φωτογραφίες 1,3: Joe Pateraki

Μία από τις πρώτες μουσικές μου αναμνήσεις, είναι η μητέρα μου να τραγουδάει την "Ωραία Κοιμωμένη". Τότε είχαν ήδη περάσει 15 χρόνια από την Εκδίκηση Της Γυφτιάς, δίσκο που ήταν (και είναι) βαθιά εγγεγραμμένος στο μουσικό DNA του τόπου. Ο Νίκος Ξυδάκης έχει στο μεταξύ προχωρήσει, εξερευνώντας διάφορους δρόμους και ψηλαφώντας τις ραφές μεταξύ των ειδών με ευαισθησία και διάθεση για εξέλιξη. Με αφορμή λοιπόν την τελευταία συναυλία του κύκλου Μετασχηματισμοί, στην οποία θα παρουσιαστεί ένας κύκλος δικών του μελοποιήσεων σε Heinrich Heine (για τους άλλους 3 της βραδιάς υπεύθυνοι είναι οι Δημήτρης Παπαδημητρίου, Τάσος Ρωσόπουλος & Κώστας Μάκρας), μας μίλησε για τη σύγχρονη κατάσταση της δισκογραφίας, τη μουσική ανάγνωση της ποίησης, μα και την απέχθειά του για τα ταχυφαγεία και τα πολύ καλά εστιατόρια...

Η Εκδίκηση Της Γυφτιάς (1978) είναι ένας δίσκος που, μουσικά, εξέφρασε μία κοινωνικοπολιτική μετατόπιση. Βρίσκετε να υπάρχει η ανάγκη για κάτι ανάλογο σήμερα;

Υπήρχε ακόμη παρθένο έδαφος, τότε. Το λαϊκό τραγούδι, μουσικά τουλάχιστον, είχε μεγάλο ενδιαφέρον. Δεν είχε χάσει την επαφή με τους λαϊκούς δρόμους, τους τρόπους και τους ρυθμούς. Ας πούμε λοιπόν πως αυτά τα στοιχεία βρίσκονταν στο περιθώριο. Φυσικό ήταν να πάρει και κοινωνική/πολιτική χροιά αυτή η επιρροή και σχέση της Εκδίκησης Της Γυφτιάς –εξ'ου και ο τίτλος. Σήμερα μπορεί να συναντάς σποραδικά, από 'δω κι από 'κει, κάποια τέτοια σχέση με τη λαϊκή αυτή παράδοση. Κυρίως μία πρόκληση στο αίσθημα ή μία επιθετικότητα συναντάς. Αυτό δεν ξέρω να παρουσιάζει κανένα μουσικό ενδιαφέρον. Η εάν είναι και ουσιαστικά πολιτικό. Και στην πιο τραχιά και ρεαλιστική της όψη, η λαϊκή μουσική είχε πάντα ένα ραφιναρισμένο αίσθημα. Ίσως νέοι άνθρωποι ανιχνεύσουν τα ίχνη της.   

019Xydakis_2.jpg

Ξεκινήσατε να συνθέτετε για φωνές άλλων, στην πορεία όμως τραγουδήσατε τα δικά σας τραγούδια. Τι αλλάζει στη δημιουργική διαδικασία όταν συνθέτεις για τη φωνή σου;

Η φωνή είναι ένα όργανο κι αυτή. Γράφεις πάνω στις δυνατότητες και στις ιδιαιτερότητές της. Η μουσική που γράφεις κρίνεται με βάση την αξία της. Με ενδιαφέρει έτσι εάν είναι ένα καλό τραγούδι και η "Τρελή Κι Αδέσποτη" και η "Άννα Καρένινα", από όσα έχω γράψει.

Με τη δισκογραφία να ψυχορραγεί, πώς επηρεάζεται το ελληνικό μουσικό τοπίο; Και πώς σας επηρεάζει δημιουργικά ο τρόπος με τον οποίον ακούμε πλέον μουσική;

Μου φαίνεται πολύ κακό που η δισκογραφία χάνεται. Στην Ελλάδα κυρίως, ο δίσκος είναι απαξιωμένος. Και σαν αντικείμενο, πλέον. Τηρουμένων των αναλογιών, είναι σαν να μην υπάρχουν βιβλία. Καταργείται η κατ'ιδίαν ακρόαση που καλλιεργεί την κρίση μας. Ασφαλώς η μουσική, από τη φύση της, δίνει προτεραιότητα στη ζωντανή εκτέλεση. Δεν νομίζω ότι όταν γράφει κανείς έχει πολλά περιθώρια να σκέφτεται πώς τον ακούνε. Ζωντανά, από το ραδιόφωνο ή το διαδίκτυο.

Δημιουργείτε στην Αθήνα τα τελευταία (σχεδόν) 40 χρόνια. Αν κι έχει αλλάξει σαν τοπίο, δομή και χαρακτήρας, τι μένει ακόμα ζωντανό από την τότε Αθήνα;

Δεν είμαι και υπέργηρος για να σας απαντήσω για την Τότε Αθήνα. Αν και μιλάτε για τα ''Σαράντα'' της! Σίγουρα τώρα είναι μία μεταπρατική πόλη. Και πιο κουρασμένη. Δεν περιμένεις να δεις τον Ελύτη στον δρόμο, τον Χατζιδάκι και τον Γκάτσο στου Φλόκα, τον Ζαμπέτα να περνάει έξω από το Βrazilian ή φίλους σου όπως τον Χρήστο Βακαλόπουλο ή τον Κωστή Παπαγιώργη επίσης στους δρόμους. Ένα αίσθημα απώλειας λοιπόν, το έχεις. Και από ανθρώπους της, αλλά και από την Ατμόσφαιρά της –και τη λαϊκή και την αστική. Μια Αύρα της βέβαια υπάρχει και εξακολουθεί να με αγγίζει, για να μιλήσω και σαν μουσικός. Παρά την υποβάθμιση, τους Άστεγους και τη Θλίψη.  

019Xydakis_3.jpg

Θέλω να σταθώ στο τραγούδι σας “Στο Εστιατόριο Που Τρων' Τα Συνεργεία”. Πάντα είχα την αίσθηση πως περιγράφει με έναν πολύ απλό –πλην ειλικρινή και ιδιοτύπως ευαίσθητο– τρόπο, μία πολύ ανθρώπινη κατάσταση. Είχατε ποτέ δεύτερες σκέψεις με τη θεματολογία των τραγουδιών σας;

Για να παραμείνω όσο μπορώ ειλικρινής και ιδιοτύπως ευαίσθητος, δεν μου αρέσουν τα Ταχυφαγεία, ούτε τα πολύ καλά Εστιατόρια πλέον. Και δεν μου ταιριάζει να παριστάνω τον Λαϊκότροπο. Τρώγω και γράφω όπου αγαπάω και μου αρέσει.

Φτάνουμε λοιπόν στο καινούριο σας εγχείρημα: μελοποίηση της ποίησης του Heinrich Heine, μαζί με 3 ακόμα συνθέτες, για τον κύκλο Μετασχηματισμοί. Πώς αντιμετωπίσατε συνθετικά τον Heine;

Με έναν Ρομαντισμό πιο Μεσογειακό. Και με ένα Αίσθημα που ταιριάζει στη Γλώσσα μας και στα Ελληνικά. Και που πιστεύω διασώζει η μετάφραση του Διονύση Καψάλη.

Από τη Σαπφώ στον Heine και από τον Λαπαθιώτη στον Καρυωτάκη, φαίνεται να έχετε ουσιαστική σχέση με τον ποιητικό λόγο. Τι σας συναρπάζει στη μουσική ανάγνωση της ποίησης;

Μου χαρίζει ένα αίσθημα ελευθερίας στη μουσική. Αυτό που πολύ συναισθηματικά αποκαλούμε «Ποιητικό». Καλλιεργεί τη γλώσσα μου. Και, εν μέρει, καλλιεργεί και την Ηθική μου.   

{youtube}F2ARIqzaRrw{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured