Το Avopolis Greek συνάντησε έναν από τους πιο αναγνωρισμένους νέους ερμηνευτές δημοτικού κλαρίνου, τον Αλέξανδρο Αρκαδόπουλο. Η πρώτη φορά που άκουσε ο γράφων τον Αρκαδόπουλο να παίζει ήταν πριν από 10 περίπου χρόνια, σε ένα αυθόρμητο πάρτυ της κατειλημμένης Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Τότε και ο γράφων και ο Αρκαδόπουλος ήταν φοιτητές, ο πρώτος στο φιλολογικό, ο δεύτερος στο τμήμα μουσικών σπουδών. Από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Ο Αρκαδόπουλος ξεσηκώνει και συγκινεί. Είναι πια ένας από τους γνωστότερους ερμηνευτές κλαρίνου της γενιάς του και ίσως ένας από τους πιο ντόμπρους συνομιλητές που θα μπορούσε κανείς να έχει απέναντί του…

 

 

 

Τι σχέση έχει η δημοτική μουσική με την επίσημη μουσική εκπαίδευση;

 

Δεν έχει θέση ο ακαδημαϊσμός στη δημοτική μουσική. Η τελευταία έχει άμεση σχέση με την καθημερινότητα του λαού (γέννηση, θάνατος, γάμος, πανηγύρι). Ο δημοτικός λοιπόν μουσικός δουλεύει στο πάλκο. Αυτό φαίνεται στο παίξιμό του, το οποίο είναι πηγαίο, αυθόρμητο. Είναι δύσκολο για κάποια παιδιά της πόλης που ακούν για πρώτη φορά στη ζωή τους δημοτική μουσική στα 19 τους π.χ. χρόνια, να μπορέσουν να γίνουν αξιοπρόσεκτοι εκτελεστές δημοτικών οργάνων. Τόσο τα ωδεία όσο και τα μουσικά σχολεία βγάζουν παραδοσιακούς μουσικούς που τους λείπουν οι παραπάνω εμπειρίες. Γι’ αυτό θεωρώ ότι με βοήθησε πολύ το γεγονός ότι έζησα στα Γιάννενα μέχρι τα 18 μου. Επίσης βοήθησε στο παίξιμό μου το ότι οι πρώτες συνεργασίες μου ήταν με παλιούς μουσικούς, στην επαρχία.

 

Δηλαδή στα αστικά κέντρα αναπτύσσεται περισσότερο ένα είδος «αστικής» παραδοσιακής μουσικής;

 

Κατά μία έννοια, ναι. Η μόδα της παραδοσιακής μουσικής είναι μονομερώς στραμμένη στη Μικρά Ασία και στην Πόλη.

 

Ναι, αλλά το άλμπουμ σου Τραγούδια Της Ηπείρου δεν παρουσίασε την αναμενόμενη για μένα μουσική αυτής της περιοχής, με τις πεντατονίες της και τους γνώριμους ρυθμούς. Πολλά τριημιτόνια, πολλοί ρυθμοί τσιφτετελίζοντες…

 

Ίσως τελικά ο ίδιος ο τίτλος Τραγούδια Της Ηπείρου να λειτουργεί παραπλανητικά. Οι συγκεκριμένες μουσικές έχουν να κάνουν με το Ζαγόρι, περιοχή εμπόρων και ταξιδευτών, με οικονομική ευμάρεια. Για αυτό τον λόγο και η μουσική της περιοχής διαθέτει ευρωπαϊκά, τούρκικα, πολίτικα αλλά και βαλκανικά στοιχεία. Επί τούτου το συγκεκριμένο άλμπουμ έχει ηχογραφηθεί με μια α-λα-τούρκα νοοτροπία, η οποία ταιριάζει στα συγκεκριμένα κομμάτια. Το Ζαγόρι ξεφεύγει μουσικά από την υπόλοιπη Ήπειρο, όπου κυριαρχούν οι πεντάφθογγες κλίμακες. Κατά μία έννοια υπάρχει μια διαφοροποίηση μεταξύ των ακουσμάτων στα ορεινά και των ακουσμάτων των αστικών κέντρων.

 

Μού έκανε εντύπωση η “Πλεύρα”, όπως και η απόδοση του Περικλή Παπαπετρόπουλου (σάζι)…

 

Η “Πλεύρα” ουσιαστικά είναι ένα κομμάτι προερχόμενο από την Τουρκία μέσω των νησιών, για να καταλήξει στην Πρέβεζα και στο Ζαγόρι. Μουσικά συγγενεύει με τα “Ξύλα” της Μυτιλήνης και με τον οργανικό τούρκικο σκοπό “Cecen Kizi”.

 

Με ποιον τρόπο έγινε αλήθεια η ενορχήστρωση από εσένα και τον Νίκο Μέρμηγκα;

 

Πρώτα έγινε πρόβα από τα πρίμα όργανα (βιολί-κλαρίνο), χωρίς βέβαια στόχο την απόλυτη ταυτοφωνία. Και μετά για κάθε κομμάτι γράψαμε έναν επιμελημένο οδηγό για τη συνοδεία (ακκόρντα). Προσπαθήσαμε η συνοδεία να είναι όσο το δυνατόν πιο λιτή. Θέλαμε να δώσουμε απαντήσεις σε όσους νομίζουν ότι το δημοτικό τραγούδι είναι αφρόντιστο. Παρατηρείς στα διάφορα κέντρα να παίζονται τα λαϊκά και τα ρεμπέτικα τραγούδια με φροντισμένη συνοδεία και ενορχήστρωση, ενώ την ώρα του δημοτικού τραγουδιού να επικρατεί αναρχία στον τρόπο εκτέλεσης. Το πρόβλημα με τη δημοτική μουσική είναι ότι δεν υπάρχουν πρώτες εκτελέσεις για όλους τους σκοπούς, ενώ, όταν υπάρχουν, είναι αρκετά ανοργάνωτες ως προς τη συνοδεία.

 

Και με ποιον τρόπο αποφασίστηκε ποια όργανα θα χρησιμοποιηθούν;

 

Σε κάποια κομμάτια δεν χρειαστήκαμε πάνω από τρία με τέσσερα όργανα, ενώ σε άλλα χρησιμοποιήσαμε μέχρι και είκοσι κανάλια. Η γενική οπτική, ως προς την επιλογή των οργάνων, ήταν κοινή με βάση την αισθητική μας. Από την άλλη πλευρά, μας καθοδηγούσε και το κάθε κομμάτι χωριστά.

 

Έχω παρατηρήσει ότι, κατά μία έννοια, υπάρχουν 4 εκφάνσεις του ήχου σου. Ο ένας ήχος σου βρίσκεται κοντά στον ήχο της ποιμενικής φλογέρας, ο άλλος κοντά στον ήχο του ζουρνά, ένας άλλος θυμίζει την ένρινη φωνή του ψάλτη ενώ έντεχνα κρυμμένο κρατάς, για ορισμένες μόνο στιγμές, τον ήχο που παραπέμπει στο σαξόφωνο. Πώς επιλέγεις κάθε φορά ποιον εαυτό θα βγάλεις;

 

Κάθε παίκτης πρέπει να έχει εναλλαγές στον ήχο του. Η όλη όμως διαδικασία δεν είναι συνειδητή, σε πάει το κομμάτι. Πάντως να ξέρεις ότι στην παικτική   ορολογία το λένε αυτό, π.χ. ότι εδώ παίζεις φλογερίσια, γκαϊντίσια ή ζουρνατζίδικα. Στη συγκεκριμένη όμως δισκογραφική δουλειά έχουμε να κάνουμε με κομμάτια γραμμένα από παλιούς οργανοπαίκτες, οι οποίοι έπαιζαν κλαρίνο ή βιολί. Αυτά τα κομμάτια γεννήθηκαν αφού ήρθε το κλαρίνο στην Ελλάδα. Και αυτό φαίνεται από τη μεγάλη μελωδική έκταση των θεμάτων των κομματιών. Ο ζουρνάς και η φλογέρα έχουν, αντίθετα, μικρή έκταση. Όταν ήρθε λοιπόν το κλαρίνο, λύθηκαν τα χέρια των οργανοπαικτών, καθώς τριπλασιάστηκε η έκταση στην οποία έπαιζαν.

 

Αλήθεια, ποια είναι η ιστορία του ελληνικού κλαρίνου; Νομίζω ότι θα ήταν χρήσιμο να τη μάθουν οι αναγνώστες μας…

 

Κυριαρχούν διάφορες θεωρίες για το πώς ήρθε το κλαρίνο στον ελλαδικό χώρο. Το σίγουρο είναι ότι ήρθε στα μέσα του 18ου αιώνα. Στο δημοτικό κλαρίνο δεν χρησιμοποιείται το σύστημα κλειδιών Μπεμ, όπως στο κλασικό κλαρινέτο, αλλά είτε το Άλμπερτ είτε το Μίλερ. Το σύστημα Μπεμ δεν μας δίνει τη δυνατότητα να παίζουμε όσα θέλουμε. Αυτό καθιστά δύσκολο την ανεύρεση ενός οργάνου με σύστημα κλειδιών Μίλερ ή Άλμπερτ, ακριβώς γιατί δεν τα παράγουν πια οι εταιρείες. Όλα τα όργανα που χρησιμοποιούμε είναι έτσι μεταχειρισμένα, 80 ετών και άνω.

 

Πώς ξεκίνησε η επαφή σου με τη μουσική;

 

Από 4 ετών πήγα στο Ελληνικό Ωδείο, στα Γιάννενα, όπου ξεκίνησα να ασχολούμαι με το πιάνο και με τη θεωρία μουσικής. Μετά από λίγο θέλησα να μάθω κιθάρα και μπουζούκι, τα οποία και μελέτησα με πρακτικούς δασκάλους. Την ίδια εποχή είχε ξεκινήσει ο πατέρας μου να μαθαίνει κλαρίνο. Πήγαινα και εγώ στα μαθήματα, για να τον συνοδεύω με την κιθάρα. Έτσι ξεκίνησε η επαφή και η αγάπη για το όργανο. Παράλληλα τότε ξεκίνησα κλασικό φλάουτο στο Ηπειρωτικό Ωδείο.

 

Σε βοήθησε η μελέτη του ενός οργάνου στη μελέτη του άλλου;

 

Το κλαρίνο με βοήθησε στο παίξιμο του φλάουτου όσον αφορά στη μουσική αντίληψη, στη μνήμη και στο αυτόματο εγκεφαλικό dictee. Το φλάουτο πάλι εκπαίδευσε καλύτερα τα δάχτυλά μου για τις απαιτήσεις του κλαρίνου. Επίσης η γνώση πολλών οργάνων (κλαρίνο, φλάουτο, φλογέρες, σαξόφωνο) με βοηθάει στην ίδια τη δουλειά μου.

 

Είναι προσοδοφόρα η δουλειά του οργανοπαίχτη;

 

Όλες οι δουλειές είναι προσοδοφόρες, αρκεί να είσαι σωστός επαγγελματίας…

 

Ποια είναι η αγαπημένη σου περιοχή μουσικά;

 

«Η Ήπειρος, όπου μεγάλωσα, και η Αιτωλοακαρνανία, από όπου κατάγομαι».

 

Αλήθεια, στην περίοδο της εφηβείας σου ή όταν ήσουν πιτσιρικάς, πώς σε αντιμετώπιζαν οι φίλοι σου;

 

«Η πρώτη αντίδραση των φίλων στο δημοτικό αρχικά και αργότερα στα χρόνια της εφηβείας  ήταν κάπως περίεργη. Με την πάροδο του χρόνου και ενώ γινόμουν γνωστός στο χώρο, κέρδιζα ολοένα και περισσότερο τους φίλους μου ».

 

Ποια μουσική αγαπάς να ακούς, πέρα από τη δημοτική;

 

Την τζαζ – σε όλες τις εκφάνσεις της.

 

Σε έχουμε δει και κάποιες φορές στην τηλεόραση…

 

Ναι, στην εκπομπή του Σωτήρη Τριανταφυλλόπουλου, για την οποία όμως γίνονταν επιμελείς πρόβες, και του Σπύρου Παπαδόπουλου, που είναι μία από τις πιο αξιοπρεπείς εκπομπές του είδους. Γενικότερα η τηλεόραση αποτελεί ένα μέσο να παρουσιάζουμε τη δουλειά μας και να προσελκύουμε νέο κόσμο σε αυτό το είδος μουσικής. Από την άλλη δεν σου δίνεται ο απαραίτητος χώρος και χρόνος να παρουσιάσεις ό,τι πραγματικά θέλεις. Στο εξωτερικό συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Σε πολλές χώρες η τηλεόραση είναι ένα παιδευτικό μέσο. Για παράδειγμα οι Τούρκοι έχουν υψηλή μουσική παιδεία και πολλές παραδοσιακές ορχήστρες της χώρας έχουν θέση στην τουρκική τηλεόραση.

 

 

Πιστεύεις, λοιπόν, ότι μια Ακαδημία παραδοσιακής μουσικής θα άλλαζε τα πράγματα;

 

Στην Ελλάδα δεν έχει θεωρητικοποιηθεί το θέμα της παραδοσιακής μουσικής. Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη διδακτέα ύλη. Πρώτα πρέπει να βρεθούν άνθρωποι να καθορίσουν – άραγε με ποια κριτήρια; – το θέμα αυτό και ύστερα να ξεκινήσουμε τη δημιουργία μιας Ακαδημίας. Βέβαια, κατά την άποψή μου, με την Ακαδημία, μπορεί να υπάρξει το πρόβλημα της καλλιέργειας ενός ήχου δημοτικών οργάνων ισοπεδωτικού. «Ωδειακού» δηλαδή ήχου, χωρίς την απαραίτητη γνησιότητα.

 

Το κοινό της δημοτικής μουσικής στην Ελλάδα είναι πιστεύεις ανοικτό σε νέα πράγματα;

 

Γενικότερα το κοινό της δημοτικής μουσικής είναι ένα κοινό που λειτουργεί βάσει ενστίκτου, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη την καταγωγή και τις εμπειρίες του καθενός. Σε όλα τα είδη μουσικής υπάρχουν όμως δέκτες με παρωπίδες. Αισιόδοξο είναι ότι η πλειοψηφία του κοινού στηρίζει νέες μουσικές ιδέες, νέα μουσικά σχήματα.

 

Ποια θα έλεγες ότι είναι η σχέση του νεανικού κοινού με τη δημοτική μουσική;

 

Τα τελευταία χρόνια το νεανικό κοινό έχει έρθει πολύ κοντά στη δημοτική μουσική μέσω των μουσικών σχολείων, μέσω των χορευτικών συλλόγων και μέσω των πολιτιστικών εκδηλώσεων. Μπορεί να μην είναι βιωματική η σχέση των νέων με τη δημοτική μουσική, όπως συνέβαινε παλαιότερα, αλλά τουλάχιστον διατηρείται η επαφή τους και η ενασχόληση τους με αυτό το είδος.

 

Ποιους ανθρώπους θα θεωρούσες δασκάλους σου;

 

Για έναν μουσικό όλοι οι παλαιότεροι, όσοι υπηρέτησαν το ίδιο είδος, θεωρούνται δάσκαλοί του. Από όλους πήρα κάποια στοιχεία και συνέθεσα το ύφος του παιξίματός μου, πάντα με βάση τα βιώματα και την αισθητική μου. Έμπρακτα δάσκαλοί μου υπήρξαν ο Γιώργος Διαμάντης και ο Γρηγόρης Καψάλης, δύο μεγάλοι δεξιοτέχνες της Ηπείρου.

 

  

   

    

 

 

 

       

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured