκεκριμένα Διαμερίσματα φαίνεται σαν συνειρμικός στοχασμός πάνω σε μία ερωτική ιστορία. Είναι τελικά αυτές οι ιστορίες που μας καθορίζουν και αξίζουν να τραγουδηθούν περισσότερο, έναντι των υπόλοιπων περιπετειών της ζωής;

Πιστεύω ότι όλα ξεκινάνε και καταλήγουν στον έρωτα. Είναι ο λόγος για τον οποίον ζούμε –κι αν δεν υπάρχει λόγος, το να είσαι ερωτευμένος είναι σίγουρα ο πιο όμορφος τρόπος για να περάσεις τη ζωή σου. Είναι η κινητήρια δύναμη για να γινόμαστε καλύτεροι, ξεπερνώντας μικρότητες κι εγωισμούς. Κι αν κρίνουμε από την καλλιτεχνική έκφραση ανά τους αιώνες, ο άνθρωπος πάντα βίωνε ως μεγαλύτερο πλήγμα το τέλος μιας ερωτικής ιστορίας, απ' ό,τι έναν πόλεμο με χιλιάδες θύματα.

Πάντα μια έντονη ερωτική ιστορία δίνει έναυσμα για να την τραγουδήσεις ή γενικότερα να δημιουργήσεις κάτι, είτε αυτό έχει να κάνει με τη σκιαγράφησή της, είτε με τα εμπόδια που συναντάει κανείς ώσπου ή όσο τη βιώνει. Νομίζω ότι τα εμπόδια –ακόμα και τα μεγάλης κοινωνικής κλίμακας– τα στήνουν άνθρωποι ανέραστοι, που μπορεί κάποιος να τους χαρακτηρίσει «ευτυχισμένους μες στην άγνοιά τους», αλλά κατά βάθος είναι άνθρωποι που πάντα κάτι λείπει απ’ τη ζωή τους.

Οπότε, ναι, ακόμα κι αν σε ένα πρώτο επίπεδο π.χ. η "Αόρατη Μηχανή" και το "Εμπορικό Κέντρο" είναι τραγούδια κοινωνικού στοχασμού, αν δεν υπήρχε ο έρωτας, δεν θα τα έγραφα. Θα ήταν σαν να γκρινιάζω.

008cKtiria_5.jpg

Έχω την αίσθηση πως κοινό σκηνικό όλων των ιστοριών είναι η Αθήνα, όπως άλλωστε αναφέρεις πολύ εύστοχα και στον στίχο «Tώρα μπορείς να διαλέξεις μια άλλη πόλη να μείνεις, μα αυτή θα ξέρει τα πάντα απ’ τη μικρή μας ζωή». Τι σε κρατάει σε επαφή με την Αθήνα;  Σε ποια σημεία μέσα στον χώρο και στον χρόνο της συνδέεσαι με τις πιο αυθεντικές πτυχές του εαυτού σου;

Η Αθήνα όσο πάει ασχημαίνει. Σε κάθε βόλτα που κάνω, μου δίνει την αίσθηση ότι «μας έχουν όλοι εγκαταλείψει», όπως ακούγεται και στο "Η Πόλη Απόψε". Ίσως παλιότερα να ήταν κάπως καλύτερα. Για παράδειγμα, κάποτε κοντά στο πατρικό μου υπήρχαν αλάνες και χωματόδρομοι που φτάνανε μέχρι τον Κηφισό, ενώ τώρα εκεί βλέπεις μόνο κακόγουστες πολυκατοικίες –όμως έτσι κι αλλιώς δεν θυμάμαι να ένιωθα ποτέ ότι ζούσα σε ωραία πόλη. Αυτό που την έκανε γοητευτική ήταν κατά βάθος οι ιστορίες τις οποίες ζούσα μέσα σε αυτήν.

Καλώς ή κακώς, εδώ μεγάλωσα, εδώ έζησα έρωτες, απογοητεύσεις, χαρές, έκανα φίλους, πέρασα μαγικά βράδια, οπότε τα διαμερίσματα-τέρατα των εργολάβων και οι δρόμοι του κέντρου κρατάνε τα κλειδιά των αναμνήσεών μου, πίσω από την ασχήμια τους. Η πλατεία Βάθης είναι η επιστροφή στο σπίτι μου κρατώντας έναν νέο δίσκο, η πλατεία Αττικής ένα καφενείο στο οποίο ξημερώναμε έφηβοι, η Ακαδημία Πλάτωνος είναι οι πρώτες μου βόλτες, η Λένορμαν το πρώτο μου σινεμά, το Θησείο είναι τα φοιτητικά μου χρόνια, οι σταθμοί Λαρίσης και Πελοποννήσου είναι οι αφετηρίες και οι προσμονές μου για ένα όμορφο ταξίδι.

Φυσικά και θα ήθελα να ζω σε μια πόλη πιο καθαρή, με περισσότερο πράσινο, πιο χαμηλά κτίρια και πιο συνειδητοποιημένους κατοίκους. Αλλά το ξέρω ότι, αν φύγω από εδώ, θα είναι σαν να αποκόπτομαι από ένα μέρος του εαυτού μου. Και χρειαζόμαστε τη μνήμη, για να κατανοήσουμε καλύτερα το παρόν.

{youtube}l8CvM3yG9qg{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured